Επιτρέπεται σε εμάς τους εγκληματίες να ρυπαίνουμε τις στήλες αυτής εδώ της έκδοσης ή το κάνατε τσιφλίκι των ωραίων, μη μου άπτου, χριστιανοπαίδων; Μήπως έχεις μάθει να δέχεσαι μόνον την ελευθερία της υγιούς σκέψης; Και που θα εκφραστεί ρε η άρρωστη σκέψη πριν γίνει αυτό που είναι γραμμένο να γίνει; Ως πότε θα φτύνετε στα μάτια μας την «ισορροπία» σας, τα μυστικά του τέλειου φιλιού και του νόστιμου σούσι ;
Είμαστε πολλοί αλλά τώρα θα διαβάσεις τη δική μου ιστορία. Οι άλλοι ας παραμείνουν στη σιωπή ή το σκοτάδι, ας βρουν την άκρη μόνοι τους ή ας την χάσουν όπως την έχασα εγώ. Αηδιάζεις; Όταν παρακολουθείς με ηδονοβλεπτική λαιμαργία CSI και Κόκκινο Κύκλο είναι καλύτερα; Η συγγραφική αποτύπωση μιας δολοφονίας σε ξένισε;
Δεν σε λυπάμαι, ξέρεις. Είσαι έρμαιο της περιέργειάς σου αλλά αυτό εδώ το κείμενο είναι άρρωστο, να ξέρεις. Δεν σου έχουν πει να μην ανακατεύεσαι σε οικογενειακές υποθέσεις;
Δεν με νοιάζει η άποψή σου. Δεν θα με κρίνεις εσύ, μωρή βρωμιάρα, άντε κοίτα τα χάλια σου. Εξομολογούμαι στην Ιστορία. Silence ανόητη.
Τον τελευταίο καιρό είχα μια φρικιαστικά μυστηριώδη ροπή προς την καταστροφή. Ένας ανεξιλέωτος δαίμονας με είχε καταπιεί και αγενείς ύβρεις με είχαν στοιχειώσει. Να μην με φέρνανε στο κόσμο αν ήταν να με κάνουν looser και να ντρέπονται μετά για εμένα. Όλοι τους!
Με είχαν πάντα υπό την προστασία τους και έτσι με μετέτρεψαν σε ανήμπορο, γιατί ανήμποροι ήταν οι ίδιοι. Τι άλλο να κάνει ένας ανήμπορος από το να ζητάει συνεχώς και να μετατρέπεται σε μια μαύρη τρύπα απληστίας, υλικής και συναισθηματικής; Δεν έπρεπε να πεθάνει τόσο νωρίς ο μπαμπάς μου. Απλά δεν έπρεπε.
Εγώ ζητούσα γιατί πάντοτε υστερούσα από τον αδελφό μου που αν και νινί δεν έχασε χρόνο αλλά προσπάθησε να τον αναπληρώσει. Άσε το κενό του ήσυχο ρε ξεφτίλα!
Δεν θέλω να του κάνω κακό απλά θέλω να εξαφανιστεί Του ζητάω να φύγει και δεν το κάνει, ακόμα και σήμερα που τον έχω πια σκοτώσει. Είναι σαν να με προκαλεί να το ξανακάνω.
Τι με βλέπεις με απέχθεια;
Είσαι ο πρώτος που θα με ξεφώνιζες αν δεν το έκανα. Θα με έλεγες big mouth. Θα μου ζητούσες τα ρέστα που ενώ υποσχέθηκα φόνο, τελικά απέτυχα.
Λοιπόν.
Το μεγαλύτερό μου παράσημο ήταν το ακάνθινο στεφάνι. Το είχα φορέσει από παιδί ακόμα μου πρόσθετε και στυλ, κακά τα ψέματα. Πίστευα πως για όσα άσχημα μου συμβαίνουν φταίγαν οι μαλακίες των άλλων τις οποίες λουζόμουν εγώ, ότι από τη στιγμή που γεννιόσουν υπέγραφες ένα συμβόλαιο υποχρεωτικής ευτυχίας. Μίσησα οποιονδήποτε που με οποιονδήποτε τρόπο μου στερούσε κάτι που εγώ χρειαζόμουν για να μην είμαι looser.
Είμαι άπληστος και αυτό δεν αλλάζει. Θέλω το κακό όσων με νικούν μια ζωή και θεωρούν δεδομένο πως εγώ οφείλω να ζω πάντα σαν κομπάρσος. Όσων απολαμβάνουν να μου μοστράρουν χωρίς οίκτο την ομορφιά τους, τα λεφτά τους, τις επιτυχίες τους, τα εικοσάρια στο λύκειο. Όλους!
Δεν συμμερίζεσαι την οργή μου ε; Τον εξευτελισμένο ανθρωπισμό σου τώρα τον θυμήθηκες; Θεωρούσες, όμως, δεδομένο ότι οι αποφυλακισμένοι, οι ηλίθιοι, οι ζητιάνοι, οι άστεγοι, τα ορφανά ήταν ανάξιοί σου και θα έπρεπε να βολευτούν με το λίγο. Μα να απαιτούμε όσα και εσύ, αχαριστία ε; Γίδι!
