Μερικές φορές, ξέρεις, φαντάζομαι πως ενα άλλο ζευγαρι μάτια, κάπου στον κόσμο σε κοιτά και σ'ερωτεύεται. Δεν ξέρω γιατί το κάνω, είναι περίεργο, ίσως ακόμα και λίγο άρρωστο, μα η σκέψη πως δύο μάτια που δεν είναι τα δικά μου σε κοιτάζουν όπως σε κοίταζα εγώ, με κάνει να νιώθω πιο κοντά σου, πιο ευτυχισμένη ίσως, ή μάλλον λιγότερο δυστυχισμένη, λιγότερο μίζερη και μόνη και ξεχασμένη και άχρωμη και ανούσια. Λιγότερο αόρατη.
Περπατάω στον δρόμο κοιτάω τους περαστικούς και σκέφτομαι πως ίσως κάποιος από αυτούς να σε ερωτεύτηκε, ή να πρόκειται να σε ερωτευτεί και να σου χαμογελάσει και να χαιδέψει με το βλέμμα του κάθε εκατοστό σου, όπως έκανα εγώ. "Σε μισώ", λέω πολλές φορές στον εαυτό μου. Σε μισώ που δεν είσαι εδώ, σε μισώ που σε σκέφτομαι, σε μισώ που δε με σκέφτεσαι εσύ, σε μισώ που έχεις αλλάξει σε σημείο να μην ξέρω ποιo απ'όλα σου τα πρόσωπα να μισήσω πια... Όσες φορές και να το πω, όσους λόγους κι αν βρω, ξέρω πως δεν σε μισώ, εμένα μισώ, εμένα την αδύναμη, που δεν έχω καταφέρει ακόμα να σε μισήσω. Νιώθω προδομένη μα όχι από εσένα, από τον ίδιο μου τον εαυτό. Είμαι θυμωμένη μαζί μου.
Όταν σε γνώρισα ήταν λες και σε ήξερα από πάντα, λες και θυμόμουν ένα όνομα που ήξερα καλά, μα στιγμιαία είχα ξεχάσει, σαν να έβρισκα έναν παιδικό φίλο, που με ξέρει καλυτερα και απο εμένα την ίδια.
Πριν έρθεις είχα ζωή, είχα σκέψεις, είχα στιγμές. Μετά ήρθες και μπήκες μέσα σε όλα, σε σκέψεις που έκανα πριν σε γνωρίσω και σε στιγμές που έζησα αφού έφυγες. Είμαι εδώ σε ένα μαγάζι, πιθανόν πολλά χιλιόμετρα μακρία απο εσένα, πολύ μακριά απο οτιδήποτε δικό σου που θα μπορούσε να σε θυμίζει και το μόνο που σκέφτομαι είναι πόσο θα σ'αρεσε εδω, με τα βιβλία στον τοίχο, τα κόκκινα μαξιλάρια, την φτηνή μπύρα και την απαλή μουσική. Θυμώνω γιατί είσαι ο μόνος λόγος για να πιάσω το στυλό, είσαι ο λόγος που όλα τα ποίηματα έχουν νόημα. "Μόνο γιατί μ'αγάπησες", διάβαζα και για μένα δε σήμαινε τίποτα. Κι όμως οι ίδιες λέξεις μερικά χρόνια αργότερα λες και άλλαξαν σχήμα και νόημα και ήχο. Αλλά δεν άλλαξαν οι λέξεις, εγώ άλλαξα.
Διάβαζα ξέρεις την θεωρία του Πλάτωνα περί "του κόσμου των ιδεών". Εκεί, η αθάνατη ψυχή μας γνώριζε την απόλυτη αλήθεια και αυτή η αλήθεια ήταν το τίμημα που πλήρωσε για την υλική της υπόσταση. Κάθε εμπειρία, κάθε γνώση που αποκτούμε είναι απλά αναμνήσεις εκέινης της καθολικής αλήθειας, που κάποτε σε μια άλλη διάσταση, σε έναν άλλο κόσμο γνωρίζαμε. Διαβάζοντας το, το μόνο που σκέφτηκα ήσουν εσύ, η ιδεατή υπόσταση του έρωτα.
Αυτό που έλεγα πάντα θυμάσαι; Πως όταν σε γνώρισα ήταν λες και σε ήξερα από πάντα, λες και θυμόμουν ένα όνομα που ήξερα καλά, μα στιγμιαία είχα ξεχάσει, σαν να έβρισκα έναν παιδικό φίλο, που με ξέρει καλυτερα και απο εμένα την ίδια. Δεν ήταν σαν να γνώριζα κάτι καινούριο, μα σαν νοσταλγικά να επανέφερα στη μνήμη μου κάτι γνώριμο και παλιό. Μπήκε σχεδόν ο χειμώνας και δεν έχω ιδέα που βρίσκεσαι, σε ποιόν μιλάς, ποιόν αγκαλιάζεις, με ποίους μοιράζεσαι το κρασί και το τσιγάρο σου.
Νιώθω να σε μισώ και να σ'αγαπάω με ένα άσβεστο μαζοχιστικό πάθος. Θέλω μια λέξη να σου πω και δεν μπορώ να αποφασίσω αν θέλω να πω "άντε γαμήσου" ή "σ'αγαπώ". Νομίζω πως αυτό που θέλω τελικά να πω είναι "άντε γαμήσου, όπου και να' σαι, ακόμα σ'αγαπώ".
σχόλια