«Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας τα περνάμε μέσα στο καμίνι αυτό της εξορίας. Σφυρηλατηθήκαμε σαν το σίδερο που το καίει η φωτιά, σκληρύναμε πριν προλάβουμε ακόμα να ζήσουμε την τρυφερή μας ηλικία. Σβήσαμε κάθε όνειρο. Πνίξαμε τις επιθυμίες. Σαν να μη μας έφτανε που ζήσαμε την πείνα, την Kατοχή, το μίσος του Eμφυλίου, τις εξορίες στη Χίο, στο Τρικέρι, έπρεπε τώρα να γνωρίσουμε και τι θα πει Μακρόνησος.
Η ζωή μάς έχει κλείσει για καλά τις πόρτες της. Για μας, τα νιάτα του '50, δεν υπήρχαν πανεπιστήμια, σχολεία και έρωτες. Για μας έτυχαν οι φυλακές, τα στρατόπεδα, οι εκτελέσεις, οι εξορίες. Σ' εμάς έτυχε ο μεγάλος λαχνός να ζήσουμε τις συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού. Να δούμε και να μάθουμε την ακριβή σημασία των λέξεων: αλφάδιασμα - καψόνια - δήλωση- τυραννία. Παρ' όλα αυτά, η γενιά αυτή στάθηκε άξια και αδάμαστη.
Όταν μας φέρανε στη Μακρόνησο, ο Βασιλόπουλος, διοικητής του τάγματος, μας είπε: "Υπόθεση 10 ημερών". Τόσο μας είχε εκτιμήσει. Όμως η πορεία τού απέδειξε το αντίθετο. Παρ' όλα τα οργανωμένα εξοντωτικά μέτρα, οι γυναίκες στάθηκαν παλικάρια. Με τίποτα δεν τσάκισαν την ψυχή και το ηθικό τους» διαβάζουμε στη μαρτυρία της Νίτσας Γαβριηλίδου με τίτλο «Μακρόνησος - Απόψε χτυπούν τις γυναίκες». Πρόκειται για ένα από τα ιστορικά ντοκουμέντα που μπορεί κανείς να βρει στο Ψηφιακό Μουσείο Μακρονήσου. Πρόκειται για ψηφιοποιημένο αρχειακό υλικό για έναν ιστορικό τόπο που κουβαλά ένα ιδιαίτερα βαρύ φορτίο αλλά κι ένα μαρτυρικό νησί που αποτέλεσε αιτία ρεβανσισμού, αντιπαράθεσης, διχόνοιας και μισαλλοδοξίας.
Στην ολιγοήμερη λειτουργία του έχει ήδη δεχτεί χιλιάδες επισκέψεις και, όπως μου λέει η ιστορικός Ιωάννα Βόγλη, «στο Ψηφιακό Μουσείο ο επισκέπτης θα βρει πολλές φωτογραφίες, τεκμήρια, κάρτες, επιστολές Μακρονησιωτών, δηλώσεις μετανοίας, προπαγανδιστικά έγγραφα, χειρόγραφα του Μενέλαου Λουντέμη, εφημερίδες που εκδόθηκαν στη Μακρόνησο, μαρτυρίες εξόριστων και ημερολόγια. Όλος αυτός ο θησαυρός των ψηφιακών ντοκουμέντων προέρχεται από τις συλλογές των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), από τις συλλογές του Στέφανου Σαράφη, του Νίκου Μάργαρη, της Μίνας Μαρούλη, των Μιχάλη και Λεωνίδα Κύρκου, από το αρχείο της ΕΔΑ και του ΚΚΕ. Να επισημάνουμε ότι πρόκειται για αποτέλεσμα πολύχρονης δουλειάς, στην οποία συμμετείχαν ιστορικοί, όπως ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, ο Πολυμέρης Βόγλης, ο Στρατής Μπουρνάζος και άλλοι».
«Η ιδέα προέκυψε από τον Μανόλη Σαββίδη και το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού ως μια πρόταση συνεργασίας σε ευρύτερο πλαίσιο με τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και ήταν για εμάς μια ευτυχής συγκυρία. Καταφέραμε να παντρέψουμε τις δικές μας συλλογές με την ιδέα της ψηφιακής αναμόρφωσης του Σπουδαστηρίου, που ειδικά σε ό,τι αφορά τη Μακρόνησο είναι αρκετά πλούσιες, συγκεκριμένα το αρχείο του Νίκου Μάργαρη. Μέσα σε αυτό τον ψηφιακό κόμβο δεδομένων προσπαθούμε να απαντήσουμε σε ένα βασικό ερώτημα που σχετίζεται με το ζήτημα του άγνωστου και τραυματικού παρελθόντος. Θέλουμε να ενταχθεί σε μια λογική που θα εξελιχθεί σε αντικείμενο συζήτησης και θα φτάσει σε περισσότερους ανθρώπους με τη βοήθεια των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας» αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής του ΕΚΠΑ και ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης.
