Η οδός Αγίου Δημητρίου στου Ψυρρή είναι ο πρώτος κάθετος δρόμος που βρίσκεις κατεβαίνοντας την Ευριπίδου, με μαγαζιά με πλαστικά λουλούδια, την «ΑΑυλή», το Γαστρονομικό Μουσείο και ένα παλιό καφενείο, από τα λίγα μέρη στην περιοχή που έχουν απομείνει απείραχτα και θυμίζουν παλιά Αθήνα. Απέναντι ακριβώς από το καφενείο και λίγο πριν από το τέλος του δρόμου υπάρχει, εδώ και δεκαετίες, ένα μικροσκοπικό μανάβικο που σπάνια πετυχαίνεις ανοιχτό. Δεν έχει ταμπέλα, δεν έχει κανένα διακριτικό, το προσέχεις μόνο αν είσαι τυχερός και ο κύριος Ιάκωβος έχει απλώσει τους πάγκους με τα φρούτα και τα «ζαρζαβατικά» πάνω στο πεζοδρόμιο. Συνήθως κάνει γύρες στην περιοχή με το «καροτσάκι», έναν κινητό πάγκο που μεταφέρει όλη του την πραμάτεια στην Πειραιώς και στους γύρω δρόμους, και πουλάει φρούτα στους περαστικούς. Ο κύριος Ιάκωβος είναι από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της αγοράς, αλλά δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου. Δεν σε αφήνει ποτέ να τον φωτογραφίσεις, δεν μιλάει για τον εαυτό του και ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται τίποτε από το παρελθόν. Επίσης, δεν ακούει. Σχεδόν τίποτα. Ο κύριος Ιάκωβος είναι ο πιο παλιός μανάβης της Αθήνας, «ο τελευταίος των Μοϊκανών», όπως τον χαρακτηρίζει μια κυρία που αγοράζει από τον πάγκο του αχλάδια, που επιμένει να ανοίγει το μαγαζί κάθε πρωί και να σπρώχνει το καροτσάκι καρτερικά εδώ και 70 χρόνια. «Μια ζωή» του λέω προσπαθώντας να πιάσω κουβέντα μαζί του, αλλά δεν θέλει πολλά-πολλά. Κάποια φορά, για να του κλέψω μια φωτογραφία, είχα αγοράσει τρεις σακούλες ροδάκινα – γιατί ο κύριος Ιάκωβος είναι πολύ σκληρός διαπραγματευτής.
Είμαι 88 χρονών. Γράψε ότι είναι στην Αγίου Δημητρίου 30 το μαγαζί, μήπως έρθει κανένας. Ελάχιστοι ψωνίζουν πια
Το απόγευμα που πήγαμε να τον επισκεφτούμε στο μανάβικο καθόταν καμαρωτός έξω από το μαγαζί και λιαζόταν. Ο καφετζής απέναντι που μας βλέπει να τον πλησιάζουμε με φωτογραφική μας εύχεται καλή τύχη και κουνάει το κεφάλι αποκαρδιωτικά.
Όταν θέλει, κύριος Ιάκωβος είναι απίστευτα ευγενικός. Μάλλον τον έχουμε πετύχει στις καλές του και δέχεται να ποζάρει και μιλήσει. Δεν ακούει Χριστό. «Δεν θυμάμαι και πολλά τελευταία», μου τονίζει, «έλα να τα πούμε τώρα, γιατί αύριο θα μπω στο νοσοκομείο για τα πόδια μου και δεν ξέρω αν θα ξαναβγώ». Με αφήνει να καθίσω δίπλα του και μονολογεί σχεδόν ψιθυριστά: «Κάποτε υπήρχαν παγάδικα στη γειτονιά, ερχόταν ο κόσμος κι έπαιρνε πάγο, υπήρχαν μαγαζιά, τα μπαλκόνια στα σπίτια είχαν λουλούδια, τώρα έχει γεμίσει ο τόπος φαγάδικα».
Ο κύριος Ιάκωβος Βρούσης γεννήθηκε σε νησί. «Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς» μας λέει. «Είμαι 88 χρονών. Γράψε ότι είναι στην Αγίου Δημητρίου 30 το μαγαζί, μήπως έρθει κανένας. Ελάχιστοι ψωνίζουν πια».
Πόσα χρόνια είστε εδώ;
Εβδομήντα χρόνια.
Έχετε ζήσει 70 χρόνια στη γειτονιά.
Και τι να το κάνω; Κάποτε εδώ είχε σπίτια, τώρα έχει μόνο πολυκατοικίες.
Πού έχετε γεννηθεί;
Στις Κυκλάδες, στη Νάξο.
Πότε ήρθατε στην Αθήνα;
Το 1937.
Και πότε ανοίξατε το μαγαζί;
Πριν από 70 χρόνια. Ήταν ο πόλεμος με τον Μουσολίνι, με πυροβόλησαν. Το 1938-39 δούλευα σε ένα χυτήριο. Έκανα κι άλλες δουλειές και από το '49 και πέρα είμαι μανάβης.
Οικογένεια έχετε;
Έχω δυο κορίτσια παντρεμένα κι έχει από ένα παιδί η καθεμία.
Αρνείται να απαντήσει σε άλλες ερωτήσεις. «Πέρασε μια κοπέλα χορεύτρια και με πήρε μια φωτογραφία, αλλά δεν μου την έδωσε ποτέ» μας λέει . «Εσείς θα μου στείλετε μία;».
Ο καφετζής απέναντι δεν πιστεύει στα μάτια του. Με ρωτάει «τι του δώσατε για να φωτογραφηθεί; Δεν αφήνει κανέναν να τον βγάλει φωτογραφία. Είναι εδώ από τότε που ήρθα εγώ, στο ίδιο σημείο από το 1956. Πιο πριν ήταν λίγο πιο κάτω. Λέει ότι είναι 88, αλλά τότε γράφονταν όποτε να 'ναι στα δημοτολόγια. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να είναι πάνω από 90». Του λέω ότι δεν του δώσαμε τίποτα και του φαίνεται απίστευτο. «Τίποτα; Ε, τότε απόψε ο κόσμος θα χαλάσει!».
Χαιρετώντας τον, ο κύριος Ιάκωβος με βάζει να του υποσχεθώ ότι θα του στείλω τη φωτογραφία. Του το υπόσχομαι και τον ρωτάω γιατί επιμένει τόσο.
«Για να έχω μια καλή όταν πεθάνω» λέει...
σχόλια