Ταξιδιάρα Ψυχή. Είχα χρόνια να κάνω μια μεγάλη κανονική βόλτα στην Κεντρική Αγορά, σε αυτό το (so called) μαλακό υπογάστριο της Αθήνας, ανάμεσα στις μυρωδιές από ωμό κρέας, ψάρι και μπαχαρικά, ανάμεσα στους φτωχοδιάβολους των πάγων και των μοσχαροκεφαλών. Στους γλιστερούς διαδρόμους, στον κουρνιαχτό της οχλοβοής, στις φωνές, στις κατάρες. Στην Κεντρική Αγορά, στους δύο κόσμους του «Downton Abbey» – στον γοητευτικά άρρυθμο κάτω και στον εξωφρενικά υπερφίαλο πάνω. Στα ακροπωλεία (ειλικρινά αγνοούσα αυτήν τη λέξη που περιγράφει τα μαγαζιά που εμπορεύονται άκρα ζώων), στα ψαράδικα με τα μύδια από την Εύβοια, σε αυτά που φέρνουν ζωντανά καβούρια από τη Σκωτία, στον «μυστικό» κώδικα συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων που δουλεύουν και συχνάζουν εκεί, ο οποίος χρήζει σοβαρής αποκωδικοποίησης. Ένας ολόκληρος κόσμος, εντελώς διαφορετικός από τον έξω. Two worlds collide. Κανένας δεν καταλαβαίνει τον άλλο. Σαν την Αθήνα του σήμερα. Οι αναρχικοί των Εξαρχείων, οι μπαχαλάκηδες του Συντάγματος, οι δημοκρατικοί αριστεροί του μεσοδιαστήματος, οι όψιμοι –πρώην απολιτίκ– πρώην Πασόκοι, οι παραζαλισμένοι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής. Περπατάω ανάμεσα σε μοσχαρίσιες καρδιές, νεφρά, κεφαλάκια, σπλήνες, γαρίδες και ζωντανές φούσκες και σκέφτομαι ότι η διαστρωμάτωση της Αγοράς είναι αντίστοιχη με αυτή της έξω κοινωνίας μας. Ένας μικρόκοσμος που έχει να μας πει πάρα πολλά. Τόσα πολλά και τόσα λίγα. Η μικροκομπιναδόροι που αγοράζουν ψάρια από τη Σενεγάλη και τα πουλάνε για ελληνικά, αλλάζοντας τις ταμπέλες κάθε φορά που σκάει σύρμα ότι υπάρχει έλεγχος, είναι οι «αγανακτισμένοι – μαζί τα φάγαμε», οι τίμιοι πωλητές με τον μικρό πάγκο είναι οι ελάχιστοι τιμητές της τιμιότητας (που μάλλον δεν εκφράζονται στην ουσία τους από κανένα κόμμα), οι πατσατζήδες είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες – αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ της πατριωτικής Αριστεράς και της καθαρόαιμης Δεξιάς (αμόρφωτοι άνθρωποι που παλαντζάρουν σαν βάρκα στην καταιγίδα, χωρίς να έχεις να τους προσάψεις τίποτα στην ουσία). Οι ΚΚΕ-δες είναι αυτοί που πουλάνε μονομανιακά ένα είδος: καβούρια, πετροσωλήνες, that's it. Κολλημένοι σε αυτό που ξέρουν καλύτερα, και ίσως να έχουν και δίκιο.
Κάποτε ο Τσόκλης πέταγε εκατοντάδες καρπούζια μπροστά από την Κεντρική Αγορά, εν είδει ενός in situ installation. Μερικοί τον έκραξαν τότε, άλλοι εξήραν την ιδιοφυΐα του. Άλλες εποχές, αυτό έγινε τη δεκαετία του '90. Τότε, το παρθένο Κέντρο μάς φαινόταν ως το εξωτικό φρούτο, ένα πεδίο συγκέντρωσης αβαντγκαρντίλας. Το κεφάλι μας ήταν γεμάτο σπασμένα καρπούζια, ποιήματα του Καρούζου, ιδανικούς αυτόχειρες (βλέπε και Κερτ Κομπέιν), δάκρια στα μάτια για τον θάνατο του Κισλόφσκι. Κλαίγαμε και κόβαμε με πριονωτό μαχαίρι την πηχτή ατμόσφαιρα της οδού Αγίων Ασωμάτων. Το να περπατάς στο έρημο κέντρο ήταν στάση ζωής – κάπως σαν να δίνεις μία διάλεξη στο Μπρονξ. Οι μαύρες πουτάνες της Ευριπίδου και της Σωκράτους ήταν ανακάλυψη του Κουστώ, τα τραβέλια της πίσω πλευράς του Δημαρχείου ήταν η σκοτεινή πλευρά της γοητευτικής Ιστικλάλ της Κωνσταντινούπολης, τα κρητικά γλέντια στην οροφή της Βαρβακείου ήταν η trendy μεταστροφή της νεοϋορκέζικης Meatpacking District, τα χίπστερ πάρτι στην ταράτσα της Αρμοδίου ήταν η απόδειξη ότι αυτή η περιοχή θα εκτοξευθεί στο διάστημα μετά τους Ολυμπιακούς, ότι θα γίνει το δικό μας Lower East Side. Και, όμως, τίποτε από αυτά δεν έγινε.
Αντ' αυτού, η Σωκράτους καθάρισε με γάργαρο νερό, τα παπάκια της ομάδας ΔΙΑΣ εγκαταστάθηκαν στη γωνία Ευρίπιδου και Μενάνδρου, ο τύπος από το Raja Jee συνέχισε να δίνει το καλύτερο φαλάφελ της πόλης μαζί με αϊράν και πιπεριές τουρσί και ένα ιδιότυπο gentrification σήκωσε τη σημαία του στο ψηλότερο βάθρο. Τα τζάνκια και τα τραβέλια μετακινήθηκαν μερικά τετράγωνα πιο πέρα, το πρόβλημα (το όποιο πρόβλημα) μετακινήθηκε σαν να ήταν κάρτα στο ταμπλό της Monopoly. Όλα πάλι κουκουλώθηκαν.
Απλώς, μερικές φορές αναρωτιέμαι αν πρέπει, πέρα από την ηθική πλευρά του ζητήματος, να φρικάρουμε με τα πρεζάκια και τα τραβέλια και τις πουτάνες. Κάθε μητρόπολη έχει την underground πλευρά που της αναλογεί – και είναι κάπως γοητευτική και εμβληματική για την ιδιοσυγκρασία της. Και εμείς έχουμε τη δική μας. Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο, έχεις ξεχάσει πού ακριβώς θέλεις να πας.
σχόλια