Η Μακρόνησος, εκτός από τόπος βασανιστηρίων, λειτούργησε και ως πηγή έμπνευσης για πολλούς κρατούμενους και κρατούμενες που δημιούργησαν έργα τέχνης κατά τη διάρκεια της εξορίας τους εκεί.
«Πρόσφατα, πολλοί άνθρωποι, μιλώντας για το Γκουαντάναμο, αναφέρονταν στη Μακρόνησο. Πρέπει να τονίσουμε ότι εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτήν τη λογική λειτουργίας της Ιστορίας. Δεν έρχεται η Μακρόνησος να μας δείξει το χθες για να το συγκρίνουμε με το σήμερα. Δεν αναδεικνύουμε τη Μακρόνησο ως μια ιστορική συνέχεια αλλά στο πλαίσιο που θα μας κάνει να είμαστε ενεργοί πολίτες, να μπορούμε να σκεφτόμαστε ή να αναρωτιόμαστε για τις αναλογίες του παρελθόντος με το παρόν, να μην ξεχάσουμε τι ήταν, πώς έγινε. Δηλαδή, το θέμα είναι πώς θα μας βοηθήσει να επαναφέρουμε τα βασικά ερωτήματα που αφορούν τη βία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα αυτά μας απασχολούν αυτή την περίοδο. Να διερωτηθούμε όχι με μελοδραματισμούς και συναισθηματικούς εκβιασμούς, έχοντας ως βάση τι πραγματικά συνέβη» συμπληρώνει ο κ. Καραμανωλάκης.
Από την πλευρά του ο διευθυντής των ΑΣΚΙ, Κωστής Καρπόζηλος, θα επισημάνει ότι «το αρχείο της Μακρονήσου έχει δύο βασικές διαστάσεις. Πρώτον, υπενθυμίζει μια στιγμή διαίρεσης του ελληνικού λαού, μακριά από εύκολες σχηματοποιήσεις. Δεύτερον, καλύπτει ένα έντονο ιστορικό ενδιαφέρον που διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται ότι η ελληνική κοινωνία διψάει για περισσότερη Ιστορία, πιθανόν επειδή οι θεσμικοί φορείς δεν το καλύπτουν. Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ενός ψηφιακού μουσείου είναι από μόνη της κάτι πολύ συναρπαστικό, αφού αγγίζεις την Ιστορία, πιάνεις με τα χέρια σου το τεκμήριο, τις φωτογραφίες, τους λεκέδες, τα ανορθόγραφα σημειώματα. Ταυτόχρονα, όλο αυτό προσπαθείς να το μεταπλάσεις σε εύπεπτο υλικό για τον αναγνώστη που βρίσκεται πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του. Οπότε, θέλαμε να φτιάξουμε ένα υπόδειγμα για το πώς κάποιος μπορεί να παρεμβαίνει στη δημόσια ιστορία, αλλά χωρίς τις απλουστευτικές, αντιδραστικές ή συναισθηματικές εκδοχές που κυριαρχούν, συνδυάζοντάς το με την ιστορική τεκμηρίωση, μακριά από έναν αφηρημένο ακαδημαϊκό τρόπο που συχνά δεν απαντά στην ανάγκη των ανθρώπων να αντιληφθούν την Ιστορία».
