Μπορεί ένας ολόκληρος ναός-ορόσημο της αρχαίας Ελλάδας να κλείσει λόγω συνταξιοδότησης του φύλακα;
Κι όμως μπορεί. Αυτή είναι η τελευταία -αρνητική εξέλιξη, για την οποία κάνει λόγο η Πανελλήνια Ένωση Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων (ΠΕΥΦΑ), αναφερόμενη στο «"κλείσιμο" του Ναού του Επικούρειου Απόλλωνα, λόγω έλλειψης προσωπικού».
Πρόκειται για εξέλιξη που «ήρθε δυστυχώς να επιβεβαιώσει μέχρι κεραίας την επισήμανση της ΠΕΥΦΑ, η οποία εδώ και χρόνια έχει σε όλους τους τόνους προσπαθήσει να καταδείξει το πρόβλημα, χωρίς ωστόσο να βρει ανταπόκριση από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Τώρα, αφού μετά τη συνταξιοδότηση και του τελευταίου αρχαιοφύλακα, ο χώρος ουσιαστικά έκλεισε για το κοινό, με συνέπειες, τόσο για το ίδιο το ΥΠΠΟΑ, όσο και για την τοπική κοινωνία, η οποία έχει ήδη εκφράσει μέσω των φορέων της την έντονη αντίδρασή της, αλλά κύρια δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα στην ασφάλεια του Μνημείου που βρίσκεται πλέον σε άμεσο κίνδυνο», αναφέρει η Ένωση.
Ταυτόχρονα, η ΠΕΥΦΑ καλεί την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού «να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, να καταλάβει το ζήτημα ασφάλειας που έχει δημιουργηθεί και να δώσει, χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή, λύση με μόνιμο φυλακτικό προσωπικό, είτε μέσω της κινητικότητας, είτε, ακόμη καλύτερα, μέσω νέων προσλήψεων στον τομέα φύλαξης και πληροφόρησης».
«Μέχρι τότε», λένε οι αρχαιοφύλακες, «να προχωρήσει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας σε άμεση πρόσληψη εποχικού προσωπικού, για να καλύψει τις ανάγκες φύλαξης του Επικούρειου Απόλλωνα».
Ο αριστουργηματικός ναός και το μοναδικό κιονόκρανο
Ο ναός του Επικουρείου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας είναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας. Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης.
Ο ναός υψώνεται στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων.
Ανεγέρθη το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα.
Το μνημείο αυτό, ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1986. Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.
Συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά. Έτσι προσφέρει ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου.
Η επιμήκης περίπτερη δομή (39,87 × 16,13 μέτρα) είναι κατασκευασμένη κυρίως από γκρίζο ασβεστόλιθο τοπικής προέλευσης.
Η εξωτερική κιονοστοιχία του εξάστηλου ναού ακολουθεί έναν εξαιρετικά αυστηρό δωρικό ρυθμό (οι μετόπες δεν είναι λαξευμένες). Όμως στο εσωτερικό, έξοχης ποιότητας γλυπτική συνταιριάζεται με έναν πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικό ρυθμό, σύμφωνα με τη wikipedia.
Το εμπρόσθιο τμήμα του προνάου και του οπισθοδόμου με δύο κίονες εν παραστάσει αναδιατυπώνουν τον δωρικό ρυθμό. Χαρακτηρίζεται λοιπόν ως ναός δωρικός, δίστυλος εν παραστάσει περίπτερος.
Στο νότιο τμήμα όπου βρίσκεται το άδυτο, οι δύο τελευταίοι ιωνικοί κίονες του σηκού στέκονται στο μακρινό άκρο λοξών τοίχων, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένας κορινθιακός κίων, μόνος στο κέντρο του ναού.
Το κιονόκρανο του κίονα αυτού αποτελεί «το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα και θεωρείται πρότυπο για όλα τα "Κορινθιακά" μνημεία του ελληνικού, ρωμαϊκού και μεταγενέστερων πολιτισμών».
σχόλια