Το βράδυ του Σαββάτου συνάντησα έναν παλιό μου γνωστό / φίλος φίλων, διασταυρωνόμαστε πάντα σε ασύνδετες μεταξύ τους κοινωνικές περιστάσεις / έτσι, βρεθήκαμε ύστερα από πολύ καιρό να μιλάμε για το Παρίσι στον Βυρίνη της οδού Αρχιμήδους (Παγκράτι, πίσω από το Στάδιο) / στον Βυρίνη τα Σάββατα δυσκολευόσουν κάποτε να βρεις τραπέζι, αλλά έχουμε αφήσει πίσω εδώ και καιρό αυτές τις χαρούμενες εποχές / το καλοκαίρι, ο φίλος έκανε το μεγάλο βήμα: αδυνατώντας να βρει δουλειά στην Αθήνα, άρπαξε μια ευκαιρία και έφυγε για τη Γαλλία / τον άκουγα να ξετυλίγει το κουβάρι ευχάριστων και λιγότερο ευχάριστων αναμνήσεων από αυτό το σκάρτο εξάμηνο της υποχρεωτικής ξενιτιάς λίγο πριν από τα σαράντα / τα παλιά μπιστρό, οι νέοι φίλοι, τα πανάκριβα ενοίκια, το φθηνότερο σούπερ μάρκετ (σε σχέση με την Ελλάδα), η νοσταλγία της αθηναϊκής «ανεμελιάς», ο συμβιβασμός με όρους σκληρής, προσωπικής οικονομίας για να «βγει» η εβδομάδα, οι βόλτες σε δρόμους και πλατείες ασύλληπτης ομορφιάς... / η επιλογή να αρχίσεις ξανά τη ζωή σου, αυτό που στο χωριό μου λέμε «να κάνεις restart», έχει πάντα κάτι μυθιστορηματικό, μερικές στιγμές ξεχνιέσαι και βλέπεις τον εαυτό σου σε ρόλο κινηματογραφικού πρωταγωνιστή / (κι όσο μεγαλώνεις η γοητεία του restart, αντί να ξεθωριάζει, όλο και πιο πολύ λαμπυρίζει μέσα στη νύχτα) / και το κυριότερο: η νεανική βεβαιότητα ότι δεν φοβάσαι / το αδιανόητα ευφορικό συναίσθημα πως ορίζεις εσύ την τύχη σου και αντλείς από μέσα σου δυνάμεις άγνωστες, πρωτόγνωρες, για να πάρεις από τη ζωή αυτό που σου αναλογεί (και σου αξίζει) / είναι πολύ ωραία όλα αυτά υπό έναν όρο: να έχεις κατορθώσει να αποστασιοποιηθείς ψυχικά από την περίπλοκη συναισθηματολογία που σε συνδέει με τόπους και ανθρώπους / ναι, ο μισοάδειος Βυρίνης ήταν ένα κάπως στενόχωρο θέαμα, αλλά τουλάχιστον ήταν ο Βυρίνης / όση ομορφιά κι αν εκπέμπει ένα μπιστρό βγαλμένο από τις ονειρικές εικόνες του Ζαν-Πιερ Ζενέ στην Αμελί ή τις μουσικές του Αζναβούρ, πόσα πράγματα με συνδέουν ουσιαστικά μαζί του; / τι σημαίνει για τη ζωή μου αυτό το αψεγάδιαστο σκηνικό και πόσα περισσότερα παίρνω όταν παραγγέλνω στη γλώσσα μου και για χιλιοστή φορά το ίδιο και το ίδιο πιάτο σε μια απλά συμπαθητική ταβέρνα του Παγκρατίου; / οι ίδιες σκέψεις λίγες ώρες μετά, την Κυριακή το πρωί, καθισμένος στο ηλιόλουστο καφέ του Βυζαντινού Μουσείου, διαβάζοντας την εφημερίδα / ναι, δεν ήταν η συγκλονιστική εμπειρία ανάλογων υποδομών στα μεγάλα μουσεία του κόσμου, αλλά ακούστε τι έβλεπε το διψασμένο μάτι μου με μια απλή περιστροφή: δεξιά το υπέρκομψο Σαρόγλειο, το κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών στην οδό Ρηγίλλης, πίσω μου το μαγευτικό μέγαρο της Δουκίσσης της Πλακεντίας, μπροστά ο κήπος του μουσείου με την ανασκαφή και το φρέσκο χώμα και αριστερά το πάρκο Ριζάρη, στο βάθος το Χίλτον / και, κυρίως, η τρυφερότητα του φθινοπωρινού ήλιου που μας μαλάκωνε και μας ξέπλενε από την απανθρωπιά μιας δύσκολης εβδομάδας / αλλά και κάτι ακόμα: όλες αυτές οι μικρές αθηναϊκές (ή ελληνικές) τελετουργίες, ακόμα κι αν το φόντο δεν είναι πάντα αυτό που ονειρευτήκαμε, αισθάνομαι ότι με συνδέουν με ένα αόρατο νήμα με τους παλαιότερους: με τον πατέρα μου, που γεννήθηκε το 1927 και μεγάλωσε σε μια Αθήνα που είμαι καταδικασμένος να πλάθω μέσα από τις αφηγήσεις του και τις τσαλακωμένες φωτογραφίες / με τον παππού μου, που τον φαντάζομαι να ξεφυλλίζει κι αυτός την εφημερίδα του ένα ηλιόλουστο πρωινό στην πλατεία Συντάγματος / αλλά και με τους επόμενους: αυτούς που θα έρθουν μετά από εμάς για να φτιάξουν κάτι δικό τους, μιλώντας τις ίδιες λέξεις με μας / όλοι, αόρατοι πρωταγωνιστές μιας κοινής ιστορίας.
σχόλια