1.
Nirvana – Nevermind (1991)
Μετά την επανάσταση των 60s, δύο ήταν οι χρονιές-ορόσημα για τη μουσική. Το 1977 όταν κυκλοφόρησε το 'Never Mind the Bollocks' των Sex Pistols και το 1991 όταν κυκλοφόρησε το Nevermind των Nirvana. Άλλωστε οι δεύτεροι μεγάλωσαν ακούγοντας τους πρώτους. Μπορούν να γραφτούν χιλιάδες σελίδες για την τριάδα από το Seattle. Το σίγουρο είναι η μπάντα αυτή, τη δεδομένη χρονική στιγμή αποτέλεσε τον εκφραστή μιας 'αναπαυτικά μουδιασμένης' γενιάς, μιας γενιάς που φαινόταν να έχει παγιδευτεί στους θύλακες του καταναλωτισμού και της επιδειξιομανίας. Ο Kurt Cobain με απλούς στίχους είπε πράγματα που δύσκολα μπορούσε παραδεχθεί κάποιος ('Ι love myself better than you I know it's wrong but what should I do') και δημιούργησε απρόσμενα ένα βραχύβιο ρεύμα με κάτι παιδιά που τους άρεσε να φορούν καρό πουκάμισα και να αποκαλούνται grunge. Μια ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου (από τη μία ένας από τους πιο πολυφωτογραφημένους μουσικούς συγκριτικά με τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του ζωής, από την άλλη ένας μοναχικός 'κυνικός μπάσταρδος' όπως τον αποκάλεσε σε μια πρόσφατη συνέντευξη του ο Krist Novoselic) αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του πρόωρα στα 27, προδίδοντας έναν πολύ χαρακτηριστικό στίχο τραγουδιού του ('No, I don't have a gun'), περνώντας όμως έτσι για πάντα στην αντίπερα όχθη της καλλιτεχνικής αιωνιότητας.
2.
Red Hot Chili Peppers – Blood Sugar Sex Magik (1991)
Το σταυροδρόμι που συναντιέται ο σκληρός ήχος με το επιληπτικό funk. Δίσκος υπέροχος από την αρχή ως το τέλος, χωρίς να κορεστεί στο πέρασμα του χρόνου από το επαναλαμβανόμενο airplay (όπως τα Californication & By the Way που ακολούθησαν). Κομμάτια σαν το Under the Bridge (γραμμένο για το προσωπικό καταφύγιο του τραγουδιστή Kiedis στην ηρωίνη) συνδέθηκαν νοσταλγικά με το εναλλακτικό προ-reality εποχής MTV, το 'I could have lied' έμεινε ως η πιο γλυκιά συγνώμη του τραγουδιστή στη Sinead O' Connor, ενώ το μπάσο του Flea στο 'Give it away' δεν υπάρχει περίπτωση να μην ξεσηκώσει ακόμα και σήμερα τον κόσμο κατά τη διάρκεια ενός groovy πάρτυ. Μετά από αυτό το άλμπουμ, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει τις καταχρήσεις (φτάνοντας ακόμα και να χάσει τα δόντια), o εμβληματικός κιθαρίστας John Frusciante αποχώρησε από το group μέχρι κάνει το δυναμικό comeback λίγα χρόνια αργότερα και να πειραματιστεί στις σόλο δουλειές του. Άλλωστε ποιος μπορεί να πει όχι σε λίγο 'Αίμα, Ζάχαρη, Σεξ και Μαγεία'...
3.
