Οι δύο ευαισθησίες. Aπό το Νικόλα Σεβαστάκη

Οι δύο ευαισθησίες. Aπό το Νικόλα Σεβαστάκη Facebook Twitter
Μια ανέκδοτη φωτογραφία του Θάνου Ανεστόπουλου, από τον Γιάννη Τόμτση. Τραβήχτηκε στην τελευταία συναυλία του ποιητή και τροβαδούρου, στα τέλη Ιουνίου του 2016 στην Μονή Λαζαριστών της Θεσσαλονίκης.
3

O θάνατος του Θάνου Ανεστόπουλου φέρνει ξανά στην επιφάνεια μια πλευρά της «μικροϊστορίας» των τελευταίων δεκαετιών: συγκεκριμένα, την ένταση ανάμεσα σε δύο ευαισθησίες που ελάχιστα διασταυρώθηκαν και συνήθως βρέθηκαν απέναντι η μία στην άλλη, αποξενωμένες και αμοιβαία καχύποπτες.

Η πρώτη ευαισθησία ήταν κυρίως υπαρξιακή, ενδοσκοπική, πρόθυμη να πάει στα ιδιωτικά βάθη και να σπείρει άγχη και αμφιβολίες.

Η άλλη ευαισθησία κληρονομεί, αντιθέτως, την επιθετική εξωστρέφεια των πολιτικών ριζοσπαστισμών. Σπεύδει, ας πούμε, εξαρχής να διαμαρτυρηθεί, να διαλαλήσει την αντίθεσή της και να αναμετρηθεί με εχθρούς που βρίσκονται κάπου έξω, στον κοινωνικό κόσμο και στην Ιστορία.

Από τη δεκαετία του ’80 αυτή η διχοστασία των ευαισθησιών θα γίνει πιο ορατή, παρά το ότι ο εκδημοκρατισμός της ελληνικής ζωής θα υπονομεύσει τα σύνορα και τις σκληρές πειθαρχίες των γούστων. Όσο περισσότερο μαλακώνουν οι μεγάλες και κεντρικές αντιθέσεις, τόσο εντονότερα αποτυπώνονται οι διαφορετικές εμμονές στο ύφος της ζωής που επιλέγει ο καθένας.

Στα χρόνια της κοινωνικής ανόδου και της ευημερίας, η κοινωνική κριτική περνούσε, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από υπαρξιακές γραφές ή από μια αισθητική που προτιμούσε το πλάγιο σχόλιο. Kαι παρά τις μεγάλες τους διαφορές, υπήρξε κάτι που έφερε κοντά την υπαρξιακή και την πολιτική ευαισθησία: η κοινή τους αντίθεση σε αυτό που ονομάστηκε, καταχρηστικά, lifestyle και στα δημοφιλή ιδιώματα της κουλτούρας. Το αντι-σκυλάδικο πνεύμα ένωσε προσωρινά τους νεορομαντικούς και τους αριστερούς.

Καθώς η πολιτικοποίηση αρχίζει να υποχωρεί, η υπαρξιακή ευαισθησία γίνεται το καταφύγιο μιας γενικότερης κριτικής στην ελληνική πραγματικότητα. Θα στεγάσει τις αμφιθυμίες ενός τμήματος της μεσοαστικής νεολαίας, το σάστισμα αλλά και τη βαθιά απογοήτευση από τα χρυσά μπρασελέ μιας Ελλάδας που κατακτούσε υλική ευημερία και νέες ελευθερίες.

Αλλά όσο κριτική και αν γίνει η υπαρξιακή ευαισθησία, αυτό που κυρίως την καίει είναι το άτομο και τα δικά του παθήματα. Παραμένει κοντά στην ποίηση της χαμηλής φωνής ακόμα κι όταν υψώνει τη φωνή για να τραγουδήσει «θα ’ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου». Κάποιες στιγμές μπορεί να δείχνει οργισμένη, αλλά, όπως και αν το δούμε, η οργή δεν είναι το φόρτε της. Δεν καλλιεργεί, με άλλα λόγια, αυτό που η κομμουνιστική Αριστερά της Μεταπολίτευσης θα ονομάσει «αγωνιστική στάση ζωής». Αντίθετα, πάσχει από κυκλοθυμικά σύνδρομα και από το πηγαινέλα ανάμεσα στην απόσυρση και σε διάθεση κοινωνικής δημιουργίας, ανάμεσα σε εκρήξεις αρνητικότητας και σε μια επιθυμία για κατάφαση σε καλλιτεχνικές ουτοπίες.

