Τι με τραβάει τόσο στις Δυτικές Συνοικίες; Αν μ' αφήσεις σε έναν δρόμο και μου δώσεις χρόνο, σαν υπνωτισμένος θα στραφώ προς το Περιστέρι, τον Κολωνό και πιο πέρα – Πειραϊκή, Σαλαμίνα.
Δεν είναι exotica για μένα. Σε ανάλογα μέρη μεγάλωσα. Το νησί μου, η γειτονιά μου, στη μακρινή δεκαετία που με ρίξανε με μια ζαριά στον κόσμο, ήταν κάπως έτσι: αισθηματοποιημένο χάος. Ίσως, λοιπόν, είναι η αναζήτηση μιας παλιάς οικειότητας που με στρέφει εκεί.
Είναι, όμως, και κάτι ακόμα. Αυτά είναι τα μόνα μέρη που είναι αυθεντικά και κάπως σαλεύουν. Κρατάνε κάτι από το μυθικότερο στοιχείο της Ελλάδας: τις επαρχίες της και τα χωριά της.
Τα αστικά κλέη δεν είναι και σε μεγάλα κέφια. Ίσως κάποτε ήταν. Υπήρχαν σαλονάκια, υπήρχε το Παλάτι, οι αυλικοί του, ο Ίακχος, οι Κατακουζηνοί, η Βλάχου, το Κολωνάκι κ.λπ. Υπήρχε μια κινητικότητα, τέλος πάντων, θαμπή και αστεία σε σύγκριση με την Ευρώπη, φιλότιμη ωστόσο. Μέχρι που εξέβαλε κι αυτή στη λιμναία φάση των λεφτάδων και επιφανών σαν τον Βαρδινογιάννη και την Αγγελοπούλου! Πακέτο με το γούστο τους.
Ενώ η επαρχία! Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι τώρα, ξέρω όμως τι υπήρξε μέχρι πρότινος: ένας παντοδύναμος ιστός μύθου, δυνατής, ολοσώματης εμπειρίας, επικοινωνίας, ουρανών που σχετικά εύκολα άνοιγαν, εάν το πήγαινες το γράμμα. Το ξέρω, το έζησα.
Ίσως γι' αυτό ποτέ δεν θα γραφτεί στα ελληνικά ένα μεγάλο αστικό σύγχρονο μυθιστόρημα, ενώ π.χ. η Ζυράννα Ζατέλη έκλεισε μεγαλοφυώς ολόκληρη την ελληνική επαρχία στα βιβλία της (όπως παλιότερα ο Παπαδιαμάντης και αρκετοί άλλοι). Διότι η ελληνική επαρχία υπάρχει, σε αντίθεση με την αστική Αθήνα που ήταν ανέκαθεν μια κατασκευή, το απείκασμα μιας ιδεοληψίας, μια βαυαρική αντανάκλαση με γελοία νεοκλασικά ή μια χονδροειδής μίμηση βαλκανικού wallpaper. Τίποτε αυθόρμητο, τίποτα που να ανθίζει όμορφα από λαϊκή ρίζα. Στην καλύτερη περίπτωση βρίσκεις θραύσματα από αρχαίες κολόνες στη λάσπη των μοντέρνων – το αποτέλεσμα όμως είναι αποσπασματικό και ασυνεχές. Και μερικοί καουμπόις καλπάζουν μοναχικοί, χωρίς συλλογικό ίχνος τελικά: ένας Κωνσταντινίδης, ένας Ζενέτος, ένας Πικιώνης – χειρονομίες λαμπρές, που κάνουν τον κατακερματισμό της πόλης ακόμα πιο έκδηλο. Η πόλη ποτέ δεν ήταν και δεν έγινε ΕΝΑ – ούτε καν στο (χαμένο) Κέντρο της. Αντικατόπτρισε και αντικατοπτρίζει τη σύγχυση, την προδοτική και δίβουλη φύση της αστικής της τάξης.
Γι' αυτό αισθάνομαι τυχερός που είδα όσα είδα και άκουσα όσα άκουσα στο έρημο τότε νησί μου, τους χειμώνες. Κι εκεί ξεφεύγει συχνά το μυαλό μου, όποτε σφίγγει ο κλοιός της χρεοκοπημένης πόλης, που την αγαπώ όπως τις αμαρτίες μου: με την ένταση μιας βαθιάς συνενοχής.
Από τις επαρχίες θα έρθει η καινούρια μέρα. Όπως στο Θεώρημα του Παζολίνι, η χωριάτισσα υπηρέτρια είναι εκείνη που θα άρει τις κουτσουκέλες των κυρίων της.
_________________________________
ΒΟΝUS TRACK: Ένα ποίημα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου
ΕΣΥ ΠΟΥ ΜΑΧΕΣΑΙ ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Από τη μέθη
της πόλης που μεγάλωσε,
δώσε ξανά
το ίδιο αμάλγαμα από
τρυφερό ανθεκτικό ατσάλι
σ' όσους ψαύουν τη σκόνη
του καιρού
δένοντας το παλιό
με το καινούριο στην
αιώνια χάραξη
_____________________
Aπό την ποιητική συλλογή Ο Δύσκολος Θάνατος, εκδόσεις Νεφέλη.
σχόλια