Πριν λίγες μέρες (18/6/2017) δημοσιεύτηκε στο kathimerini.gr άρθρο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale Στάθη Ν. Καλύβα υπό τον τίτλο «Μια παράδοξη κληρονομιά». Το άρθρο του καθηγητή Καλύβα ξεκινούσε ως εξής:
«Η επέτειος πενήντα χρόνων από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου προσφέρεται ως ευκαιρία για αναστοχασμό. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η σημερινή πραγματικότητα είναι σε κάποιο, μάλλον όχι ασήμαντο, βαθμό προϊόν και της δικτατορίας. Ποιες όμως ήταν οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της για τη χώρα μας; Σε τι θα διέφερε η Ελλάδα σήμερα εάν δεν είχε γίνει το πραξικόπημα τότε; Τι ακριβώς μας κληροδότησε; Τι κουβαλάμε πάνω μας απ' αυτό το ιστορικό παρελθόν; Πρόκειται προφανώς για δύσκολα και μάλλον αναπάντητα ερωτήματα, που δεν μπορούμε όμως και δεν πρέπει να αποφεύγουμε».
Όντως τα ερωτήματα αυτά είναι δύσκολα και δεν μπορεί να απαντηθούν χωρίς κάποιες μικρές ή και μεγαλύτερες αυθαιρεσίες. Ίσως, μάλιστα, δεν έχει και νόημα πια ν' απαντηθούν, καθότι τα χρόνια έχουν περάσει –μισός αιώνας είναι αυτός– και λίγοι πλέον ενδιαφέρονται, στις μέρες μας, για την πρακτική ουσία τέτοιων «αγωνιών».
Αν υπάρχει, τώρα, ένα βασικό πρόβλημα στο άρθρο του καθηγητή Καλύβα αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως είναι γραμμένο από την υπερατλαντική και ακροκεντρώα μεριά. Και εξηγούμαι...
Όσον αφορά εκείνο που λέει ο Καλύβας πως «και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής» είναι κι αυτό αλήθεια, καθότι τούτο αποτελούσε τυπική υποχρέωση τού χουντικού καθεστώτος. Αυτό ο Καλύβας το κρύβει βέβαια, ως υπερατλαντιστής, αλλά όσο και να επιχειρεί να το κρύψει... βγάζει μάτι.
Ο Καλύβας αγνοεί παντελώς (θέλει ν' αγνοεί δηλαδή) το γεγονός πως το στελεχικό φάσμα της χούντας περιελάμβανε και μια τρανή εγκληματική «περιοχή», την οποίαν αποτελούσαν απομεινάρια των Χιτών και των δοσιλόγων της Γερμανικής Κατοχής και των στηριγμένων από την Αμερική «νικητών» τού Εμφυλίου, καθώς και της επακόλουθης αντικομμουνιστικής υστερίας, της βίας και της τρομοκρατίας τής πρώτης περιόδου του Καραμανλή (Οκτώβριος '55 – Ιούνιος '63). Ήταν, δηλαδή, ένα καθεστώς ακραίο και δολοφονικά «μακαρθικό», που στόχο είχε την πλήρη πάταξη των ηττημένων στον Εμφύλιο – όσων ακόμη, τέλος πάντων, διανοούνταν να δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και δεν είχαν καταφύγει, κυνηγημένοι, στις χώρες του λεγόμενου «παραπετάσματος».
Η χούντα ήταν, με άλλα λόγια, ο εξτρεμιστικός αντικομμουνισμός (υπήρχε και ο «επιστημονικός» φυσικά τού Γεωργαλά), τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις, τα εγκλήματα και οι διώξεις, όλων εκείνων –μερικών δεκάδων χιλιάδων τέλος πάντων– που δεν υπέκυψαν στην άνωθεν τρομοκρατία και που επιχείρησαν εντός των συνόρων (μα και στο εξωτερικό) την ανατροπή ενός σφόδρα αντιδημοκρατικού καθεστώτος με δράσεις άλλοτε χαμηλού και άλλοτε υψηλότερου κοινωνικού προφίλ. Γιατί όλοι οι υπόλοιποι, όπως είχε πει ευφυώς κάποτε και ο Τάσος Φαληρέας, είχαν απλά αντικαταστήσει το βουλευτή με το λοχαγό.
