Η καταγωγή της λέξης «τρόπαιο» σχετίζεται με το ότι, μετά τις νικηφόρες μάχες, οι αρχαίοι μάς έστηναν το σχετικό δοξαστικό μνημείο στο σημείο όπου κρινόταν το τέλος της μάχης, εκεί όπου επήλθε η «τροπή» της, με την οπισθοχώρηση του εχθρού ή, ακόμα καλύτερα, εκεί όπου ο εχθρός ετράπη σε φυγή. Έτσι, η λέξη «τρόπαιο» σήμερα χρησιμοποιείται για οτιδήποτε μπορεί να συμβολίζει μια νίκη ή μια επιτυχία. Και άσχετα με το αν αυτή είναι πολεμική, αθλητική ή προσωπική. Θα άξιζε όμως, για τη χαρά της ακριβολογίας και μόνο, να δημιουργηθεί μια απλή παραλλαγή αυτής της λέξης προκειμένου να καλύπτει τις υποπεριπτώσεις των κάπως ασαφών ίσως και λίγο φαντασιακών, μικρών, καθημερινών, προσωπικών επιτυχιών, όπου το «τρόπαιο» είναι κάτι φαγώσιμο. Η πρόταση είναι αυτό το είδος επάθλου να λέγεται «τρόφαιο». Παράδειγμα χρήσης: «μια μεγάλη σαρδέλα ήταν το τρόφαιο της χαριτωμένης φώκιας που επί τρία ολόκληρα λεπτά στριφογύριζε μια μπάλα με τη μύτη της στο Δελφινάριο» ή έτερο παράδειγμα: «Πήγε και πάλι στο ζαχαροπλαστείο, για το τρόφαιο της ημέρας του, που ήταν τέσσερις μπεζέδες».
Επρόκειτο, λοιπόν, για τη γιορτή Κωνσταντίνου και Ελένης και το ζαχαροπλαστείο είχε αυξημένη κίνηση. Συνήθως, όταν κατέφευγα εκεί για το τρόφαιό μου, τύχαινε να είναι σε ώρα που στο ταμείο καθόταν η κόρη του ιδιοκτήτη. Πάντως, είτε βρίσκεται στο ταμείο η κόρη του είτε ο ιδιοκτήτης, η στάση του σώματος τους είναι πανομοιότυπη: η λεκάνη τους μένει σαν βιδωμένη στο ψηλό σκαμπό μπροστά στην ταμειακή και όποιες κινήσεις χρειάζεται να κάνουν προς τα δεξιά, ή τα αριστερά ολοκληρώνονται με μικρές εκτάσεις του κορμού και κάποιο άπλωμα των χεριών. Ποτέ δεν έτυχε να βρεθώ σε αυτό το ζαχαροπλαστείο και να δω τον πατέρα ή την κόρη να μην κάθονται στο σκαμπό.
Με τον πατέρα, τα πράγματα είναι πολύ λιτά όσον αφορά την επαφή με λόγια. Επιπλέον, σαν φιγούρα είναι ενοχλητικός. Φταίνε τα μουστάκια του, που είναι κάπως φουσκοϊσιωμένα και γυριστά προς τα κάτω. Φταίει επίσης το κενό βλέμμα του και το ότι ανασηκώνει τη μεγάλη κοιλιά του και την αποθέτει στο τραπέζι στο οποίο βρίσκεται η μηχανή, με αποτέλεσμα να είναι πάντα κάπως σκυφτός από πάνω της και γενικότερα να μοιάζει πάρα πολύ με θαλάσσιο ελέφαντα στη στεριά.
Είχα μείνει σαστισμένος να παρατηρώ την ουρά πίσω μου να σχολιάζει εις βάρος μου. Βρέθηκα μόνος μου και αδειασμένος από το λαϊκό δικαστήριο των υπόλοιπων καταναλωτών, που ενώ θα έπρεπε να πολεμούν στο πλευρό μου, στήθηκαν απέναντί μου για να με τουφεκίσουν.
Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που είχε κόσμο λόγω της γιορτής, ο πατέρας στεκόταν στη θέση του και κοιτούσε ατάραχος έξω από την τζαμαρία την κίνηση στον δρόμο, ενώ η μοναδική διαθέσιμη πωλήτρια μετέφερε κάτι τυλιχτά κεράσματα από ένα ταψί στις προθήκες του ψυγείου. Από τακτ οι πελάτες την περιμέναμε υπομονετικά να τελειώσει, επειδή πιστεύαμε ότι αμέσως μετά θα μας εξυπηρετούσε. Όμως αδειάζοντας το πρώτο ταψί, έτρεξε γρήγορα μέσα κι έφερε καινούργιο. Εμείς, πάλι –μα, πόσο κύριοι!– περιμέναμε.
