Χθες βράδυ είδα τις «Ιστορίες για Αγρίους». Καιρό είχε να με ενθουσιάσει έτσι ταινία. Καιρό είχα να αντικρύσω στον κινηματογράφο τόσο πιστή και συναρπαστική συνάμα προσέγγιση της πραγματικότητας, τόσο σπαρταριστή αφήγηση του οικείου, του κοινού μας δράματος. Καιρό είχα να μονολογήσω εκστασιασμένος, βγαίνοντας από την αίθουσα, «έτσι ακριβώς είναι οι άνθρωποι, πουλιά μαζί και σκουλήκια, ικανοί για το ευγενέστερο και το φρικτότερο, ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τη ζωή τους εάν δεν την υπερβούν.» Καιρό είχα να γελάσω και να κλάψω, να νιώσω αγωνία για την τύχη των ηρώων, να τους κουβαλήσω μέσα μου και στο μπαρ, στο ταξί, στο κρεββάτι, να κοιμηθώ και να ξυπνήσω μαζί τους.
Όχι. Οι «Ιστορίες για Αγρίους» δεν είναι ούτε ποιητική-υπαρξιακή πραγματεία ακατανόητη στους μη σινεφίλ ούτε χολυγουντιανή συνταγή εκτελεσμένη βάσει συνταγής: «τρία κιλά τραγωδία, εξακόσια γραμμάρια κωμωδία για το ξαλμύρισμα, πετάτε δύο σταρ στον φούρνο, τους περιχύνετε με καταπληκτική φωτογραφία και εντυπωσιακά σκηνικά, ψήνετε επί ενενήντα λεπτά σε δυνατή φωτιά, το τελευταίο ημίωρο προσθέτετε και μια σεναριακή ανατροπή, σερβίρετε κατόπιν διεθνούς διαφημιστικής εκστρατείας...»
Οι «Ιστορίες για Αγρίους» είναι μια σπονδυλωτή ταινία που έχει γραφτεί και γυριστεί στην Αργεντινή κι έχει εμπνευστεί από τις συμφορές που έπληξαν τα τελευταία χρόνια την πάλαι ποτέ έκτη πλουσιότερη χώρα του κόσμου, με τις διαδοχικές χρεοκοπίες, την εξαθλίωση της μεσαίας τάξης, την πόλωση της κοινωνίας ανάμεσα σε κτηνωδώς ισχυρούς και σε εντελώς αδύναμους κι ανυπεράσπιστους, την απόλυτη σχετικοποίηση της έννοιας του δίκαιου, του καλού και του ωραίου.
Εάν οι «Ιστορίες για Αγρίους» ήταν ελληνικές, θα έκοβαν –υποστηρίζω- περιορισμένο αριθμό εισιτηρίων. Δεν θα κατάφερναν να αποσβέσουν καν το κόστος τους διότι εάν κάτι χαρακτηρίζει τους περισσότερους συμπολίτες μας είναι η πεισματική άρνησή τους να αντικρίσουν την πραγματικότητα ως έχει, μέσα στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της.
Οι «Ιστορίες για Αγρίους» είναι μια βαθιά πολιτική ταινία επειδή ακριβώς δεν πολιτικολογεί. Είναι μια γνησίως αισθηματική ταινία επειδή αποφεύγει κάθε αισθηματολογία. Είναι μια ταινία διεθνών προδιαγραφών επειδή ασχολείται με έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο δίχως να τον παρουσιάζει σαν εξωτικό, δηλαδή γραφικό.
Το ερώτημα που αυτομάτως θέτει κάθε Έλληνας θεατής στον εαυτό του: Για ποιο λόγο δεν γυρίζουμε εμείς τέτοιες ταινίες;
Γιατί όσες, ελάχιστες, ντόπιες παραγωγές έσπασαν τα ταμεία των κινηματογράφων κατά την τελευταία εικοσαετία ήταν επικαιρικές φαρσοκωμωδίες είτε πομπώδη εθνικόφρονα δράματα, νοσταλγικές ιστορίες για έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, για τις χαμένες πατρίδες, για τον χαμένο εμφύλιο, για τη χαμένη παρθενιά της ρωμιοσύνης;
Γιατί οι ελληνικές ταινίες που πέρασαν τα στενά μας σύνορα και προβλήθηκαν σε διεθνή φεστιβάλ δεν βρήκαν τον δρόμο τους προς το μεγάλο κοινό;
Γιατί ο «Κυνόδοντας» -ενώ έφτασε στην τελική πεντάδα για τα Όσκαρ- δεν ξεσήκωσε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το μέλλον της οικογένειας και κατ'επέκτασιν της κοινωνίας; Γιατί η «Χenia», που συμπληρώνει -μετά την «Στρέλλα»- την προσωπική μυθολογία του Πάνου Χ. Κούτρα, είχε τόσο πτωχές ταμειακές επιδόσεις; Γιατί ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης σιωπηρά αποχώρησε από την Ελλάδα;
Μία πρώτη απάντηση είναι ότι εμείς δεν διαθέτουμε αρκετά -και αρκετά μεγάλα- ταλέντα στο σενάριο, στη σκηνοθεσία, στην υποκριτική.