Για τον καθηγητή Καλύβα όλα αυτά είναι ως μη γενόμενα. Η ιστορία της Αριστεράς είναι πλέον ενοχλητική έστω και δια της απλής αναφοράς τής ονομασίας της (κομμουνιστικής ή άλλης), καθώς κάθε αποσιώπηση των αγώνων της –έχουμε ξεφύγει πλέον από το καθεστώς της «διαστρέβλωσης» και της «κατασυκοφάντησης»– πηγαίνει παράλληλα με τον ακροκεντρώο μηδενισμό της. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα τού κειμένου τού ορκισμένου υπερατλαντιστή καθηγητή Καλύβα και αυτό δεν κρύβεται.
Από 'κει και κάτω μπαίνουν και ορισμένα άλλα ζητήματα, τα οποία χρήζουν σχολιασμού. Εγώ δεν θ' ασχοληθώ, εδώ, με το «οικονομικό θαύμα» της δικτατορίας (δεν υπάρχει, φυσικά, τέτοιο πράγμα – απλώς η χούντα εκμεταλλεύτηκε, όσο μπορούσε, την παγκόσμια «καλή εποχή» πριν την πρώτη πετρελαϊκή κρίση για να εμφανίσει «έργο»), ούτε με τα τσιτάτα του στυλ «δίχως τον Απρίλιο του '67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του '74» (που τα χαρακτηρίζω ως επικινδύνως απλοϊκά), αλλά μ' εκείνο που γράφει κάποια στιγμή ο Καλύβας πως... «παρά τις αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος, πολλές τέχνες άνθησαν και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής». Μία πρόταση που σήκωσε τις περισσότερες, ίσως, αντιδράσεις στα social media και που, προσωπικώς, έτσι αποκομμένη από τα «πριν» και τα «μετά» της, τη βρίσκω σωστή μέσα στην εσκεμμένη θολούρα της. Και εξηγούμαι ξανά...
Κατ' αρχάς εκείνο το «πολλές τέχνες άνθησαν» σημαίνει, προφανώς, πως η μουσική και τα τραγούδια, ο κινηματογράφος, η ποίηση και η λογοτεχνία, τα εικαστικά κ.λπ. μεγεθύνθηκαν επί επταετίας. Είναι σωστό αυτό; Δεν ξέρω, γιατί είναι και θέμα αριθμών, αν και ο καθένας μπορεί να σκεφτεί τι θα ήταν η ελληνική μουσική και το τραγούδι, κατ' αρχάς, χωρίς τους δίσκους που κυκλοφόρησαν επί χούντας όλοι οι μεγάλοι συνθέτες μας – πλην του απαγορευμένου Θεοδωράκη. Λοΐζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος, Σαββόπουλος, Χατζιδάκις, Σπανός, Πλέσσας, Λεοντής, Κόκοτος, Μαμαγκάκης, Ξαρχάκος, Καλδάρας, Κουγιουμτζής, Άκης Πάνου και δεκάδες άλλοι τύπωσαν μέσα στην επταετία ανεπανάληπτους δίσκους. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε, εδώ, τώρα, για τη σημασία τους. Είναι προφανής και υπήρξε τεράστια!