Massive Attack – Blue Lines (1991)
Στις αρχές του 90, το Bristol έπαψε να αποτελεί απλά μια βιομηχανική βρετανική πόλη. Μπήκε στο μουσικό χάρτη κι έγινε η πατρίδα του Trip-Hop. Με την υποστήριξη της Neneh Cherry, τρεις τύποι με παρατσούκλια 3D, Mushroom και Daddy G αναμιγνύουν με απίστευτα αρμονικό τρόπο στοιχεία dub, reggae, funk, hip-hop, και ατμοσφαιρικής electronica χαρίζοντας μοναδικές ταξιδιάρικες στιγμές. Μαζί τους ως guests, η Shara Nelson που με τη φωνή της προσφέρει ‘ατελείωτη συμπάθεια’, καθώς τραγουδά περπατώντας στο βιντεοκλίπ του ομώνυμου κομματιού (‘Unfinished Sympathy’) και ο ράπερ Tricky Kid (μετέπειτα απλά ‘Tricky’) που σε παγιδεύει στους μοναδικούς γλωσσοδέτες του όπως αυτός στο ‘Safe from harm’ (I was lookin' back to see if you were lookin' back at me to see me lookin' back at you). Η πρόσφατη φήμη ότι ο Robert Del Naja, (o 3D που αναφέραμε πιο πάνω) είναι ο διάσημος graffiti ακτιβιστής Bansky, είναι από τους αστικούς μύθους που κάθε φίλος της ποπ κουλτούρας λατρεύει να ακούει. A, και κάτι ακόμα. Στην ηχογράφηση του άλμπουμ βοήθησε ένας τύπος ονόματι Geoff Barrow που λίγο αργότερα έφτιαξε μια δική του μπάντα, τους … Portishead.
4.
Rage Against The Machine - Rage Against The Machine (1992)
Ένα από τα χαρακτηριστικά των κομματιών των Rage Against The Machine είναι ότι επαναλαμβάνουν κάποιες φράσεις μέχρι να σου 'σφηνωθούν' στο μυαλό. Δηλαδή κάτι σαν marketing brainwashing, αλλά με ανάποδο στόχο. Το συγκρότημα πέρα από τη μουσική του έγινε γνωστό για την ακτιβιστική του δράση και τις αριστερές του καταβολές. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αφού τα ιδρυτικά μέλη, ο τραγουδιστής Zack de la Rocha και ο κιθαρίστας Tom Morello, ήταν παιδιά διαφυλετικών ζευγαριών που πήραν διαζύγιο λίγο αφότου γεννήθηκαν. Ο πρώτος κατάλαβε από μικρός τη διαφορετικότητα, πηγαινοερχόμενος από τα πολυτελή προάστια του Orange County στο ισπανόφωνες συνοικίες του Ανατολικού Los Angeles, ενώ ο δεύτερος αφού είδε τον πατέρα του, πρέσβη της Κένυας, να εξαφανίζεται σύντομα από τη ζωή του, βρέθηκε από τα προάστια του Σικάγο στο Harvard για σπουδές προτού καταλήξει κι αυτός στην πόλη των Αγγέλων, όπου εργάστηκε ως stripper για να επιβιώσει. Οι δυο τους ένωσαν τις δυνάμεις τους και μαζί με τους Tim Commerford στο μπάσο και τον Brad Wilk στα drums έβγαλαν ένα δίσκο γροθιά στο κατεστημένο και μήτρα για έναν ήχο που είχε τεράστια πέραση λίγα χρόνια αργότερα στους εναλλακτικούς (και μη) κύκλους, το rap metal, γνωστό και ως nu metal με κυριότερους εκφραστές τους Linkin Park, Disturbed και System of a Down.
Κάποτε ρώτησαν τους Rage Against The Machine πως γίνεται να το παίζουν επαναστάτες, ενώ κυκλοφορούν τα albums τους μέσα από πολυεθνική. Αυτοί απάντησαν ότι η επανάσταση σήμερα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν ξεκινήσει εκ των έσω. Κάτι που μέσα σου ξέρεις ότι ισχύει αν και τελικά υπέκυψες and now you do what they told ya ...
5.
