Χειμωνιάζει σιγά-σιγά και η καλή μας κυβέρνηση ήδη δρομολογεί –με πόνο βαρύ να κατατρώει τα αριστερά της σωθικά, εννοείται– ένα κάρο βάρβαρα μέτρα, παίζει την κολοκυθιά με τα ισοδύναμα και καταφέρνει να ξεπεράσει σε φορομπηχτική εφευρετικότητα (ενίοτε και σε αμοραλισμό) ακόμα και την αλήστου μνήμης συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Και είναι βασικά πάλι οι συνήθεις μισθωτοί, συνταξιούχοι και μικροεπιτηδευματίες που καλούνται να ξύσουν με τη συρματόβουρτσα όση μάκα τυχόν απέμεινε στον πάτο του βαρελιού.
Η συριζέικη κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι οριακή, στον κυβερνητικό εταίρο ΑΝ.ΕΛ. «σκοτώνονται» επίσης. Η ανεργία είναι σταθερά «κολλητή» μας, η ακρίβεια και η ανέχεια παρομοίως, ενώ η μεγάλη πλειονότητα όσων εξακολουθούν όχι μόνο να εργάζονται αλλά και να αμείβονται (τύχη βουνό σαν να λέμε) καταφέρνει απλώς να μην υποσιτίζεται και να αντεπεξέρχεται κουτσά-στραβά (επειδή κάποιος πρέπει να το κάνει, ώστε να μπορούν τραπεζίτες, καναλάρχες, εργολάβοι, εφοπλιστές, παπάδες και λοιποί αναξιοπαθούντες με το πρόθεμα μεγαλο- να κάνουν άνετα παιχνίδι) στα αλλεπάλληλα «τσουνάμι» από παραφουσκωμένους λογαριασμούς, χρέη και χαράτσια. Κι όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα απήχησης κι αξιοπιστίας αυτήν τη στιγμή δεν το έχει η κυβέρνηση αλλά η αντιπολίτευση!
Όμως η κοινωνία δεν φαίνεται πρόθυμη για άλλους επαναστατικούς πειραματισμούς και η όποια συλλογική οργή εκδηλωθεί δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα έχει «αριστερό» πρόσημο.
Πράγματι, η μόνη αισθητή αντιπολίτευση προσώρας είναι αυτή που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον... εαυτό του ως άλλος Τζέκιλ και Χάιντ. Κατά τα άλλα, ο Αλέξης εξακολουθεί να παίζει μπάλα μόνος του, να βάζει μέχρι και «αυτογκόλ» ατιμωρητί – αν περάσει ασφαλιστικό, φορολογικό και μισθολογικό, η προοπτική της τετραετίας δεν φαντάζει απίθανη, έστω σε κάποια οικουμενική εκδοχή. «Μα, θα μας πάρουν και τα σπίτια; Δεν είναι δυνατόν! Γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;» παραπονιόταν το πρωί στον φούρναρη η γειτόνισσα. H μία όψη τού «γιατί δεν κουνιέται φύλλο» έχει, νομίζω, εξαντληθεί: απογοήτευση, κόπωση, κυνισμός, σιχασιά, αίσθημα απουσίας βιώσιμης εναλλακτικής, εφόσον πια δοκιμάσαμε, υποτίθεται, όλες τις δυνατές εντός ευρώ λύσεις (εκτός, ίσως, από το να δούμε με πιο κριτική αλλά και αυτοκριτική ματιά μερικά βασικά πράγματα) και το «παραέξω» μας σκιάζει. Συν μια παρατεταμένη ανοχή τύπου «άσε να τους δούμε κι αυτούς». Η δεύτερη όψη σχετίζεται με την ανυπαρξία αντιπολιτευτικού δέους.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, καταρχάς, απαραίτητη, υποτίθεται, «αντίρροπη δύναμη» σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχει καταντήσει προβληματική επιχείρηση – από την πλήρη ταύτιση με κατεστημένο και δανειστές μέχρι το αλαλούμ των πρόσφατων προεδρικών της εκλογών. Το πιο δυσοίωνο είναι ότι και οι τέσσερις υποψήφιοι ηγέτες της ΝΔ αποπνέουν εξίσου μούχλα, ναφθαλίνη και αρχαία σκουριά, δείγματα μιας σταθερής υπερσυντηρητικής «στροφής», παρά το επιμελημένα θολό ιδεολογικό στίγμα που καλλιεργεί, ευελπιστώντας, μάλλον μάταια, να «ψαρέψει» ψηφοφόρους από το κέντρο –«ακραίο» ή μη– ως την άκρα δεξιά. Και τι με νοιάζει; Με νοιάζει, γιατί, παρότι συντηρητικός δεν υπήρξα ποτέ, προτιμώ σαφώς έναν ιδεολογικό αντίπαλο που να με υποχρεώνει να τον υπολογίζω και να τον σέβομαι, ακόμα κι αν διαφωνώ κάθετα μαζί του, απ' ό,τι έναν φοβικό, παλιομοδίτη, ψιλο-χοντρορατσιστή, θρησκόληπτο τυχοδιώκτη.