Κινηματογράφος. Αναπτύχθηκε κι αυτός στο μέτρο που μπόρεσε να παρακάμψει την τηλεόραση, που δεν γεννήθηκε επί χούντας (η τηλεόραση), αλλά γιγαντώθηκε μέσα σ' αυτήν. Να θυμίσω, απλώς, πως επί χούντας δημιουργήθηκαν οι δύο κορυφαίες ταινίες του ελληνικού σινεμά, η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού (το στρατιωτικό καθεστώς παρεχώρησε μάλιστα στρατόπεδα, στίβους μάχης και άλλο «υλικό» – ο Δαμιανός έπαιζε φυσικά και σε τηλεοπτικά σίριαλ που γυρίστηκαν εκείνη την εποχή) και η «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (που έφυγε από το κρατικο-χουντικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τού 1970 με 5 βραβεία, «καλλιτεχνικής ταινίας», «β γυναικείου ρόλου», «φωτογραφίας», «πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη» και «κριτικών καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους»).
Το τι ανέβηκε στο θέατρο, το τι εκδόθηκε στο χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας και το τι παρουσιάστηκε στο χώρο των εικαστικών κ.λπ. είναι γνωστά(;) στους πάντες(;) και δεν χρειάζεται εδώ να πω κάτι παραπάνω. Εξάλλου από το 1970 και μετά εκδίδονταν οι συγκεντρωτικοί τόμοι τού Χρονικού του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου 'Ώρα' (Χρονικό '70, Χρονικό '71, Χρονικό '72 κ.λπ.) και όλοι μπορούν να πληροφορηθούν τα καθέκαστα. Ας ψάξουν να τους βρουν και να τους μελετήσουν...
Και με τη λογοκρισία; Τι γινόταν με τη λογοκρισία; Λογοκρισία υπήρχε φυσικά και έγιναν παρατράγουδα, αλλά λογοκρισία υπήρχε και πριν τη χούντα, όπως και μετά τη χούντα. (Να υπενθυμίσω, εδώ, την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας για τα έντυπα, το φθινόπωρο του '69, που έδωσε τεράστια ώθηση, συν τοις άλλοις, και στο μαρξιστικό και αναρχικό βιβλίο). Κληρονομήθηκε, με άλλα λόγια, από τους χουντικούς ένα άθλιο καθεστώς, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν στο βαθμό που θα μπορούσε να υπάρξουν κάποιες «ενοχλητικές» καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (βασικά αριστερού-κριτικού περιεχομένου). Και τέτοιες υπήρξαν – δεν υπάρχει θέμα. Κάποιες παραστάσεις κατέβηκαν, κάποιες εκθέσεις μαζεύτηκαν, κάποιοι δίσκοι δεν κυκλοφόρησαν. Παρά ταύτα η Τέχνη δεν πέθανε φυσικά. Απεναντίας... θέριεψε. Και αυτό τιμά τους δημιουργούς, που δεν παρέδωσαν τα «όπλα», επιχειρώντας να πουν όσα ήθελαν ή έπρεπε ή μπορούσαν να πουν. Να υπενθυμίσω επ' αυτού τα λόγια του Καρόλου Κουν:
«Ο δημοκρατικός πνευματικός κόσμος άρχισε από την πρώτη στιγμή την ποικιλότροπη αντίσταση στο νέο καθεστώς. Μερικοί πίστεψαν ότι πρέπει να κηρυχτεί μια πνευματική απεργία διαρκείας με την αποχή των πνευματικών εργατών από τη δουλειά τους. Το Θέατρο Τέχνης δεν κράτησε μια τέτοια στάση, γιατί πίστευε πως δεν έπρεπε να νεκρωθεί η πνευματική ζωή του τόπου, θέση που ωστόσο αμφισβητήθηκε από ορισμένους.(...) Πάντως νομίζω ότι πολιτικά αυτή ήταν και η πιο σωστή απόφαση (σ.σ. να λειτουργήσει κανονικά το Θέατρο Τέχνης επί δικτατορίας). Κι αυτό γιατί η πνευματική απεργία μόνο σε βάρος των πνευματικών ανθρώπων και της δημοκρατικής σκέψης είναι».
