Τον Ιούνιο του 2000, είμαι ακόμα στο Λονδίνο και είμαι αποφασισμένος να γυρίσω πίσω στην Αθήνα για τα καλά. Λίγες μέρες πριν φύγω, την φαντάζομαι μυθική στο μυαλό μου, μου λείπει, σαν να είναι άνθρωπος. Κάθομαι και γράφω γι' αυτήν το παρακάτω κείμενο. Το ξέθαψα λίγες μέρες πριν - πολλά χρόνια μετά. Έχει αλλάξει κάτι από τότε; Σίγουρα άλλαξε κι αυτή μαζί μου, κι εγώ μαζί της - κι όμως, διαπιστώνω πως θα μπορούσα να γράφω αυτά τα ένθερμα λόγια, σχεδόν χωρίς καμία αλλαγή, ακόμα και σήμερα.
"Κάθε φορά που σκέφτομαι την Αθήνα όταν είμαι στο Λονδίνο, είναι σαν να σκέφτομαι μια μεγάλη κατηφόρα. Οι χώρες προχωρούν και αλλάζουν και στον κατήφορο αλλάζει μαζί και το κλίμα και η οδηγική συμπεριφορά, το δέρμα των ανθρώπων και οι γλώσσες. Προς το τέρμα της διαδρομής μυρίζεις πλέον την Μεσόγειο.
Τώρα δεν υπάρχει τίποτα απ’ όλα αυτά παρά το Βόρειο Λονδίνο, η μυρωδιά από τα δέντρα στους πίσω κήπους των σπιτιών, οι αστερισμοί πάνω από τις καμινάδες και τα αναρίθμητα αεροπλάνα που πάνε και φεύγουν αδιάκοπα προς και από τα αεροδρόμια. Έχω ένα laptop κολλημένο δίπλα στο παράθυρο και χτυπάω ελαστικά τα μικρά πλήκτρα, και από πίσω μου βρίσκονται εικόνες της Αθήνας, ένας τοίχος με την μυθολογία της σε ρεζουμέ: Τουριστικές καρτ ποστάλ της Ακρόπολης, ένας μεγάλος παλιός χάρτης, φωτογραφίες από ακάλυπτους που μου στέλνει μια φίλη φωτογράφος που της αρέσει να σκαρφαλώνει στις ταράτσες και στις πίσω σκάλες των παλιών σπιτιών. Μια ζωγραφιά του Διαμαντή Αϊδίνη, μια σελίδα προσεκτικά κομμένη από μια παλιά Βαβέλ, από μια από αυτές τις πανέμορφες «αθηναϊκές» ιστορίες comics του Δημήτρη Παπαϊωάννου και μια δικιά μου ζωγραφιά, τεράστια, που πιάνει όλον τον τοίχο και δείχνει τη θέα της πόλης όπως φαίνεται από κάποιο ρετιρέ ψηλά στους Αμπελόκηπους, στο ανέβασμα προς τα Τουρκοβούνια. Πρωτοστατεί ο Λυκαβηττός, σαν μια οντότητα, ζωντανή, σαν ένα παλιό νησί της Μεσογείου, ρίχνοντας σαν πετρωμένο καράβι ματιές προς τον Σαρωνικό, με το καμπαναριό του σαν παρατηρητήριο.