Dr. Dre – The Chronic (1992)
1988. Compton, Νότια Καλιφόρνια. Ένα συγκρότημα με το όνομα N.W.A (Niggaz With Attitude) κυκλοφορεί το ντεμπούτο άλμπουμ του ‘Straight Outta Compton’ καταδικάζοντας την αστυνομική βία με … όχι και τόσο κομψό τρόπο (βλ. τραγούδι ‘Fuck tha Police’). Σύντομα τα μέλη γίνονται στόχος του FBI, ενώ χαρακτηρίζονται ως ‘το πιο επικίνδυνο συγκρότημα του πλανήτη’ (το 2015 γυρίστηκε σχετική ταινία). Όταν ένα από τα μέλη, ο Dr. Dre κατάλαβε ότι το γκρουπ αρχίζει να εξελίσσεται σε προσωπικό μονοπώλιο του έτερου μέλους Eazy-E, προσπάθησε με τη βοήθεια ενός μπράβου, του Suge Knight, να αποδεσμευθεί από τη δισκογραφική Ruthless Records και να κυκλοφορήσει κάτι δικό του. Μετά από πολλές διαμάχες τα καταφέρνει κι ενώ είναι υπό αστυνομική επιτήρηση, ιδρύει τη δική του δισκογραφική Death Row κυκλοφορώντας το’ Chronic’, ένα άλμπουμ ορόσημο στον ήχο δημιουργώντας το λεγόμενο G-funk (βασισμένο σε funk λούπες των 70s). Παρέα με τον 20χρονο τότε Snoop Dogg (στον οποίο για να τον πείσει έταξε 1.000 δολάρια και όσο χόρτο ήθελε να καπνίσει) καταπιάνεται με μια θεματολογία διαφορετική από τη προγενέστερη ριζοσπαστικότητα των Public Enemy ή το party-life των Beastie Boys, εξυμνώντας τη μαριχουάνα, τις γυναίκες και τις gangsta συμπλοκές. Έκτοτε, ο Dr. ‘motherfuckin’ Dre έγινε παραγωγός πολλών μεγάλων ονομάτων όπως ο 50 Cent, ο Eminem και o Kendrick Lamar.
6.
Nine Inch Nails – Downward Spiral (1994)
Κάποτε είχα διαβάσει ένα κείμενο του Trent Reznor μέσω του οποίου απαντούσε σε ένα θαυμαστή ότι όσο και αν φαίνεται παράξενο, δεν είχε κακοποιηθεί ποτέ μικρός ούτε είχε κάποια τραυματική παιδική εμπειρία. Για να μπει κάποιος στη διαδικασία να σκεφτεί κάτι τέτοιο για έναν καλλιτέχνη, μάλλον κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει με το έργο του τελευταίου. Ήδη τα πρώτα σκοτεινά δείγματα ο Reznor τα είχε ήδη δώσει με το synth ντεμπούτο του Pretty Hate Machine το ’89, αλλά κυρίως με το σοκαριστικό βιντεοκλίπ του –βραβευμένου με Grammy- ‘Happiness in Slavery’(βλ. νο. 2 εδώ). Είναι όμως το δεύτερο του άλμπουμ στο οποίο νιώθεις πιο έντονα από ποτέ να βυθίζεσαι με μια σπειροειδή κίνηση στο μηδενιστικό σκοτάδι ενός απόκρημνου πηγαδιού ψυχών, σφυρηλατημένου από ατμοσφαιρικές μελωδίες και βιομηχανικές εξάρσεις. Φυσικά, ο Reznor δεν ήταν ο πρώτος ’κατεστραμμένος’ αντι-ήρωας της μουσικής, ήταν όμως σίγουρα ο πρώτος που εξοικείωσε με μια τέτοια ακραία φιγούρα το ευρύτερο κοινό. Κι αν υπάρχει κάποιος που το αμφισβητεί, ας βρει τραγούδι που παίχτηκε στο MTV με στίχους: ‘I want to fuck you like an animal / I want to feel you from the inside / You bring me closer to God’). Λίγα χρόνια αργότερα στο ‘Fragile’ (γνωστό ως το ‘The Wall του σκοτεινού ήχου’) θα ειρωνευόταν με απίστευτα αυτοσαρκαστική διάθεση την αυτοκρατορία των celebrities (‘My god sits in the back of the limousine / My god comes in a wrapper of cellophane / My god pouts on the cover of the magazine / My god's a shallow little bitch trying to make the scene’ παρέα με το άλλοτε πνευματικό του παιδί Marilyn Manson), μέλος της οποίας αναπόφευκτα έγινε με τα οσκαρικών προδιαγραφών κινηματογραφικά του soundtracks.
7.