(Από το περιοδικό Καλλιτεχνική Επιθεώρηση, Περίοδος Β, τεύχος 2, δεν αναφέρεται μήνας/έτος, μάλλον Φεβρουάριος του 1979).
Όσον αφορά εκείνο που λέει ο Καλύβας πως «και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής» είναι κι αυτό αλήθεια, καθότι τούτο αποτελούσε τυπική υποχρέωση τού χουντικού καθεστώτος. Αυτό ο Καλύβας το κρύβει βέβαια, ως υπερατλαντιστής, αλλά όσο και να επιχειρεί να το κρύψει... βγάζει μάτι.
Η χούντα ήταν υπόλογη έναντι του αμερικάνικου και γενικότερα του δυτικού παράγοντα. Και ως τέτοια όφειλε, για να είχε τη στήριξη των από 'κει Ατλαντιστών, να προωθήσει ό,τι είχε σχέση με τη δυτική κουλτούρα (από την κοκακόλα, μέχρι το ποπ/ροκ και όλα τα υπόλοιπα).
Δηλαδή, και με απλά λόγια, ροκ μουσική από καλλιτέχνες και συγκροτήματα, δίσκοι, μόδα τύπου μίνι-μάξι, αποθέωση του αθλιότερου τουρισμού, ναρκωτικά, μαζί με Τέχνες, τηλεόραση, οικογενειακά περιοδικά, εκδρομές, κλαμπ και διασκέδαση, ποδόσφαιρο και νυχτερινή ζωή. Όλα αυτά μαζί.
Το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» θέλω να πω πως ήταν μια μπούρδα και μισή, καθώς χλευαζόταν από τους ίδιους τους χουντικούς πρώτα-πρώτα (θυμηθείτε την ιστορία με το «αυτόματο διαζύγιο» του Παπαδόπουλου), ενώ, όπως είχε πει και ο σημαίνων Γιώργος Ιωάννου... «Κατά την δικτατορία, κάτω από τη στέγη αυτού του αλλοπρόσαλλου συνθήματος συνέβησαν τα πιο αντιχριστιανικά πράγματα, καθώς το ξεπούλημα της αλκής του ελληνικού λαού είχε λάβει διαστάσεις βιομηχανίας. Αρκεί να ήταν οι ξένοι ευχαριστημένοι και όλα τα άλλα θεωρούνταν δευτερεύοντα. Το αίσχος της Πλάκας με τα "ψωνιστήρια" για κάθε γούστο έφτασε τότε στο αποκορύφωμά του. Και οι παροικίες των ναρκομανών τότε είναι που φούντωσαν».
Από το ΧΡΟΝΙΚΟ '74/ καλλιτεχνική πνευματική ζωή [Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, Αθήνα 11/1974]
Το «αντιτουριστικό μανιφέστο» του Ιωάννου δεν είναι τυχαίο, ούτε αμελητέο. Το ξεπούλημα της χούντας στον τουρισμό (να υπενθυμίσω πως ακόμη και ο Χατζιδάκις είχε κάνει δίσκο για τον χουντικό ΕΟΤ το 1972) έχει βαθύτερες διακλαδώσεις (αισθητικές, πολιτισμικές, κοινωνικές), οι οποίες δεν έχουν εξ ολοκλήρου διερευνηθεί – ασχέτως αν τα αποτελέσματά τους τα βλέπουμε και τώρα. Ή όπως τραγουδούσε, με περισσό θράσος, ζωντανά το 1970, ο Πάνος Σαββόπουλος στους «Τουρίστες» του: «Παίρνουν σβάρνα κάθε μέρα/ εκκλησίες και μουσεία/ για να κλέψουν κάποια εικόνα/ και αυτόν τον Παρθενώνα».
Η κλοπή υπήρξε πολυεπίπεδη και πληθυντική, με τα απόνερά της να φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον καθηγητή Καλύβα. Ιδίως, σήμερα, στην εποχή τής βαριάς τουριστικής βιομηχανίας.
σχόλια