Θα διαφωνήσω. Μια βόλτα στην πιάτσα να κάνεις, δέκα κουβέντες να ανταλλάξεις με τους σημερινούς εικοσάρηδες, τριαντάρηδες –και τριανταπεντάρηδες ακόμα- θα διαπιστώσεις ότι το ταλέντο κοχλάζει και ξεχειλίζει. Πως οι εμπειρίες, οι εμπνεύσεις, οι δεξιότητες και οι ανοιχτοί ορίζοντες της γενιάς που ενηλικιώθηκε μέσα στην κρίση -αλλά και μέσα στο διαδίκτυο- δεν γνωρίζουν στην Ελλάδα προηγούμενο. Ότι οι φιλοδοξίες και κυρίως οι αντοχές τους δεν συγκρίνονται με τις δικές μας, που μεγαλώσαμε μες στην ευμάρεια.
Μια δεύτερη απάντηση είναι πως στη μικρή, φαληρημένη μας πατρίδα δεν επενδύονται λεφτά στον κινηματογράφο. Στις τέχνες γενικά.
Δεν επενδύονται; Για να σκεφτούμε τους πακτωλούς που διατίθενται στον κύριο Σμαραγδή για να γυρίζει τα κλασσικά εικονογραφημένα του! Για να θυμηθούμε την άνευ όρων –και δικαίως- χρηματοδότηση που δινόταν από το εξωτερικό κι απ'το εσωτερικό στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Για να αναλογιστούμε πόσο ολόπλευρα θα στηριζόταν ο μάστορας Παντελής Βούλγαρης, εάν αποφάσιζε να φτιάξει μια ταινία για το 1821 ή για την Καταστροφή της Σμύρνης, εφόσον βεβαίως το σενάριο δεν θα μιλούσε για συνωστισμό στην προκυμαία...
Η τέχνη, εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να εξαρτάται από μαικήνες που την προπληρώνουν, ούτε απ'το κράτος που την συντηρεί ως άλλοθι για τις πομπές του. Η τέχνη απευθύνεται στο κοινό. Κι απ'το κοινό είναι υγιές να χρηματοδοτείται. Κι εκεί έγκειται, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα.
Εάν οι «Ιστορίες για Αγρίους» ήταν ελληνικές, θα έκοβαν –υποστηρίζω- περιορισμένο αριθμό εισιτηρίων. Δεν θα κατάφερναν να αποσβέσουν καν το κόστος τους.
Γιατί; Διότι εάν κάτι χαρακτηρίζει τους περισσότερους συμπολίτες μας είναι η πεισματική άρνησή τους να αντικρίσουν την πραγματικότητα ως έχει, μέσα στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της. Και την αλήθεια του άλλου, άπαξ και δεν συμπίπτει με τη δική τους. Η τέχνη είναι καθρέφτης. Τι να την κάνεις συνεπώς εφόσον δεν αντέχεις να καθρεφτιστείς;
Πώς να ανεχτείς την ιστορία ενός ήρωα από τους «Αγρίους», που είναι δικαίως αγανακτισμένος με την καταλήστευση των απλών πολιτών, παράλληλα όμως και υστερικός και φουκαράς στη συμπεριφορά του; Πώς να γοητευτείς από την ιστορία ενός γάμου, ο οποίος διαλύεται από την πρώτη κιόλας νύχτα μέσα σε απιστίες, εκβιασμούς, δάκρυα και αίματα, και ανασταίνεται πριν το ξημέρωμα χάρη στον έρωτα;
Το πλατύ κοινό στην Ελλάδα έχει δυστυχώς διαπαιδαγωγηθεί με ευθύγραμμες αφηγήσεις, με ήρωες που είναι είτε αμιγώς καλοί είτε αμιγώς κακοί είτε αμιγώς αστείοι. Έχει μάθει να αποστρέφεται τις ρωγμές και να υποπτεύεται ό,τι αμφισβητεί τους κοινούς τόπους. Απ'τον Παπαδιαμάντη έχει διδαχθεί τις χρηστές «Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» - η «Φόνισσα» έπρεπε να περάσει ένας αιώνας για να να παρουσιαστεί στη σκηνή. Απ'τον Καβάφη, τη διδακτική «Ιθάκη». Από τον Καζαντζάκη, τον καραμπουζουκλή Ζορμπά...
«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας; Είναι πολύ ζαχαρωμένα!» αναφωνούσε κάποτε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ζαχαρωμένα, φευ, τραγούδια γίνονται ανάρπαστα στην πατρίδα μας. Και όχι ιστορίες για αγρίους.
σχόλια