Kyuss – Welcome to Sky Valley (1994)
Βαριά κι ασήκωτα riffs από τα βάθη της ερήμου με space αναφορές. Επιρροές από τον πρώιμο doom ήχο των Black Sabbath διανθισμένες με την ψυχεδελική ατμόσφαιρα των Hawkwind και τον αρχέγονο χιπισμό των Blue Cheer. Κάπως έτσι γεννήθηκε στο Palm Desert της California ένα νέο υβρίδιο που ονομάστηκε Stoner Rock. Όλα τα σχήματα με τα οποία αναμείχθηκαν τα μέλη του γκρουπ στη συνέχεια της σολο καριέρας τους (Slo Burn, Unida, Hermano, Fu Manchu και φυσικά Queens of the Stone Age) όχι μόνο είχαν κάτι να πουν αλλά βρήκαν αμέτρητους μιμητές με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πολύ δυνατή σκηνή της χώρας μας.
8.
Oasis – (What's the Story) Morning Glory? (1995)
Ποιος είπε ότι οι Beatles έπαιξαν μουσική μόνο στα 60s? Το συγκρότημα που έδωσε το φιλί της ζωής στο Βρετανικό ήχο. Παιδιά εργατικής τάξης, από τη μεγάλη μουσικομάνα της Βόρειας Αγγλίας (Manchester), υπεύθυνοι για διαχρονικές μπαλάντες ('Wonderwall'), ραδιοφωνικές επιτυχίες ('Don't look back in anger) και ύμνους που τραγουδήθηκαν σε κατάμεστα στάδια ('Live forever'). Αν σε αυτά προσθέσουμε την -τροφή για τα tabloids-κόντρα των αδερφών Gallagher και τη μυθική αντιπαλότητα με τους ('νότιους αστούς') Blur, έχουμε την απόλυτη συνταγή επιτυχίας της δεκαετίας. Επελέγη στη λίστα το δεύτερο 'δύσκολο' album του συγκροτήματος , γιατί πάντα αυτό είναι που αποδεικνύει ότι η επιτυχία του πρώτου δεν ήταν τυχαία.
9.
The Prodigy – The Fat Of The Land (1997)
Στα 60s τα πράγματα ήταν απλά. Οι μουσικές κόντρες περιορίζονταν στους mods εναντίον των rockers, φυλές και οι δύο κιθαριστικές με βασικές διαφορές κυρίως στο μη μουσικό κομμάτι (δηλ. στυλ, ντύσιμο και τρόπο συμπεριφοράς). Όσο περνούσαν τα χρόνια και η τεχνολογία εξελισσόταν, οι κόντρες πέρασαν και σε ηχητικό επίπεδο ανάμεσα στους πατροπαράδοτους πιστούς των εγχόρδων και τους μεταγενέστερους οπαδούς της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Αν υπήρξε ένα συγκρότημα που γεφύρωσε αυτό το χάσμα, αυτό ήταν οι Prodigy. Ήδη από το 'Music for the Jilted Generation', είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στους rave κύκλους προσθέτοντας ηλεκτρικές κιθάρες σε χορευτικούς ρυθμούς (βλ. 'Voodoo People' & 'Their Law') μετατρέποντας σιγά σιγά τα dancefloors σε αρένες για moshing. Με το 'Fat of the Land' έδειξαν ότι ήταν αποφασισμένοι να εισβάλλουν στο παγκόσμιο στερέωμα με οποιοδήποτε τρόπο. Είτε στα clubs και τους συναυλιακούς χώρους με καταιγιστικά κομμάτια όπως τα 'Firestarter' & 'Breathe (με τον μόνιμα 'πειραγμένο' Keith Flint στα φωνητικά), είτε στο MTV με το λογοκριμένο βιντεο του 'Smack my bitch up' (βλ. νο. 9 εδώ) είτε στο κινηματογράφο με τελετουργικού τύπου περάσματα ('Mindfields' στο Matrix). Αν ποτέ σου ζητήσουν να περιγράψεις τον όρο breakbeat, μπορείς απλά να αναφέρεις τη λέξη prodigy.
10.
