Αν κυκλοφορήσει κανείς με το μετρό του Τόκιο, θα εκπλαγεί από τον μεγάλο αριθμό μικρών παιδιών που το χρησιμοποιούν, για να πάνε σχολείο. Τα πιτσιρίκια, φορώντας τις σχολικές στολές τους, πλημμυρίζουν τα βαγόνια και κυκλοφορούν είτε μεμονωμένα είτε σε μικρές ομάδες. Αυτό που εντυπωσιάζει, είναι ότι στον ορίζοντα δε φαίνεται να υπάρχει ενήλικας που τα επιτηρεί –τα παιδιά είναι ασυνόδευτα, ακόμα και αν η ηλικία τους δεν ξεπερνά τα έξι-επτά χρόνια.
Πριν βιαστείτε να σκεφτείτε ότι οι Γιαπωνέζοι γονείς τρελάθηκαν και δε μεριμνούν για την ασφάλεια των παιδιών τους, ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους, που εξηγούν το φαινόμενο. Σύμφωνα με τον Dwayne Dixon, καθηγητή πολιτισμικής ανθρωπολογίας, που στη διδακτορική του διατριβή μελέτησε τη γιαπωνέζικη νεολαία, «τα παιδιά στην Ιαπωνία μαθαίνουν από νωρίς ότι, στην ιδανική περίπτωση, κάθε μέλος της κοινότητας μπορεί να κληθεί να υπηρετήσει ή να βοηθήσει τους άλλους».
Αυτήν την αντίληψη ενισχύει και το σχολείο, όπου τα παιδιά αναλαμβάνουν εκ περιτροπής να καθαρίζουν και να σερβίρουν το μεσημεριανό, μαθαίνοντας να στηρίζονται στην ομάδα για ό,τι χρειαστούν. Επιπλέον, μαθαίνουν να είναι υπεύθυνα για το δημόσιο χώρο και μπορούν να αισθάνονται υπερήφανα, όταν αυτός βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Οι πεντακάθαροι δρόμοι της Ιαπωνίας, αντανακλούν αυτό το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.
Αν προσπαθήσει κανείς να κάνει τη σύγκριση με την Ελλάδα, μάλλον θα απογοητευτεί. Τα παιδιά στις ελληνικές μεγαλουπόλεις όχι μόνο δε διανοείται κανείς να τα αφήσει να κυκλοφορήσουν μόνα τους σε ηλικία έξι ετών, αλλά το πρώτο που διδάσκονται είναι να μην εμπιστεύονται κανέναν.
Ένας ακόμα παράγοντας, που συμβάλλει στην πρώιμη ανεξαρτητοποίηση των μικρών Γιαπωνέζων, είναι η χαμηλή εγκληματικότητα που έχει η Ιαπωνία, καθώς και η κουλτούρα της πεζοπορίας και της χρήσης μέσων μαζικής μεταφοράς, με τα οποία πραγματοποιούνται οι μισές μετακινήσεις ημερησίως. Σε αυτό βοηθά και η μικρή κλίμακα των δημοσίων χώρων, που τους καθιστά πιο «ανθρώπινους» και πιο ασφαλείς. Επιπλέον, οι οδηγοί έχουν μάθει να σέβονται τους πεζούς και τους ποδηλάτες, οι οποίοι κυριαρχούν στις οδικές αρτηρίες.
«Με το να τους δίνουν την ελευθερία τους, οι γονείς δείχνουν εμπιστοσύνη όχι μόνο στα παιδιά τους αλλά και σε ολόκληρη την κοινότητα. Πολλά παιδιά σε όλο τον κόσμο είναι ανεξάρτητα, αλλά υποψιάζομαι ότι οι Δυτικοί εντυπωσιάζονται από το αίσθημα της ασφάλειας και της συνεργασίας που κυριαρχεί, συχνά σιωπηλά και αυθόρμητα», παρατηρεί ο Dixon.
Αν προσπαθήσει κανείς να κάνει τη σύγκριση με την Ελλάδα, μάλλον θα απογοητευτεί. Τα παιδιά στις ελληνικές μεγαλουπόλεις όχι μόνο δε διανοείται κανείς να τα αφήσει να κυκλοφορήσουν μόνα τους σε ηλικία έξι ετών, αλλά το πρώτο που διδάσκονται είναι να μην εμπιστεύονται κανέναν. Η ανασφάλεια που διακατέχει τον σύγχρονο Έλληνα έχει γιγαντωθεί και αυτό δε θα μπορούσε παρά να αντανακλάται και στον τρόπο που μεγαλώνει τα παιδιά του. Επιπλέον, σε καιρούς ταραγμένους, ο ατομικισμός τείνει να θεριεύει και κανείς -πλην ρομαντικών εξαιρέσεων- δεν προτίθεται να ασχοληθεί με τον συνάνθρωπό του, ακόμα κι αν πρόκειται για παιδί –όπως άλλωστε έχουν αποδείξει τραγικές υποθέσεις των τελευταίων χρόνων. Όσον αφορά στο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, όλοι οι δημόσιοι χώροι «κραυγάζουν» την αδιαφορία μικρών και μεγάλων, μια και δυστυχώς δε μάθαμε να τους αγαπάμε και να τους φροντίζουμε, αντίθετα συχνά τους βανδαλίζουμε, τιμωρώντας έναν αόρατο εχθρό, το ελληνικό κράτος, που φταίει για όλα μας τα δεινά.
Ζώντας σε μια πρώην μικρή, επαρχιακή πόλη, με θλίψη διαπιστώνω πόσα πράγματα έχουν στερηθεί τα παιδιά μας. Οι ατελείωτες βόλτες σε βουνά, χωράφια και παραλίες, στις οποίες επιδιδόμασταν από πολύ μικρές ηλικίες σε μπουλούκια ή κατά μόνας, είναι σήμερα άπιαστο όνειρο. Ακόμα και τα κάλαντα θα ειπωθούν κατόπιν συγκεκριμένων οδηγιών, ώστε να αποφευχθούν τυχόν δυσάρεστες εκπλήξεις. Τα παιδιά μας μεγαλώνουν δεσμευμένα από ένα πλέγμα απαγορεύσεων που τα μετατρέπει, στη συνέχεια, σε φοβικούς -συχνά και άβουλους- ενήλικες. Η κοινωνία μας είναι μια κοινωνία φοβισμένη, πολλές φορές χωρίς αντικειμενικό λόγο και ακόμα και όσοι προσπαθούμε να αντιδράσουμε σε αυτό το κλίμα φόβου και αυστηρού ελέγχου, δε μοιάζουμε καθόλου, μα καθόλου, με τους Γιαπωνέζους.
σχόλια