Οι τελευταίες γιορτές της αθωότητας για ένα δωδεκάχρονο αγόρι

Οι τελευταίες γιορτές της αθωότητας για ένα δωδεκάχρονο αγόρι Facebook Twitter
7

 

Τα Χριστούγεννα του 1978 στάθηκαν τα τελευταία της παιδικής μου ηλικίας. Όχι επειδή είχα μπει σε καμιά καλπάζουσα εφηβεία που θα με έκανε, στα δώδεκά μου, άντρα – ένα αγοράκι παρέμενα αντιθέτως, ψηλό και μεγαλόσωμο μεν, απρόθυμο δε να εγκαταλείψει τον παιδικό του κόσμο. Καλπάζων ήταν ο καρκίνος του πατέρα μου, ο οποίος θα τον σκότωνε πριν βγει το καλοκαίρι. Μέσα σε έξι μήνες από όταν έδωσε, μέσα Ιανουαρίου, τα πρώτα του συμπτώματα. Τα Χριστούγεννα του 1978 όλα ακόμα έδειχναν να πηγαίνουν πρίμα – τίποτα δεν προοιωνιζόταν τον κεραυνό που θα μας χτύπαγε. Ήμασταν μια οικογένεια που είχε κάθε δικαίωμα να χαίρεται και να ελπίζει στο καλύτερο.


Μέναμε σε ένα ρετιρέ εξήντα τετραγωνικών στο νούμερο τέσσερα της οδό Δροσοπούλου, απέναντι σχεδόν από τον Πανελλήνιο. Η πολυκατοικία εκείνη ήταν - στα μάτια μου τουλάχιστον- ένα κοινωνικό πανόραμα: Στέγαζε όλες σχεδόν τις τάξεις. Στο οροφοδιαμέρισμα του τέταρτου ορόφου, κατοικούσε ένας εφοπλιστής, με την γυναίκα και τις κόρες του, οι οποίες έμοιαζαν βγαλμένες από τεκνικολόρ ταινία της Βουγιουκλάκη, «άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε...». Το έγχρωμο προσωπικό τους βολευόταν στο δεύτερο υπόγειο, σε κάτι μικροσκοπικές κάμαρες δίπλα στον καυστήρα του καλοριφέρ. Στο πρώτο υπόγειο ήταν το διαμέρισμα του θυρωρού, θυρωρός όμως πλέον δεν υπήρχε, η κυρία Ελισάβετ είχε απολυθεί με υπογραφές των ενοίκων όταν, ανύπανδρη ούσα, κατέστη έγκυος, η θέση σχόλαζε εδώ και πέντε σχεδόν χρόνια... Στο ισόγειο ζούσαν κάτι γραίες με περλέ νύχια, που με κερνούσαν καραμέλες. Στον πρώτο ένας κουρέας κι ένας λογιστής, στον δεύτερο ένας ανάπηρος πολέμου που δεν τον βλέπαμε σχεδόν ποτέ...

Άκουγε με μανία κλασσική μουσική, κάπνιζε στο κρεββάτι ανοίγοντας τρύπες στα σεντόνια και διαβάζοντας συνεπαρμένος το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου και τον «Φύλακα στη Σίκαλη». Εμπιστευόταν, όπως και αρκετοί καψαλισμένοι αριστεροί, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και απεχθανόταν τον Ανδρέα Παπανδρέου. «Δεν το καταλαβαίνουν ότι τους δουλεύει ψιλό γαζί;» απορούσε όποτε τον έβλεπε να υπόσχεται στις λαοθάλασσες τα πάντα.


Εξίσου ποικιλόχρωμη ήταν και η γειτονιά, η Κυψέλη. Με αυστηρούς καθηγητές και ψηλομύτηδες ιατρούς αλλά και μεροκαματιάρηδες - μανάβηδες, τσαγκάρηδες, περιπτεράδες, που κατοικούσαν δίπλα στις μικρές επιχειρήσεις τους. Στην οδό Πατησίων δέσποζαν τα αριστοκρατικά ζαχαροπλαστεία, το «Τέλειον» και ο «Μηλιώνης», πάστες-ποντικάκια, πάστες-γατάκια, ξυλόγλυπτες καρέκλες, κρυστάλλινες βιτρίνες, γκαρσόνια με παπιγιόν, που είχανε –λες- γεράσει κουβαλώντας δίσκους... Απέναντι, δύο από τα πενήντα και πλέον σινεμά της Κυψέλης: Το πολυτελές «Τριανόν», που η οροφή του τα καλοκαίρια άνοιγε αυτόματα και το οποίο είχε –έλεγαν- επισκεφθεί στα εγκαίνια του ο Αλαίν Ντελόν αυτοπροσώπως. Και το πιο παρακατιανό αλλά και πιο κουλτουριάρικο «Άλμα».