Radiohead – OK Computer (1997)
Ένα album απίστευτα πρωτοποριακό που όσα χρόνια και αν περάσουν θα φιγουράρει στις λίστες με τα καλύτερα όλων των εποχών δίπλα σε progressive θρύλους όπως οι Pink Floyd και οι Can. Έχοντας αποβάλει με το 'The Bends' του 1995 την ταμπέλα του one hit wonder (λέγε με 'Creep'), ο Thom Yorke και η παρέα του αψηφούν την προτροπή της δισκογραφικής και του κόσμου να επαναλάβουν τη σίγουρη επιτυχία του παρελθόντος κι αποφασίζουν να εξερευνήσουν περισσότερο ηλεκτρονικά μονοπάτια, βγάζοντας κάτι ισόποσα πειραματικό και συναισθηματικό. Και όλα αυτά σε ένα δυστοπικό στιχουργικό πλαίσιο, περιγράφοντας προφητικά έναν κόσμο αποξενωμένο, παραδομένο στην τεχνολογία και τον καταναλωτισμό. Άλλωστε, οι φήμες λένε ότι πηγή έμπνευσης για το 'Paranoid Android' (ένα single χωρίς ρεφραίν - κατά πολλούς το 'Bohemian Rhapsody' των 90s) ήταν το εξωφρενικό παραλήρημα μιας γυναίκας σε ένα εστιατόριο, όταν έπεσε κόκκινο κρασί στο Gucci φόρεμα της. Αν και τα πειράματα των Radiohead συνεχίστηκαν και στα επόμενα άλμπουμ τους, δίνοντας τους μια avant-garde αισθητική, το magnum opus τους είναι και πιθανόν να παραμείνει το OK Computer.
11.
Moby – Play (1999)
Στις αρχές του 90, ανάμεσα στους θεόρατους ουρανοξύστες του Manhattan, υπήρχαν κάποια σημεία με σκοτεινά ημιυπόγεια και εγκαταλελειμμένες αποθήκες, όπου αργά τη νύχτα πήγαινες να ακούσεις techno. Το είδος της techno που συνδυαζόταν κατά κόρον αρχικά με το ενεργητικό Ecstasy κι αργότερα με το πιο παθητικό Special K. Ένας από τους ανθρώπους που αναλάμβαναν τα sets σε αυτά τα πάρτυ ήταν και ο Moby, ένας μικροσκοπικός τύπος, μεγαλωμένος φτωχικά στο Harlem, μακρινός απόγονος του Herman Melville, συγγραφέα του Moby Dick. Mε πενιχρό εξοπλισμό αλλά αστείρευτο ταλέντο, ο Moby άρχισε σιγά σιγά να μιξάρει δικά του κομμάτια, γνωρίζοντας την πρώτη επιτυχία με το 'Go' και μπαίνοντας στο γκίνες φτάνοντας τα 1000 b.p.m. (beats per minute) στο ομώνυμο κομμάτι ('1000'). Κι ενώ παίρνει τον τίτλο album of the year το 1995 από το περιοδικό Spin για το ατμοσφαιρικά χορευτικό του ντεμπούτο 'Everything is wrong', έρχεται σε ρήξη με τη δισκογραφική του καθώς το επόμενο του πόνημα ήταν ... κιθαριστικό punk rock ('Animal Rights'). Ο Moby όμως δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Ξεσηκώνει ξεχασμένα blues και gospel του Αμερικάνικου Νότου, τους δίνει μια εκμοντερνισμένη ambient χροιά και δημιουργεί το 'Play', ένα δίσκο-φαινόμενο στην ποπ κουλτούρα, φτάνοντας τις πωλήσεις των 12 εκατομμυρίων αντίτυπων παγκοσμίως. Σύντομα σπάει ένα νέο ρεκόρ. Όλα τα κομμάτια του συγκεκριμένου δίσκου θα ακουστούν σε ταινίες ή διαφημίσεις, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει από τότε. Πλέον ο χαρισματικός μουσικός, έχοντας κερδίσει τους πάντες, φέρνει στο προσκήνιο τα θέματα που ανέκαθεν τον απασχολούσαν, όπως τα δικαιώματα των ζώων και το κίνημα των vegans, αν και η δεκαετία που μόλις έμπαινε θα προβλημάτιζε την κοινωνία πιο πολύ για άλλους λόγους ...
σχόλια