Η Μακρόνησος απέχει μόλις πέντε χιλιόμετρα από το Λαύριο. Πάντοτε ήταν ένα άγονο, άνυδρο, ξηρό και βραχώδες νησί που δεν κατοικήθηκε ποτέ. Το 1947, όμως, αυτός ο τόπος αποφασίστηκε να κατοικηθεί αποκλειστικά από εξόριστους πολίτες και οπλίτες, με σκοπό την «αναμόρφωσή» τους μέσω της προπαγάνδας, του ψυχολογικού πολέμου και, το χειρότερο όλων, της χρήσης βίας, ψυχολογικής ή σωματικής. Τι ξεχωρίζει, όμως, τη Μακρόνησο ως τόπο εξορίας; «Η εξορία ως μέσο αντιμετώπισης και τιμωρίας ανθρώπων για τις ιδέες τους είναι μια πρακτική αιώνων. Αυτό που κάνει τη Μακρόνησο να διαφέρει είναι το ότι δεν μιλάμε για έναν τόπο εξορίας και εγκλεισμού αλλά για ένα μέρος "αναμόρφωσης". Εξαρχής στήνεται πάνω στην ιδέα ότι οι άνθρωποι που θα περάσουν από κει θα "αναμορφωθούν" ή θα "ανανήψουν", εγκαταλείποντας τις "επικίνδυνες" ιδέες, και στη συνέχεια θα ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο. Είναι η πρώτη οργανωμένη λογική συλλογικής ανάνηψης, γι' αυτό και τα δύο πρώτα χρόνια καλούνται να υπηρετήσουν εκεί φαντάροι που θεωρούνται ύποπτοι για τα κοινωνικά τους φρονήματα. Αυτό είναι που κάνει τη Μακρόνησο έναν μοναδικό τόπο. Όμως η τραγικότητα αυτής της εμπειρίας καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ενώ ξεκινά ως σχέδιο ανάνηψης μέσω της δύναμης των ιδεών, στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε άσκηση ωμής και άλογης σωματικής βίας, σε συνδυασμό με έναν κούφιο προπαγανδιστικό λόγο» επισημαίνει ο κ. Καραμανωλάκης.
Επίσης, η Μακρόνησος, εκτός από τόπος βασανιστηρίων, λειτούργησε και ως πηγή έμπνευσης για πολλούς κρατούμενους και κρατούμενες που δημιούργησαν έργα τέχνης κατά τη διάρκεια της εξορίας τους εκεί. Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, ήταν μερικά από τα πρόσωπα που αποτύπωσαν το σκληρό τοπίο της φρίκης των βασανιστηρίων αλλά και την καθημερινότητα της Μακρονήσου.
Ρωτώ τι ήταν αυτό που τους εντυπωσίασε στην ενασχόλησή τους με τη δημιουργία του Ψηφιακού Μουσείου. «Πρώτα απ' όλα, μας εντυπωσίασε η επισκεψιμότητα από τη στιγμή που πατήσαμε το κουμπί της δημοσίευσης και στη συνέχεια οι άνθρωποι που μας προσέγγισαν, προσκομίζοντας δικά τους τεκμήρια, τα οποία δείχνουν ότι για πολλά χρόνια αυτά τα κιτρινισμένα χαρτιά αποτελούσαν στοιχεία ενοχής, πολιτικής στοχοποίησης που σε ακολουθούσε για πολλά χρόνια, ακόμη και μέσα στον χώρο της Αριστεράς, διότι ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί άνθρωποι δεν άντεξαν τη σκληρή σωματική και ψυχολογική βία, υπογράφοντας δηλώσεις μετανοίας. Επομένως, μέσα από το Ψηφιακό Μουσείο μας το καταχωνιασμένο του χθες μπορεί να γίνει σπουδαίο πολύτιμο εργαλείο του σήμερα» απαντά ο κ. Καρπόζηλος. Με τη σειρά του ο κ. Καραμανωλάκης προσθέτει: «Η Μακρόνησος είναι μια ιστορία ήττας. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε πού μπορούμε να εντάξουμε τη Μακρόνησο στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς. Δεν είναι στιγμή ηρωισμού αλλά μια στιγμή λύπης και ήττας της ιδέας του ανθρωπισμού. Το γεγονός ότι η ίδια η Αριστερά δεν κατάφερε στα χρόνια που ακολούθησαν να διαχειριστεί το ότι αυτοί οι άνθρωποι λύγισαν παραμένει ένα ανοιχτό και μεγάλο πρόβλημα».