Είναι ωραία πόλη; Είναι άσχημη; Γιατί όλοι γκρινιάζουν ότι είναι βρώμικη και άσχημη, και ότι θέλουν να μη ζουν πια σ' αυτήν, γιατί οι τουρίστες μοιάζουν απορημένοι, γιατί πάνε μόνο για λίγες ώρες στην Ακρόπολη πριν πάρουν το καράβι για τα νησιά, γιατί οι άνθρωποι είναι τσιτωμένοι στο δρόμο; Τι διάολο είναι πια η Αθήνα, όλοι πια μιλάνε γι' αυτήν, για ποιο πράγμα μιλάνε;
Δεν έχω ιδέα τι είναι η Αθήνα, ακόμα, και αναρωτιέμαι χρόνια και χρόνια τώρα. Ποια είναι τα πράγματα που την κάνουν αυτό που είναι; Είναι ωραία πόλη; Είναι άσχημη; Γιατί όλοι γκρινιάζουν ότι είναι βρώμικη και άσχημη, και ότι θέλουν να μη ζουν πια σ’ αυτήν, γιατί οι τουρίστες μοιάζουν απορημένοι, γιατί πάνε μόνο για λίγες ώρες στην Ακρόπολη πριν πάρουν το καράβι για τα νησιά, γιατί οι άνθρωποι είναι τσιτωμένοι στο δρόμο; Τι διάολο είναι πια η Αθήνα, όλοι πια μιλάνε γι’ αυτήν, για ποιο πράγμα μιλάνε;
Πως να πει κανείς τι συμβαίνει, πως να περιγράψει; Πως θα μίλαγε κανείς για την Αθήνα σε κάποιον ξένο που δεν την έχει επισκεφτεί; Μήπως θα έλεγε ότι είναι ένα λεκανοπέδιο κλεισμένο από βουνά, πνιγμένο από μια άναρχη πλημμύρα από μπετόν και κεραίες που χύνεται στον Σαρωνικό κόλπο, και στην μέση του χάους ξεπηδάνε οι κορυφές μιας πέτρινης ραχοκοκαλιάς, με κυρίαρχο το βράχο της Ακρόπολης;
Η σημειολογία της πόλης μου είναι μπερδεμένη κι αντιφατική, συγκεχυμένη και βιαστική, αποσπασματική και αμήχανη. Αληθινά, εκεί καταλήγω: κάποιος δε ξέρει τι να πει, όταν τον ρωτάνε να μιλήσει για την Αθήνα. Μάλλον η αληθινή αναπνοή αυτού του τέρατος κρύβεται σε κρυμμένες γωνιές και όψεις του και η ασχήμια του εξωραΐζεται, σχεδόν εξαγνίζεται από το μυστικισμό και την δύναμη του ίδιου του τοπίου.
Η παράξενη αναπνοή της Αθήνας κρύβεται σε ακάλυπτους, σε ταράτσες και άδειες αυλές δημοτικών σχολείων. Σε κρυφά διαμερίσματα με μοναδικές θέες πάνω από λόφους, γυμνά βουνά και εκτάσεις με γκρίζες ταράτσες. Στα πάρτι που γίνονται ακόμα στα σπίτια, στα μεθυσμένα φιλιά των ερωτευμένων παιδιών που κάθονται στην κορυφή των λόφων της, και πίσω από την αγκαλιά τους ξανοίγεται η μυστήρια θάλασσα με τα νυχτερινά της φώτα, σαν αυτοσχέδια ηλεκτροδοτημένο αρχαίο σκηνικό.
Η δύσκολη ψυχή της Αθήνας κρύβεται στα βλέμματα των κατοίκων της όταν περπατούν στο δρόμο και στην αγωνία τους που μοιράζονται με την ίδια την πόλη, που δεν ξέρει όπως και αυτοί – τι είναι. Τέλεια αντανάκλαση τους: καμιά αισθητική αναφορά, κανένας ιστορικός ορθολογισμός, τίποτα δεν εφαρμόζεται ακριβώς με επιτυχία για να δώσει το στίγμα.
Η Αθήνα απλώνεται ανένταχτη, σχεδόν άσχημη και άγρια μέσα στη γλυκύτητα της. Ερωτική και εξαγριωμένη και με τεντωμένα νεύρα, ένα σώμα με μέλη και ζωτικά όργανα που μετά βίας καταφέρνουν να συνιστούν ένα όλον που μπορεί να δουλεύει και να υπάρχει. Υπάρχει όμως, και σε γοητεύει εκεί που δεν το περιμένεις. Σε κάνει να απορείς και να αναρωτιέσαι – πως αυτό το έκτρωμα αποπνέει μαγεία; Μα πως γίνεται;
Ίσως να είναι το τοπίο τέτοιο – οι λόφοι, η θάλασσα, τα βουνά τριγύρω, οι δονήσεις που έχουν κάτι το σχεδόν μεταφυσικό και εξωγήινο, μια γεωφυσική συγκυρία που ευνοεί τα άκρα. Κι όμως, οικιστικά, πολεοδομικά, αισθητικά, λειτουργικά, μια πόλη λάθος, βιαστικά φτιαγμένη, ατσούμπαλη, αμήχανη – η πολιτεία που νόμιζε πως ήταν πρωτεύουσα, όπως έλεγε κάποτε με πολύ στοργή ο μεγάλος πολεοδόμος, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης.