Στο τρίτο ταψί που έφερε η πωλήτρια δεν άντεξα. Σκεφτόμουν όλη εκείνη την ώρα με φωνή βαθιά και συρτή σαν του ζόμπι : «Γιατί μου καθυστερείτε τόσο πολύ το τρόφαιό μου;». Μην αντέχοντας άλλο ξέσπασα και με δυνατή φωνή ζόμπι επιπλήττω τον θαλάσσιο ελέφαντα: «Συγγνώμη, κύριε», του λέω ως εισαγωγή, και ξαφνιάζεται εκείνος γιατί φαίνεται πως δεν του είχε μιλήσει κανείς μέχρι τότε με τέτοια φωνή. Υψώνει, λοιπόν, το φρύδι και κάπως διευθετεί τα μπροστινά του πτερύγια, ώστε να κυκλώσει με αυτά την ταμειακή του. Εγώ ακάθεκτος συνεχίζω: «Έχετε μόνο μία διαθέσιμη πωλήτρια και την έχετε βάλει να γεμίζει το ψυγείο, ενώ εμείς περιμένουμε εδώ με τις ώρες σαν να βρισκόμαστε στο Μητρώο της ΔΟΥ Ψυχικού;».
Συνειδητοποιώ τότε ότι όλοι γύρω μου κάνουν μικρά νεύματα συγχαρητηρίων προς εμένα. Με δικαιώνουν. Ο θαλάσσιος ελέφαντας όμως τα αγνοεί και ανασηκώνοντας λίγο τον σβέρκο του, όπως κάνουν όλοι οι εκνευρισμένοι θαλάσσιοι ελέφαντες, μου λέει θρασύτατα: «Και πώς θα πουλήσω εγώ κύριε αν τα ψυγεία μου είναι άδεια;». «Και γιατί δεν σηκώνεστε από τη θέση σας να γεμίσετε εσείς τα ψυγεία σας, ώστε να απελευθερωθεί η υπάλληλός σας και να εξυπηρετήσει εμάς;» ρωτάω εγώ τώρα, με φωνή πολύ επιτακτική, για να μην πω διατακτική. Οι άλλοι πελάτες γύρω μου προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί τα χέρια τους δεν είναι ήδη έτοιμα σε στάση για να με καταχειροκροτήσουν. Τότε όμως πετάγεται η πωλήτρια και χύνοντας το σώμα της πάνω στο ψυγείο, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα γελοίο αυτοθυσιαστικό, λέει: «Σφάξτε εμένα καλύτερα και όχι το αφεντικό!» μου φωνάζει σε μελοδραματικό τόνο ιερομάρτυρος:
«Πείτε μου! Πείτε μου τι να σας βάλω!».
«Τέσσερις μπεζέδες!» της φωνάζω εγώ δυνατά.
Και τότε ακούω από πίσω μου μία γραία με φτιαγμένο μαλλί να λέει, δήθεν με απορία: «Μα, για τέσσερις μπεζέδες άνοιξε τέτοιον καβγά;».
Ο θαλάσσιος ελέφαντας καγχάζει και λέει «έλα μου ντε;» και απλώνει κάπως το πτερύγιο προς την πωλήτρια κάνοντάς της ένα δυσερμήνευτο νεύμα, στο οποίο εκείνη τη στιγμή δεν έδωσα σημασία, αλλά ήταν τελικά η έγκριση της καταδίκης μου.
Είχα μείνει σαστισμένος να παρατηρώ την ουρά πίσω μου να σχολιάζει εις βάρος μου. Βρέθηκα μόνος μου και αδειασμένος από το λαϊκό δικαστήριο των υπόλοιπων καταναλωτών, που ενώ θα έπρεπε να πολεμούν στο πλευρό μου, στήθηκαν απέναντί μου για να με τουφεκίσουν.
Οικονομοποίησαν όλοι εκείνοι οι προδότες την ηθική τάξη των πραγμάτων και τη λογική και κατέληξαν ότι οι τέσσερις μπεζέδες είναι πολύ λίγοι για να δικαιούμαι να ομιλώ. Πόσο μάλλον για να απαιτώ συντομία εξυπηρέτησης και κέρδος χρόνου.
Έφυγα γρήγορα και θλιμμένος από το μαγαζί.
Με το που βγήκα από την πόρτα άνοιξα βιαστικά το κουτί για να φάω το τρόφαιό μου. Κι εκεί κατάλαβα τι σήμαινε το νεύμα του θαλάσσιου ελέφαντα προς την υποτακτική πωλήτριά του. Ο μπεζές ήταν τόσο σκληρός και μπαγιάτικος, που ήταν αδύνατον να τον συνθλίψω, πιέζοντάς τον με τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο.
Αν μου είχαν μείνει δυνάμεις, θα έπρεπε να έχω επιστρέψει στο μαγαζί και να αποθέσω το κουτάκι με τους μπεζέδες πάνω στην ταμειακή του θαλάσσιου ελέφαντα. Θα έπρεπε όμως να διαθέτω και τις δυνάμεις για μια σύγκρουση του τύπου μόνος εναντίον όλων και εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθα ότι θα έπρεπε να σπαταληθώ σε αυτό.
Φτάνοντας σπίτι, πήρα μια καθόλου ικανοποιητική ρεβάνς με το να διαγράψω από τους φίλους μου στο Facebook το ζαχαροπλαστείο του θαλάσσιου ελέφαντα. Τέρμα πια οι ειδοποιήσεις τύπου «τα τσουρέκια μας μόλις βγήκαν από τοn φούρνο» και πάνε τρία χρόνια τώρα που δεν έχω φάει ούτε έναν μπεζέ. Έχουν πια αποκτήσει για μένα την πικρή γεύση που έχει το γεγονός ότι η απόλαυση του καταστηματάρχη αποκτά μεγαλύτερη σημασία από την απόλαυση του πελάτη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια