«Ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες». Επίσης, «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Και τα δύο αυτά αποφθέγματα θα μπορούσαν να αποτελούν το κεντρικό θεματικό σλόγκαν τόσο του αείμνηστου Breaking Bad όσο και της σειράς που αναδύθηκε από την τέφρα του ως «spin-off» ή «prequel» που επικεντρώνει στον βίο και την πολιτεία ορισμένων χαρακτήρων από το ένδοξο δράμα του Βινς Γκίλιγκαν, και κυρίως του δαιμόνιου δικηγόρου παρανόμων και φτωχοδιαβόλων Σολ Γκούντμαν όταν ακόμα λεγόταν Τζίμι ΜακΓκιλ. Ο Μπομπ Οντένεκερκ, χαρισματικός κωμικός αλλά και εξαίρετος ηθοποιός εν γένει που έχει το χάρισμα να ξεδιπλώνει πολυποίκιλες συναισθηματικές αποχρώσεις, ηγείται στον κεντρικό ρόλο ενός υποδειγματικού καστ το οποίο στηρίζει ένα από τα πιο άξια προϊόντα της κατηγορίας των δραματικών σειρών υψηλού πρεστίζ.
Μαύρη κωμωδία, υπαρξιακό δράμα, αστυνομικό θρίλερ, δικηγορικό «procedural», μικρή σημασία έχει το είδος στο οποίο τεχνικά οφείλει να κατατάξει κάποιος τη σειρά. Σημασία έχει η αυτοπεποίθηση που την διακρίνει, το εμπνευσμένο σενάριο, οι εξαίρετες ερμηνείες και το υποβλητικό γύρισμα στο θερμό, στεγνό, γεωμετρικό σκηνικό του Νιού Μέξικο (ένα από τα επεισόδια του δεύτερου κύκλου ξεκινούσε με μια εντυπωσιακή πανοραμική λήψη κατά μήκος των συνόρων Νιου Μέξικο – Μεξικού ως προφανής φόρος τιμής στην αρχική σεκάνς του Touch of Evil του Όρσον Γουέλς). Όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που επίσης αποθέωναν και το Breaking Bad σε επίπεδα που ελάχιστες σειρές μπορούν όχι μόνο να φτάσουν αλλά ούτε καν να διανοηθούν. Η διαφορά είναι ότι το Better Call Saul παίρνει ακόμα περισσότερο το χρόνο του δημιουργώντας βινιέτες απαιτητικού σινεμά και επίσης στηρίζεται πολύ λιγότερο στην ευκολία της βίας και της έντονης δράσης που χρησιμοποιούσε ως οπλοστάσιο το Breaking Bad.
Μαύρη κωμωδία, υπαρξιακό δράμα, αστυνομικό θρίλερ, δικηγορικό «procedural», μικρή σημασία έχει το είδος στο οποίο τεχνικά οφείλει να κατατάξει κάποιος τη σειρά. Σημασία έχει η αυτοπεποίθηση που την διακρίνει, το εμπνευσμένο σενάριο, οι εξαίρετες ερμηνείες και το υποβλητικό γύρισμα στο θερμό, στεγνό, γεωμετρικό σκηνικό του Νιού Μέξικο
Τα μικρά είναι άλλωστε αυτά που σε τρέφουν και σε τρώνε. Το Better Call Saul δεν εστιάζει στα μεγάλα, τραγικά, αιματηρά, σεξπιρικής σχεδόν υφής διλήμματα που βασάνιζαν τον κύριο Γουάιτ στο Breaking Bad αλλά μάλλον στα βασανιστικά τετριμμένα, στις μπανάλ αποφάσεις που πρέπει να πάρει ο Τζίμι (είμαστε στον τρίτο κύκλο και ακόμα δεν έχει μεταβαπτιστεί σε Σολ Γκούντμαν, αλλά μάλλον ήγγικεν η ώρα) επιχειρώντας να διαχειριστεί ζητήματα καλής και κακής πίστεως, ηθικής τάξεως, εντιμότητας, συμπόνιας και συνέπειας. Είχε δηλώσει πρόσφατα και με αφορμή την πρεμιέρα του τρίτου κύκλου, ο δημιουργός και των δύο σειρών Βινς Γκίλιγκαν στο Atlantic: « Όλοι μας συμμεριζόμαστε την παγκόσμια ανθρώπινη επιθυμία για ένα δίκαιο σύμπαν. Έχει σημασία να τονιστεί σ' αυτή τη σειρά - όπως και στο Breaking Bad - ότι οι πράξεις έχουν συνέπειες. Κάθε τόσο συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον κόσμο που ζούμε – μπορούμε όμως ως συγγραφείς να ελέγξουμε τους χαρακτήρες που δημιουργούμε. Είναι μεγάλη παρηγοριά για μένα να παρουσιάζω το κάρμα ως ένα είδος θείας δίκης, γιατί δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ισχύει κάτι τέτοιο στην αληθινή ζωή».
Τι να τα κάνεις τα όπλα, τα καρτέλ και τα drugs (όχι ότι δεν υπάρχουν κι εδώ) όταν μπορείς να «την ακούσεις» με την διέγερση χάος της νορμάλ ζωής ειδικά όταν απεικονίζεται με τόσο έντονες και ακριβείς πινελιές; Η πολυσύνθετης παθολογίας σχέση του Τζίμι με τον αδελφό του Τσακ (ρεσιτάλ του σπουδαίου Μάικλ Μακίν) αποτελεί μία από τις πιο βαθιές αναλύσεις διαπροσωπικών σχέσεων που έχουμε δει πρόσφατα στην οθόνη (μικρή και μεγάλη). Αντίστοιχης σπουδαιότητας είναι και η ρομαντική σχέση (ή πώς μια φιλία μεταξύ εκπροσώπων διαφορετικού φύλου καλείται να διασχίσει το ναρκοπέδιο του ερωτικού δεσμού) με την κατά συρροή κλονισμένη αλλά στωικά αγέρωχη συνάδελφό του Κιμ (Ρία Σίχορν), ένας από τους πιο ισχυρούς, ιδιαίτερους και πιο πειστικούς γυναικείους χαρακτήρες που έχουν εμφανιστεί ποτέ στην τηλεόραση.
σχόλια