Σε αυτή την όχθη θα ανθίσει, λοιπόν, ένα μέρος από την ποίηση, τη μουσική, τις τέχνες του ’80 και του ’90, άλλοτε πιο ελιτίστικο και άλλοτε βρίσκοντας πάτημα σε μεγαλύτερα ακροατήρια. Εδώ θα συνυπάρξουν οδοιπορικά ενηλικίωσης χιλιάδων ανθρώπων αλλά και χάρτες της φαντασίας. Σαν ένας άλλος κόσμος κάτω από τα deals και την πρεμούρα και τα κομματικά εργοτάξια της χώρας. Μιας χώρας που αλλάζει, χωρίς να έχει επίγνωση τού πού ακριβώς πάει.

Στο μεταξύ, η πολιτικο-αγωνιστική ευαισθησία έχανε έδαφος και επιρροή. Στα χρόνια της κοινωνικής ανόδου και της ευημερίας, η κοινωνική κριτική περνούσε, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από υπαρξιακές γραφές ή από μια αισθητική που προτιμούσε το πλάγιο σχόλιο. Kαι παρά τις μεγάλες τους διαφορές, υπήρξε κάτι που έφερε κοντά την υπαρξιακή και την πολιτική ευαισθησία: η κοινή τους αντίθεση σε αυτό που ονομάστηκε, καταχρηστικά, lifestyle και στα δημοφιλή ιδιώματα της κουλτούρας. Το αντι-σκυλάδικο πνεύμα ένωσε προσωρινά τους νεορομαντικούς και τους αριστερούς.  

Μέχρι που ήλθε η κρίση, τα μνημόνια και όλα αυτά που ζήσαμε από το 2010 κι έπειτα. Και τι συνέβη; Γρήγορα, η υπαρξιακή ευαισθησία βρέθηκε στο εδώλιο. Πολλοί από τη νεότερη γενιά τη θεώρησαν μια ξεπερασμένη ιστορία, μια φάση εστέτ ατομικισμού ή ένα κομμάτι της Ελλάδας των ’90s με τις μεσοαστικές της ψευδαισθήσεις. Τα «υπαρξιακά», ακούμε συχνά, ταλάνιζαν τις οικονομικά εξασφαλισμένες γενιές και με αυτή την έννοια δεν έχουν θέση στην εποχή των τεράτων και της επισφάλειας.

Το αγωνιστικό ήθος επανήλθε ως άποψη και έφτιαξε τους γαλαξίες του στα κοινωνικά μέσα. Μπορεί να μην έχουμε ακριβώς την παλιά κομμουνιστική καταγγελία στη «μικροαστική μελαγχολία» και στην «κοινωνική απαισιοδοξία», αλλά αυτά τα χρόνια γνωρίσαμε πολλές αδέξιες μιμήσεις του ίδιου λόγου και του αντίστοιχου ανακριτικού στυλ.

Φυσικά, δεν ήταν όλα καλά στα νεορομαντικά χρονικά μας. Εκεί γεννήθηκαν και κάμποσα υπερφίαλα εγώ, αφελείς ή κακότεχνες καλλιτεχνικές δημιουργίες μαζί με την εκνευριστική τυποποίηση της «σκοτεινιάς». Η καθήλωση σε μια αυτοβασανιζόμενη εφηβεία που δεν λέει να τελειώσει στάθηκε το πιο διαδεδομένο σύμπτωμα. Με στίχους από ύστερο Λειβαδίτη, Πόε και μετα-μποντλερικές φωνές στήθηκαν συχνά δράματα δωματίου που, εκ των υστέρων, αναγνωρίζουμε και τις κωμικές τους πλευρές.  

Μπορεί, λοιπόν, να πει κανείς πως καλώς όρισε η κρίση ως σοκ και τραύμα από τη συνάντηση με την πραγματικότητα. Η πρόσκρουση στον τοίχο θα μπορούσε να έχει ευεργετικές συνέπειες και για τις δύο ευαισθησίες, αν δεν γινόταν αμέσως λεία του κάθε ιδεολογικού απωθημένου. Αλλά αυτό ακριβώς συνέβη και κάποιοι βρήκαν απλώς την ευκαιρία να διακηρύξουν πως δικαιώθηκε η αντίληψή τους για την τέχνη ως protest song και αποδόμηση του κεφαλαίου. Η ατομικότητα και οι σπαραχτικές της αντινομίες, η αισθηματική αγωγή και μια ολόκληρη ενδοχώρα βιωμένης καθημερινότητας, όλα αυτά λιθοβολήθηκαν ως, περίπου, «αστικά πράγματα».