Και οι δύο είναι καθηγητές Ιστορίας, οπότε τους ρωτάω αν πιστεύουν ότι η ιστορία του νησιού διδάσκεται στα σχολεία με τρόπο κριτικό και σαφή. «Κοιτάξτε, αμφιβάλλω αν στα ελληνικά σχολεία διδάσκεται η ιστορία της Μακρονήσου ή των χρόνων γενικώς μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Σε μια κοινωνία που αλλάζει διαρκώς, το να μη φτάνεις στα πρόσφατα χρόνια αποτελεί "αρρυθμία". Επίσης, προφανώς ελπίζουμε σε ένα είδος διδασκαλία που θα μπορούσε να αντλήσει όλα αυτά τα ερεθίσματα που υπάρχουν γύρω μας και να τα μεταφέρει στα παιδιά με τέτοιον τρόπο, ώστε τα ίδια να είναι σε θέση να κρίνουν ποια από αυτά είναι αξιόπιστα σε σχέση με ό,τι κυκλοφορεί στο περιβάλλον τους» λέει ο κ. Καραμανωλάκης. Και γιατί διψάει σήμερα ο κόσμος για Ιστορία; «Γιατί οι κοινωνίες, όταν βρίσκονται σε κρίση, αναζητούν στο παρελθόν ένα σημείο αναφοράς ως ερμηνεία της πραγματικότητας και των ζητημάτων που αντιμετωπίζουν στο παρόν. Το έθνος στρέφεται πάντα στο παρελθόν για να αντλήσει δύναμη για το σήμερα. Επίσης, όσον αφορά τη δεκαετία του '40 δεν έχουμε προχωρήσει σε μια ουσιαστική αποτίμηση, απεναντίας έχουμε οδηγηθεί σε πρόβλημα διαχείρισης. Ουσιαστικά, ανατροφοδοτείται το ενδιαφέρον, αλλά εγκλωβίζεται σε μια σχηματοποίηση ατέρμονης επανάληψης διαιρέσεων που ξεκινούν από τον Εθνικό Διχασμό και συνεχίζουν ως σήμερα, μιλώντας για μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Δεν είναι, λοιπόν, πάντα υγιές το ενδιαφέρον για την Ιστορία. Δεν αρκεί να εντάξεις την ιστορία της Μακρονήσου στα σχολεία για να εξαφανίσεις την Ακροδεξιά, ούτε το να πας τα παιδιά στο Άουσβιτς θεραπεύει το μικρόβιο του νεοφασισμού στην Ευρώπη. Η Ιστορία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως φόβητρο αλλά ως μέσο κατανόησης. Πριν από δύο μήνες άκουσα τον συγγραφέα Σάκη Μουμτζή να δίνει διάλεξη για τη Μακρόνησο και με μια ένταση που θύμιζε άλλες εποχές έλεγε ότι τη Μακρόνησο τη συνοδεύει μια υπερβολή. Και πως όσοι ήταν εκεί υπέγραψαν δηλώσεις μετάνοιας, εκτός από το 5%, κάτι που πράγματι ισχύει και δεν το αμφισβητεί κανείς. Όμως η ετοιμότητα ενός διανοούμενου να εντάξει τη Μακρόνησο σε μια ιστορία κανονικότητας θέτει την αναγκαιότητα να μπει ένα όριο. Να συζητήσουμε για τις ευθύνες, για τα ιστορικά λάθη της Αριστεράς, αλλά η Μακρόνησος ανήκει στις περιπτώσεις των οποίων θα πρέπει να έχουμε περισσότερη επίγνωση» καταλήγει ο κ. Καρπόζηλος.
Καθημερινά το Ψηφιακό Μουσείο θα εμπλουτίζεται με νέο υλικό που θα απευθύνεται τόσο σε όσους ασχολούνται επαγγελματικά με την Ιστορία αλλά και στους απλούς αναγνώστες που θέλουν να μάθουν περισσότερα γι' αυτό το νησί-σύμβολο, που ήταν κάποτε ένας σκοτεινός τόπος τιμωρίας, απομόνωσης, εξορίας και ψυχολογικής βίας.
INFO:
Ο δικτυακός τόπος «Μακρόνησος: Ψηφιακό Μουσείο» είναι συμπαραγωγή των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού.
Κείμενα
Πολυμέρης Βόγλης, ιστορικός, αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Θανάσης Γάλλος, ιστορικός, ΑΣΚΙ
Κατερίνα Γκίκα, αρχαιολόγος, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Άντα Κάπολα, ιστορικός, ΑΣΚΙ
Βαγγέλης Καραμανωλάκης, ιστορικός, επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Στρατής Μπουρνάζος, ιστορικός
Τάσος Σακελλαρόπουλος, ιστορικός, υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων Μουσείου Μπενάκη
Διαχείριση Δικτυακού Τόπου - Εισαγωγή Δεδομένων
Ιωάννα Βόγλη, ιστορικός, ΑΣΚΙ
Σύμβουλος Έκδοσης
Μανόλης Σαββίδης
Τεχνικός Σύμβουλος Έκδοσης
Δημήτρης Δικόπουλος