Διακόσια μέτρα στα αριστερά σου, προς την Ομόνοια, ήταν η ΑΣΟΕΕ –η Ανωτάτη Εμπορική όπως την αποκαλούσαν τότε- με κόκκινα πανώ στα κάγκελά της και φοιτητές να μπαινοβγαίνουν με ταγάρια, γένια και εφημερίδες κομμουνιστικών κομμάτων και γκρουπούσκουλων παραμάσχαλα. Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά είχε τότε μεγάλη διείσδυση στην νεολαία. Υπήρχε το ΚΚΕ μ-λ, το μ-λ ΚΚΕ, το ΕΚΚΕ, που διάθετε και εκδοτικό οίκο, τις εκδόσεις «Να Υπηρετούμε τον Λαό». Η εισβολή του Βιετνάμ στην Καμπότζη και της Κίνας στο Βιετνάμ φούντωνε τις κουβέντες στα πηγαδάκια περισσότερο από τις εσωτερικές ειδήσεις.


Ο μπαμπάς μου ήταν δικηγόρος. Είχε γραφείο απέναντι το δικαστικό μέγαρο της οδού Σανταρόζα – τα δικαστήρια δεν είχαν ακόμα μεταφερθεί στην Ευελπίδων. Τον χαρακτήριζε μια προσωπική αντίληψη που θα μπορούσες να την πεις και εκκεντρική σε σχέση με τις δοξασίες της εποχής. «Αγοράζουν σαν μαλάκες ΙΧ, για να πηγαίνουν τις Κυριακές στις ταβέρνες και το καλοκαίρι στα χωριά τους!» χλεύαζε τον συρμό. «Εάν βγάζεις λεφτά, καλύτερα να τα επενδύεις σε ωραία κοστούμια.» Είχε τον ράφτη του, τον πουκαμισά του, όταν κέρδισε μια σοβαρή υπόθεση και εισέπραξε την αμοιβή του, έφτιαξε και καλαπόδι σε έναν περίφημο υποδηματοποιό. Άκουγε με μανία κλασσική μουσική, κάπνιζε στο κρεββάτι ανοίγοντας τρύπες στα σεντόνια και διαβάζοντας συνεπαρμένος το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου και τον «Φύλακα στη Σίκαλη». Εμπιστευόταν, όπως και αρκετοί καψαλισμένοι αριστεροί, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και απεχθανόταν τον Ανδρέα Παπανδρέου. «Δεν το καταλαβαίνουν ότι τους δουλεύει ψιλό γαζί;» απορούσε όποτε τον έβλεπε να υπόσχεται στις λαοθάλασσες τα πάντα.


Τα τρόλλεϋ είχαν τότε εισπράκτορες, οι οποίοι κάθονταν στο πίσω μέρος του οχήματος, γυρνούσαν τη μανιβέλα σε ένα μηχάνημα σαν καβουρνιστήρι και εξέδιδαν τα εισιτήρια. Η μαμά μου έπαιρνε το εισιτήριο, το τύλιγε και το έβαζε για να μην το χάσει στο δάχτυλό της, μέσα από τη βέρα της. Φορούσε πελώρια γυαλιά ηλίου –τύπου Τζάκι- και δερμάτινα παντελόνια. Όποτε δεν είχα σχολείο, με έπαιρνε μαζί της όπου κι αν πήγαινε, στα πλεκτήρια-πρατήρια της Ιεράς Οδού για να μου ψωνίσει πουλόβερ, στο Αιγάλεω –εξωτικός τότε τόπος, άλλαζες δύο λεωφορεία από την οδό Ακαδημίας- για να επισκεφθούμε μια κυρία που μας βοηθούσε κάποτε στις δουλειές, σε θείους και σε θείες... Με ξεναγούσε εν ολίγοις σε μιαν Αθήνα που ανοικοδομούνταν με φρενήρη ρυθμό, παρέμενε όμως εκτός κέντρου έντονα συνοικιακή, με κουτούκια, μηχανουργεία και με αυλές.