Με όλες της όμως τις αντιφάσεις και τα άνισα μεγέθη της, η τέχνη της ύστερης Μεταπολίτευσης προσπάθησε να αρθρώσει την αλήθεια μιας εποχής. Σαν μια μεροληπτική κατάθεση πλάι σε άλλες μαρτυρίες και στον ποταμό του mainstream που δεν ήταν ποτέ μια ενιαία και συμπαγής οντότητα.

Αν οι δύο ευαισθησίες δεν μπόρεσαν ποτέ να συμφιλιωθούν, ίσως κάποτε καταφέρουν να συνεννοηθούν χωρίς να αφορίζει η μία τα πάθη της άλλης. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, έχουμε πέσει σε τοίχο και όπως έλεγε το τραγούδι των Διάφανων Κρίνων:

Όταν πέφτει σε τοίχο
ο χρόνος μοιάζει με ήχο,
μοναξιά
και η ζωή μου ρολόι
δίχως δείκτες κυλάει
αργά
Να βγει ήλιος χαρά μου
και να μείνει μακριά μου
η παγωνιά
Η ψυχή μου ν' ανοίξει
να μην ξαναντυθεί
στα μαβιά
Να βρει σώμα η καρδιά μου
για να ξαναχτυπήσει
ξανά
3

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

2 σχόλια
Κύριε Σεβαστάκη, πόσο εύστοχα διατυπωμένα είναι τα άρθρα σας ! Τα λόγια σας συχνά εκφράζουν αυτά που σκέφτομαι αλλά δεν μπορώ να διατυπώσω.Μία θλίψη μόνο για αυτές τις ευαισθησίες, καθώς νιώθω πολύ καλά τις διαφορετικές ευαισθησίες, αλλά τι να κάνουμε που -κατά την προσωπική μου γνώμη και θέαση- οι ευαισθησίες δεν φωνάζουν ποτέ.Ωστόσο θα ήθελα να σημειώσω για τον ύστερο Λειβαδίτη, ότι και αυτός -όπως και άλλοι ποιητές, αλλά αυτός ιδιαίτερα επώδυνα- πέρασε μέσα από την ευαισθησία της αριστεράς, απογοητεύτηκε και ύστερα αφέθηκε στην υπαρξιακή ευαισθησία. Αν ο ύστερος Λειβαδίτης τυποποιήθηκε από τους νεορομαντικούς, δεν φταίει ο ίδιος, αλλά τα όνειρά του που δεν ευοδώθηκαν από αυτή την αριστερά. Τι να κάνουμε που η ευαισθησία είναι πάντα και κατά βάθος υπαρξιακή και έπειτα συναντά στο διάβα της κάθε άλλη μορφή κοινωνικής ευαισθησίας.Η ανάγνωση του άρθρου σας μου έφερε στο μυαλό δύο στίχους, που φανερώνουν με τον τρόπο τους μία βαθιά υπαρξιακή αγωνία: "Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ʼρθούνε, να βρουν συντροφιά.""Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε."
Καλοδιατυπωμένο άρθρο με εμπνευσμένο, κατά την άποψή μου, διαχωρισμό των "ευαισθησιών". Είναι αφορμή για το σχόλιό μου. Αρκετά με την ευαισθησία της αριστεράς. Αρκετά με την ελιτίστική και επηρμένη αντίληψη της ότι κατέχει την μία, μοναδική και έγκυρη αλήθεια. Μια νοοτροπία που την κάνει να έχει αυτοχριστεί ως "σωτήρας" των υπολοίπων και την ίδια στιγμή να κατηγορεί χυδαία όποιον τολμά είτε να την αμφισβητεί είτε να έχει επιλέξει άλλο δρόμο και εν προκειμένω μια διαφορετική ευαισθησία. Επιλέγω αναφανδόν την ευαισθησία του νεορομαντικού και ας είναι ενίοτε επίπλαστη και κίβδηλη από την υποχρεωτική ευαισθησία η οποία μοιράζεται ως παράσημο και καθιστά το άτομο ντε φάκτο αξιόλογο. Αρκετά.
Έτσι είναι. Άλλωστε η υπαρξιακή ευαισθησία "κτυπάει" όλους μας ανεξαιρέτως κοινωνικών φρονημάτων. Γιαυτό και μας αγγίζει, ευκολότερα. Από την ποίηση που στρατεύτηκε με την κοινωνική ευαισθησία πάντοτε προτιμούσα εκείνη που στρατευόταν με τον μέσα άνθρωπο (-και μάλιστα την Καβαφική της έκδοση...)