Το ξέρεις ότι ένας άνθρωπος σαν του λόγου σου είναι ευκολότερο να θεωρήσει χαριτωμένο, γοητευτικό, αγαπησιάρικο, υπέροχο κάποιο ζώο παρά έναν άστεγο; Πόσες φορές θυμάσαι να σκέφτεσαι κάτι θετικό για κάποιον άστεγο και πόσες για ένα ελάφι, χελωνάκι, γατάκι ή ασβό ;
Εσύ νόμιζες, δηλαδή, πως θα ήμουν εξωγήινα διαφορετικός; Ότι θα έτρωγα τα δημητριακά μου με αίμα νυχτερίδας; Οι περισσότεροι εκτός του σπιτιού που μας περιθάλπει είμαστε το «καλό παιδί, δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα στη γειτονιά». Όλοι έχουν ένα καλό πρόσωπο για την κοινωνία και ένα άλλο για το σπίτι. Το δικό μου άλλο ήταν απαίσιο.
Μέχρι και μισό δευτερόλεπτο πριν σηκώσω το μαχαίρι που κρατώ θα είμαι σαν εσένα, το ίδιο μαλάκας. Όλη τη διαφορά θα την κάνει μια μόνο στιγμή στην οποία δεν θα μπορέσω να αντισταθώ. Με καλεί σαν το κενό όταν βρίσκομαι στην άκρη της ταράτσας. Πανδαιμόνιο!
Θα την πληρώσει Αυτός. Αυτός που θρηνεί για εμένα αλυσοδεμένος στον θρόνο της υπεροχής του. Ο αδελφός μου.
Του πέταξα το μαχαίρι που άλειφα το βούτυρο στο ψωμί.
«Τι κάνεις», μου φώναξε συνειδητοποιώντας πως αυτή τη φορά ο τσακωμός μας δεν θα έχει τη συνήθη εκτόνωση. Είχαμε καιρό να βρεθούμε σπίτι. Γύρισε πάλι με ύφος θριαμβευτή να με μαλώσει που πλακωνόμουν με την μάνα μας.
«Θα σε γαμήσω. Σταμάτα τις μαλακίες στο σπίτι. Σταμάτα να με ξεφτιλίζεις με αυτά που γράφεις..και ντύσου επιτέλους σαν άνθρωπος. Τέρας», μου είπε.
«Φύγε από το σπίτι ρε τσογλάνι. Ως εδώ», ούρλιαξα.
Φτάνουν οι οικογενειακές αναφορές. Κάποια πράγματα δεν είναι σωστό να βγαίνουν παραέξω και αυτός το έκανε. Εγώ όμως όχι. Εγώ έλεγα ψέματα. Ας μιλήσει πάλι εάν τολμάει. ΑΧαχαχαχαχαχαχα!
Τη στιγμή που αισθάνθηκα τον φόβο του, ένιωσα να με διαπερνά σαν ένεση αδρεναλίνης το πεπρωμένο. Δεν θα γλίτωνε. Οι αδελφικοί μας καυγάδες απόψε θα τελείωναν για πάντα. Πέταξε ένα κρυστάλλινο τασάκι στην οθόνη της τηλεόρασης.
«Επειδή εσύ θα φύγεις, νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις τον νταή και να σπας το σπίτι; Θα πληρώσεις αυτό που έκανες», του φώναξα ασυνάρτητα.
Ένιωσα τα μάτια του παππού να μας παρακολουθούν από την καρέκλα δίπλα από την σόμπα. Βουβός σαν το πορτραίτο που κρεμάσαμε μετά τον θάνατό του στον τοίχο. Τα μάτια του ήταν ορθάνοικτα και ατρόμητα, σχεδόν έτοιμα να με κατασπαράξουν αλλά και προετοιμασμένα να υποδεχτούν στον κόσμο του, τον μεγάλο του εγγονό. Το καμάρι του. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή μάλλον θα με έκαναν να υποχωρήσω βρίζοντας θεούς και δαίμονες.
«Ή τὰν ή ἐπὶ τᾶς», μουρμούρισα χαμογελώντας μεθυσμένα.
Έφυγε άνετος και καλά. Ακολούθησα στο σκοτάδι.
Πήγε να μου ξεφύγει κλείνοντας την πόρτα του παιδικού μας δωματίου αλλά η μαμά είχε αφαιρέσει τα κλειδιά από κάθε πόρτα και ντουλάπα από όταν ήμασταν μωρά, για να μην μας συμβεί τίποτα κακό. «Ηλίθια, με αυτό τον τρόπο αφήνεις το κακό να αλωνίζει».