Σε ένα περίπτερο στα Χαυτεία, είχα μπανίσει από το καλοκαίρι του 1978 ένα αεροπλανάκι το οποίο -δεμένο με διαφανή σπάγγο- πετούσε κυκλικά, γδέρνοντας τις κρεμασμένες εφημερίδες. Το είχα μπανίσει, το είχα ερωτευτεί! Επρόκειτο για ακριβή απομίμηση Σπίτφαϊρ, με τον έλικα και τα πολυβόλα του και με το σήμα της RAF στην ουρά του. Πόσο να έκανε; Εκατό δραχμές; Διακόσιες; Στο κάτω-κάτω δεν το πουλούσαν καν σε παιχνιδάδικο, λαθραία θα το είχε πάρει –σκεφτόμουν- ο περιπτεράς από κανέναν ναυτικό. Το ζήτησα για τα Χριστούγεννα. Η μαμά μου το παζάρεψε, ο περιπτεράς το τύλιξε σε μια παλιά «Αθλητική Ηχώ», δεν είχε καν συσκευασία. «Θα περιμένεις τον πατέρα σου για να το στήσετε» με προειδοποίησε η μαμά αυστηρά.


Σκαρφάλωσε ο μπαμπάς στη σκάλα και έμπηξε ένα καρφί στο ταβάνι του παιδικού δωματίου μου. Μέτρησε προηγουμένως τον σπάγγο του αεροπλάνου, μην τυχόν και στην τροχιά του συγκρουστεί με το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Γυρίσαμε τον διακόπτη στο "on", το παιχνίδι δεν πήρε μπροστά. "On – off", "on – off", τίποτα... Βγήκαμε παραμονή Χριστουγέννων, σούρουπο, στη γειτονιά να βρούμε μπαταρίες. Τζάμπα κόπος, το αεροπλανάκι παρέμεινε νεκρό. «Κορόιδα σάς έπιασε ο περιπτεράς!» μας ανακοίνωσε ο πατέρας μου, δίχως να μας κατηγορήσει για αυτό, το πάθημά μας μάς αρκούσε. «Ας ακούσουμε για παρηγοριά το Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο του Μπαχ!»


Ακούμπησα το Σπίτφάιρ σε ένα ράφι δίπλα στο κρεββάτι μου και το κοιτούσα διαρκώς με πίκρα και με προσμονή. Μέχρι που το έβλεπα στον ύπνο μου, να βάζει εμπρός τη μηχανή και να απογειώνεται χωρίς καν να έχει ανάγκη τον σπάγγο. Πετούσε πάνω απ'την Κυψέλη θριαμβευτικά, έκανε θεαματικές φιγούρες, εφορμούσε κάθετα και ένα δευτερόλεπτο πριν συντριβεί, ανέβαινε ξανά στον αττικό ουρανό. Εγώ ήμουν ταυτόχρονα και πιλότος και πολυβολητής και αλεξιπτωτιστής άμα λάχει. Κάβλωνα –κάβλωνα κυριολεκτικά, για πρώτη φορά στη ζωή μου- στην ιδέα.


Μετά ο πατέρας μου αρρώστησε.

7

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

6 σχόλια
Πολύ ωραίο κείμενο.Τα όσα γραφετε για την εξωκοινοβουλευτική αριστερά του τότε μου θύμησαν πολλά. Επίσης αυτή η φράση του πατέρα σας"Δεν καταλαβαίνουν πως τους δουλεύει ψιλό γαζί;;"με είχε στοιχειώσει για αρκετά χρόνια,μέχρι που πείστηκα πως όχι δεν καταλάβαιναν.Τεράστια εντύπωση μου προξενούσε δε, το γεγονός πως ο ΑΠ ψευδόταν ασυστόλως και ενσυνειδήτως, γιατί κουτό, δεν τον έλεγες, ίσα ισα..Η απώλεια γονιού σε τέτοια τρυφερή ηλικία έχει κάτι από βίαιη ενηλικίωση,άγριο πράγμα.
Αγαπητέ Χρήστο μου θύμισες κι εμένα τη παιδική μου ηλικία μια που ήμαστε συνομήλικοι. Ο πατέρας μου επίσης δικηγόρος και λάτρης της όπερας. Και η μητέρα μου φορούσε αυτά τα μεγάλα -τύπου Τζάκι- γυαλιά ηλίου. Και την έχασα από καρκίνο αν και μεγαλύτερος, ήμουν 27 τότε. Πόσο σε ένοιωσα με το αεροπλανάκι, σπίτφάιρ, τι λες τώρα! Χρόνια πολλά!