Ότι κι αν ειναι όμως, η Αθήνα δεν παύει να είναι το μέρος που γεννήθηκα και έζησα για όλη μου τη ζωή. Κατηγορώ τον εαυτό μου για αμετροέπεια, υπερβολή και αχρείαστο "δράμα" όταν εκφράζομαι και μιλάω γι' αυτήν. Και μετά λέω, "δε φταίω εγώ - είναι η ίδια που τα εμπνέει όλα αυτα!". Το να σχετιστεί μαζί της κανείς αλλιώς είναι σαν να παραβλέπει το πιο δυνατό της χαρτί, την πραγματική της ψυχή: το δράμα, την τραγικότητα, την υπερβολή, τη σύγχυση και τον ερωτισμό, αυτόν που υποβόσκει άγριος κάτω απο το δέρμα των κατοίκων της τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Είναι ανώφελο να προσπαθώ να απογαλακτιστώ από αυτή την χρόνια αίσθηση της συγκίνησης που νοιώθω όταν κοιτάω τα ηλιοβασιλέματα πάνω από τη θάλασσα με τις στρατιές από απαστράπτουσες κεραίες, με τον ήλιο να καίει το πρόσωπο και τα τάνκερ στον Πειραιά να κοιμούνται μέσα σε μια λίμνη από πορτοκαλί λάμψεις – ή όταν η πανσέληνος του Ιουνίου ξεπροβάλλει πάνω από τις αντένες του Υμηττού, και την ίδια στιγμή από τους ακάλυπτους αντηχούν τηλεοράσεις, φωνές από καυγάδες, πιάτα που συγκρούονται με ποτήρια μέσα σε νιπτήρες και σαπουνάδα, και μουσικές από εφηβικά δωμάτια σε αντίστιξη με ένα μακρινό ασθενοφόρο ή περιπολικό από μια μεγάλη λεωφόρο. Και αυτές είναι οι εικόνες– οι ταράτσες και οι ακάλυπτοι, τα καλοκαιρινά βράδια που οι τηλεοράσεις βγαίνουν στα μπαλκόνια, τα δράματα που εξελίσσονται σε μικρά φωτισμένα παράθυρα μέσα σε μικροαστικά διαμερίσματα, οι ανώνυμες γωνιές στους ανώνυμους δρόμους στο Παγκράτι, στην Κυψέλη, στο Κουκάκι - εκεί είναι η καρδιά της Αθήνας, ασήμαντη, καθημερινή, γεμάτη μεγαβάτ ανεξήγητου ηλεκτρισμού - κάτι που δύσκολα μπορεί να συναντήσει ο βιαστικός τουρίστας που ήρθε να δει την Ακρόπολη και να πετάξει για την Μύκονο, ή ο Αθηναίος που βρίζει για την κίνηση και το καυσαέριο και όλα του φταίνε.
Αν κάποιος βγει σ’ ένα μπαλκόνι μέσα στο βράδυ, και στηριχτεί στο κάγκελο, και κοιτάξει για λίγο τα φώτα της πόλης με ότι σεβασμό και αγάπη μπορεί να έχει γι’ αυτόν τον τόπο, ίσως ακούσει μια βαθιά και ψιθυριστή φωνή να εκλιπαρεί, να παρακαλεί, μέσα στο βραδινό ρόγχο των λεωφόρων της – ακούστε με, δείτε με – δεν φταίω εγώ που έγινα έτσι - είμαι ακόμα όμορφη."
_____
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στo LIFO.gr στις 27/06/2012
σχόλια