Ήταν πιο δυνατός και το ένστικτο της επιβίωσης θα του επέτρεπε να αμυνθεί πίσω από την πόρτα για ώρες. Ανώφελο. Δεν θα σπαταλούσα όλες μου τις δυνάμεις ακόμα. Πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το γκάζι. Έκλεισα με την μπλούζα μου μύτη και στόμα και έσπασα το γυάλινο παράθυρο της πόρτα του δωματίου για να πάει όλο το αέριο μέσα. Βγήκα στο μπαλκόνι για δυο λεπτά. Άργησε να καταλάβει τι έκανα και όταν αυτό συνέβη φοβήθηκε να με αντιμετωπίσει.
Άναψα τσιγάρο. Στον τοίχο είχε μείνει ακόμα μια καρδούλα που είχε ζωγραφίσει όσο ακόμα ήμασταν παιδιά με τα αρχικά μας. Τ+Ι= Αδέλφια for ever.
Ξαναμπήκα.
Φώναζε τη μάνα μας αλλά ταυτόχρονα κρατούσε με απελπισία την πόρτα. Ο διάολος είχε σπάσει το ποδάρι και εκείνη είχε πάει να κάνει παρέα στην γριά γειτόνισσα. Είχε και θέρμανση η ξεδοντιάρα.
Η φωνή του, που λέτε, άρχισε να μοιάζει αδύναμή και παιδική, όπως παλιά. Ξαφνικά η αντίσταση εξαφανίστηκε. Την έσπρωξα νικώντας για πρώτη και τελευταία φορά, υποθέτω.
Μπαίνοντας μέσα τον βρήκα σαν υπνοβάτη να φωνάζει κλαίγοντας :«Δεν θέλω να παίξω άλλο. Δεν καταλαβαίνεις», με παρακάλεσε.
«Οι άντρες δεν κλαίνε», απάντησα γλείφοντας με μανία το βούτυρο από το μαχαίρι.
Προσπάθησα να τον μαχαιρώσω. Ξέφυγε και πήγε να με σπρώξει. Αυτή τη φορά τον πέτυχα στο στήθος. Τότε κατάλαβε πως θα πεθάνει. «Άσε με να ζήσω ρε μαλάκα. Τι σου φταίω;» φώναξε και πάλι κλαίγοντας και επιχείρησε να περάσει μέσα από το σπασμένο τζάμι της πόρτας αλλά τον έπιασα από τα πόδια τον έριξα μπρούμυτα και του κάρφωσα το μαχαίρι στην πλάτη. Αν δεν έκλαιγε ίσως και να την γλίτωνε. Δεν έπρεπε να με κάνει να τον θεωρήσω τόσο αδύναμο. Ξύπνησε μέσα μου η καλλιτεχνία της φρίκης.
Στα ανοιχτά του μάτια είδα τον άντρα που θα γινόταν αν του το επέτρεπα: καλοντυμένος, με μοιραίες πόζες, ακριβά πούρα, νικητής. Γλιτώσαμε από την ποζεριά του γαμήκουλα. Εμένα με άφησε ποτέ να αναπτυχθώ όταν πάντοτε με σκέπαζε με τα κατορθώματά του; Καλά έκαναν και ισοφάριζαν τις αδυναμίες μου καλομαθαίνοντάς με.
Αυτά.
Η μαμά με υπερασπίστηκε στο δικαστήριο. Ήταν η τελευταία χάρη που μου έκανε. Μπορεί να την χτυπούσα αλλά ήμουν το αδύναμο μωρό της, θα με υποστήριζε ακόμα και τώρα. Ακόμα περισσότερο τώρα που είχαμε μείνει οι δύο μας.
Από τους εφιάλτες για τα ψέματα που χρειάστηκε να πει, εις βάρος του μεγάλου της υιού, το μυαλό της σάλεψε, αλλά όχι αμέσως. Περίμενε να σιγουρευτεί ότι δεν θα αυτοκτονήσω. Είχε ακόμα και τότε την έγνοια μου για το πως θα σταθώ στα πόδια μου.
Χρόνια μετά και εξακολουθώ να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου σαν ένα ξεβράκωτο νήπιο με ξανθές μπούκλες, κερασένια χείλη και λευκό φανελάκι, που δεν φτάνει στο νιπτήρα για να πλύνει τα δόντια του …και δεν υπάρχει πια κανείς να μου ανοίξει την βρύση ή να με σηκώσει, μόνο το σιωπηλό σαν σκιάχτρο φάντασμα του παππού να σφουγγαρίζει τους λεκέδες από το αίμα του αδελφού μου στο παρκέ, 6 χρόνια, 3 μήνες , 12 ημέρες και 5 ώρες. .
Όσο και να του φωνάζω δεν καταδέχεται να με κοιτάξει, πάντα ένιωθε ντροπή για εμένα, ήταν βλέπετε που μου είχαν δώσει το δικό του όνομα που ποτέ δεν τίμησα: ΙΩΑΝΝΑ.
σχόλια