Το ΠΑΣΟΚ της Φώφης «τσίμπησε» μεν κατιτίς παραπάνω στις τελευταίες εκλογές, παραμένει όμως ένα μικρό, απαξιωμένο κόμμα που μόνο σε κυβερνήσεις συνεργασίας μπορεί να ελπίζει, ώστε να ξαναβρεθεί κάπως στα πράγματα. Διαθέτει ακόμα προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό, αλλά με βεβαρημένο παρελθόν και απουσία ουσιαστικών αντιπροτάσεων πολύ δύσκολα θα πείσει ακόμα και πρώην πιστούς ψηφοφόρους που μεταπήδησαν στον ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψουν. Το Ποτάμι του Σταύρου πήρε φόρα κατηφόρα, αντιμετωπίζει επίσης εσωκομματικά προβλήματα και τον τελευταίο καιρό δεν ακούγεται καν. Ο Λεβέντης δεν μοιάζει ικανός για κάτι άλλο πέραν της πολιτικής «τσόντας» (γι' αυτό και «σπρώχτηκε», άλλωστε). Η Χ.Α. δεν φαίνεται, ευτυχώς, να μπορεί να διεκδικήσει κάτι παραπάνω από το «πλαφόν» του 7%, ποσοστό που εξίσου δύσκολα θα επιστρέψει στην «κοντοσυγγένισσα» ΝΔ, ώστε να ονειρεύεται αυτοδυναμία – δεν το συγκίνησαν, άλλωστε, ούτε οι ακροδεξιές κορόνες Σαμαρά σε εκλογές, υποτίθεται, πολύ κρισιμότερες. Το ΚΚΕ, ό,τι να πεις, είναι ίσως το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που κάνει σήμερα σοβαρή αντιπολίτευση, πλην αφενός την κάνει... ανάδελφα, περιοριζόμενο έτσι στο αυτοαναφορικό «σιγουράκι» του 5,5%, αφετέρου οι λύσεις που προτείνει –και που κανείς ποτέ δεν το πιέζει να εκθέσει διεξοδικά– φαντάζουν τόσο ουτοπικές όσο η ανασύσταση της ΕΣΣΔ.
Στη «σκληρή» αντιπολίτευση εντάσσονται βέβαια η –επίσης πρώην κοντοσυγγένισσα– εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ο πάντα «ενοχλητικός» Γιάνης Βαρουφάκης, ο κινηματικός και ο Α/Α «χώρος», οι «μπάχαλοι» γενικώς και το αντάρτικο πόλης που φωνάζει ξανά «παρών» με την μπόμπα στον ΣΕΒ. Όμως η κοινωνία δεν φαίνεται πρόθυμη για άλλους επαναστατικούς πειραματισμούς και η όποια συλλογική οργή εκδηλωθεί δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα έχει «αριστερό» πρόσημο.
σχόλια