Ο Χ. κάθε μέρα έβλεπε πολλά μα δεν μιλούσε. Έβλεπε να παρκάρουν στις ράμπες στα πεζοδρόμια, έβλεπε να πετούν σκουπίδια στο δρόμο, έβλεπε να τον σπρώχνουν στο μετρό, στο λεωφορείο στο δρόμο, έβλεπε να τρέχουν όλοι. βιαστικά, εγωιστικά. όμως δεν μιλούσε. Έβλεπε να λένε όλοι ώχου μωρέ και τότε μόνο κούναγε λίγο το κεφάλι. Έβλεπε να πλουτίζουν άνθρωποι χωρίς αξίες με τις θυσίες άλλων, έβλεπε να πουλάνε ναρκωτικά στο δρόμο έξω από το σπίτι του. Και δεν μίλαγε. Έβλεπε ανθρώπους σαν και αυτόν να ζουν, να πεθαίνουν στο δρόμο και δεν μίλαγε. Έβλεπε στο ξενοδοχείο πίσω από το σπίτι του κοπέλες να μπαίνουν μέσα με σπρωξίματα, μπουνιές και μελανιές. Και πάλι δεν μιλούσε. Άκουγε πολλές φορές τις κραυγές από τον πάνω όροφο. Μια παιδική φωνή να κλαίει και πάλι δεν μίλαγε.
Όμως δεν πρέπει να παρεξηγήσουμε τον Χ. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να μιλήσει, απλά δεν ήθελε να μπλεχτεί. Δεν ήξερε ότι ότι αυτά που έβλεπε και άκουγε ήταν η ζωή του και δεν ήξερε ότι η ζωή του ήταν δική του. Δεν του το είχε μάθει κανείς.
Πιο ένοχος από τον δολοφόνου του πάνω ορόφου, από τον έμπορο ναρκωτικών, από το μαστροπό. Γιατί εκείνος δεν έκανε τίποτα για να τους εμποδίσει.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό βγήκε στο μπαλκόνι του. Στήριξε το βάρος του στο περβάζι. Η φοιτήτρια που έμενε δίπλα του κάτι διάβαζε δυνατά, προσπάθησε να ακούσει καλύτερα. Η φωνή της ακουγόταν παθιασμένη: «που η ζωή σου να γίνει μία ξένη φορτική». Για κάποιο λόγο κάτι σε αυτές τις γραμμές τον αναστάτωσε. Μπήκε μέσα, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Οι φωνές από τον πάνω όροφο ήταν εξαιρετικά δυνατές, άνοιξε το ραδιόφωνο αλλά η φωνή του εκφωνητή- που ούρλιαζε για δικαιοσύνη και για την κρίση, του φάνηκε άκρως εκνευριστική, όλοι ήξεραν ότι έτρωγε και έπινε το βράδυ με εκείνους που έβριζε το πρωί.
Με μία πολύ περίεργη διάθεση ο Χ. άρπαξε τα κλειδιά του και βγήκε έξω. Ήθελε να πάρει λίγο αέρα. Μόλις βγήκε έξω από το σπίτι του μάλλον για πρώτη φορά στην ζωή του πραγματικά είδε. Τι ασχήμια! Πήγε μέχρι το περίπτερο, αγόρασε τα τσιγάρα του, έκανε να ανοίξει το πακέτο αλλά ένιωσε την ανάγκη να κλειστεί μέσα στο σπίτι του και πάλι. Τι περίεργη μέρα! Δεν ένιωθε τον εαυτό του. Ή μάλλον ένιωθε τόσο τον κόσμο γύρω του που σα να είχε χάσει τον εαυτό του.
Η βόλτα του δεν πρέπει να διήρκεσε πάνω από μισή ώρα και όμως! Μόλις έστριψε στη γωνία για το σπίτι του ήταν σαν να είχε γίνει μια έκρηξη. Δύο περιπολικά, ένα ασθενοφόρο και πολύς κόσμος γύρω από το την πολυκατοικία. Τότε η καρδιά του ήταν σα να συνθλίφθηκε κάτω από ένα τεράστιο πέτρινο χέρι. Άκουγε τα σχόλια των γειτόνων: «Την σάπισε την κοπέλα ο αλήτης! Που θα πάει τώρα το καημένο το ορφανό;» Η φωνή όμως μία γυναίκας ήταν αυτή που έκανε τον Χ. να θέλει η γη να τον καταπιεί: «Εάν είχε ειδοποιήσει κάποιος την αστυνομία μπορεί να είχαν προλάβει το κακό! Μα κανένας δεν την άκουγε την καημένη;» Τι να έλεγε; Πως μπορούσε να πει ότι την είχε ακούσει; Προσπέρασε τους αστυνομικούς και τον ιατροδικαστή, είδε το κοριτσάκι με τα μελαχρινά μαλλιά γεμάτο αίματα στην αγκαλιά της φοιτήτριας.
Εκείνη την στιγμή ήταν ο πιο ένοχος άνθρωπος στον κόσμο. Πιο ένοχος από τον δολοφόνου του πάνω ορόφου, από τον έμπορο ναρκωτικών, από το μαστροπό. Γιατί εκείνος δεν έκανε τίποτα για να τους εμποδίσει. Δεν πρόλαβε να μπει στο σπίτι του, κατέρρευσε στην πόρτα του και έκλαψε. Έκλαψε σιγανά. Δεν ήθελε κανένας να ακούσει την ντροπή του. Εκεί σαν άγαλμα τον βρήκε η φοιτήτρια μετά από κάμποσες ώρες. Τον ρώτησε αν ήταν καλά. Μόλις τα αντίκρισε τα μάτια της, δεν άντεξε, της είπε τα πάντα. Για πρώτη φορά μίλησε. Μίλησε για να ανοίξει την καρδιά του. Φοβήθηκε ότι τα γλυκά της μάτια θα σκλήρυναν με την εξιστόρησή του. Όμως εκείνη του χαμογέλασε γλυκά: «Όλοι κάνουμε λάθη του αποκρίθηκε, το θέμα είναι να μην συνεχίζουμε να τα κάνουμε. Άνοιξε την καρδιά σου στον κόσμο. Βάλε την εκεί που πρέπει να είναι και εκεί που θα είναι η καρδιά σου θα είναι και ο θησαυρός σου».
Έτσι ο Χ. από κείνη την ημέρα μίλαγε και δεν σταμάτησε ποτέ. Το πιο περίεργο ήταν ότι κάθε φορά που μίλαγε, ποτέ δεν ήταν μόνος, και κάποιος άλλος μίλαγε μαζί του. Ποτέ ξανά δεν σιώπησε και ποτέ δεν το μετάνιωσε. Ίσως κάποιες φορές όντως να μετάνιωσε αλλά και πάλι σημασία είχε ότι μίλαγε. Ότι είχε φωνή.
σχόλια