«Γιατί δεν ψήφισες;» με ρώτησε κάποιος. Όχι από άγνοια, ούτε από αδιαφορία, αλλά από πείσμα. Το πείσμα ενός παιδιού που δεν θέλει να δώσει σημασία στον μπαμπούλα και τον αγνοεί επιδεικτικά, πιστεύοντας μέσα στην αφέλειά του πως έτσι τον αποδυναμώνει. Αγνοώντας τους μπαμπούλες όμως τους δίνεις σάρκα και οστά. Τους δίνεις χώρο να γεννηθούν, να ζωντανέψουν, να κινηθούν κι έτσι ο χώρος της δικής σου ύπαρξης μικραίνει αντιστρόφως ανάλογα με τον δικό τους κι εκπληκτικά απρόσμενα. Μέχρι ν'ανοιγοκλείσεις βλέφαρα μερικών δεκαετιών αδιάφορου σφυρίγματος. Το να απέχεις από ένα σύστημα δεν σημαίνει ότι το πολεμάς κιόλας, ούτε ότι το ξορκίζεις.
Κι έρχεται το wake up call να ξύσει με τα νύχια του την καλογυαλισμένη πόρτα του σπιτιού σου. Τι θράσσος! Θα βιαστείς να σκεφτείς, αντί να αναρωτηθείς: μήπως φταίω κι εγώ; Μήπως φταίω κι εγώ; Σκέφτεσαι στο δρόμο που περπατάς, όταν κάνεις τσιγάρο σ'ένα πάρκο της Θεσσαλονίκης και το βλέμμα σου πέφτει μία πάνω στα επώνυμα παπούτσια σου και μία σ'αυτόν που κοιμάται στο παγκάκι απέναντι κι έχει για μαξιλάρι τη βρώμικη καρό βαλίτσα του. Μήπως φταίω κι εγώ; Σκέφτεσαι όταν περιμένεις στην ουρά του ΟΑΕΔ, όταν προσπαθείς να διαχειριστείς τη βία που σε περιβάλλει, όταν παντού τριγύρω σου το hate speech είναι το μόνιμο soundtrack που ακούγεται στην ταινία που παίζει καθημερινώς στο κεφάλι σου, από τη στιγμή που θα σκάσεις μύτη στον έξω κόσμο. Γι'αυτό τ'ακουστικά σου έχουν γίνει δεύτερο δέρμα. Ρε συ γιατί ο κόσμος είναι τόσο θυμωμένος; Σε ρωτάει με αφέλεια το παιδί της πρώτης παραγράφου και δεν θες να του απαντήσεις.
Ο θυμός είναι η τροφή κάθε –ισμού. Κι εσύ θες να δεις τον κόσμο νηστικό. Ελαφρύ. Άνευ καταλήξεων. Το μήπως, ευτυχώς, δεν σε αφήνει να βουλιάξεις. Σε επισκέπτεται συχνά πυκνά. Χρειάζεσαι αντισώματα, άλλωστε, για να παραμείνεις ελεύθερος και να μην κολλήσεις τη "νόσο του πλήθους". Μήπως φταίω κι εγώ; Που έχω αρχίσει να φοβάμαι το διπλανό μου, που δεν έχω ξεριζώσει ακόμα τον εκ γενετής διακόπτη λογοκρισίας από το κεφάλι μου, μήπως και θεωρηθώ ελαττωματικό μοντέλο; Ποιος αποφασίζει τι επιτρέπεται και τι όχι; Είναι αστείο κι όμως δεν είναι. Ο περαστικός που σε κοιτάει με μισό μάτι, ο άγνωστος που σου πιάνει την κουβέντα σε ένα καφέ, ο φιλοξενούμενος που κάθεται στον καναπέ του σαλονιού σου και πίνει τον καφέ που του έφτιαξες θα μπορούσε να είναι ένας από αυτούς που φρόντισαν να κάτσει στα έδρανα της βουλής ο χειρότερος των –ισμών.
Κι εκεί που μάταια προσπαθείς να κάνεις διάλογο και να διαβάσεις στα μάτια τους τις αιτίες που τους οδήγησαν να ασπαστούν το μίσος και το σκοτάδι που φέρνει, αναρωτιέσαι που τελειώνει η ελευθερία τους και που αρχίζει η δική σου. Πως να μιλήσεις σε εναν φανατικό; Πως να του φερθείς; Σαν άνθρωπο ή σαν αριθμό; Ο διάλογος γίνεται μονόλογος και το μήπως ξανά πρωταγωνιστής. Μήπως φταίω κι εγώ;