Πάνε 25 χρόνια τώρα πια, αρχές Σεπτέμβρη αν θυμάμαι καλά, ένα από τα τελευταία ζεστά Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού που έφευγε. Εκείνα τα χρόνια ανεβοκατέβαινα Αθήνα-Θεσσαλονίκη περισσότερο για να βλέπω φίλους παρά για να εργάζομαι, όπως ισχυριζόμουν, για λογαριασμό της οικογενειακής επιχείρησης. Αν και Σάββατο, που λογικά, αν ήταν χειμώνας, θα είχα μείνει να το περάσω στην Αθήνα, είχα αποφασίσει να πάρω το Ιntercity μεσημέρι για να επιστρέψω έγκαιρα, ώστε να προλάβω τη νυχτερινή έξοδο επάνω. Είχα μαζί μου και ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό που έπρεπε να το προστατεύσω και να το παραδώσω ακέραιο. Ήμουν και κάπως εκνευρισμένος από κάτι εκείνο το πρωινό, γεγονός που εξηγεί ίσως την αντίδρασή μου στο περιστατικό στο οποίο θα αναφερθώ, συν το νεαρό της ηλικίας.
Ο συρμός είχε καταφθάσει στη γραμμή επιβίβασης και ο κόσμος σιγά σιγά είχε αρχίσει να επιβιβάζεται. Βλέπω έναν αστυνομικό να κλοτσάει και να δίνει μια φάπα σε έναν νεαρό ρακένδυτο Αλβανό – ήταν η πρώτη φουρνιά που είχε κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα και τους αναγνώριζες με μεγάλη ευκολία. Ενδιαφέρθηκα να μάθω γιατί τον χτυπούσε από μια ομήγυρη που γελούσε εις βάρος του ανυπεράσπιστου αγοριού: είχε, λέει, αφοδεύσει μέσα σε ένα παροπλισμένο εμπορικό βαγόνι, όπου μάλλον είχε περάσει τη νύχτα του. «Υπάρχει λόγος να τον χτυπάς;», παρατήρησα στον αστυνομικό, ίσως με λίγο παραπάνω θράσος απ' ό,τι χρειαζόταν, μεγάλη δόση αφέλειας και αρκετό τουπέ, ενώ εκείνος μάλλον μόλις είχε αφήσει ελεύθερο το θύμα-μικρό ψάρι για να επιστρέψει στη μεγάλη θάλασσα της ελληνικής φιλόξενης κοινωνίας. «Τι του είσαστε, κύριε;», μου απάντησε με πολύ περισσότερο θράσος και απόλυτη σιγουριά ο μπάτσος. «Εγώ, τίποτα», του αποκρίθηκα, «αλλά εσύ είσαι ένας ρατσιστής και μισός», συμπλήρωσα με περισσή βλακεία και σπουδαιοφανές σθένος. Νόμιζα ότι μόλις είχα προβεί σε μια σπουδαία πράξη ανθρωπισμού και κυρίως αντιεξουσιαστικής τόλμης, όπως αυτές τις οποίες είχα την αυταπάτη ότι ασκούσαν (έτσι νόμιζα ο βαθιά νυχτωμένος) κάποιοι «αγωνιστές» φίλοι μου (κάποτε χρειάστηκε να ξυπνήσω και από αυτή την πλάνη) κάθε φορά που έβλεπαν το άδικο χέρι του νόμου επάνω σε αδύναμους και απροστάτευτους ανθρώπους. Και κάνω να φύγω...
«Υπάρχει λόγος να τον χτυπάς;» παρατήρησα στον αστυνομικό, ίσως με λίγο παραπάνω θράσος απ' ό,τι χρειαζόταν, μεγάλη δόση αφέλειας και αρκετό τουπέ, ενώ εκείνος μάλλον μόλις είχε αφήσει ελεύθερο το θύμα-μικρό ψάρι για να επιστρέψει στη μεγάλη θάλασσα της ελληνικής φιλόξενης κοινωνίας.
«Πώς το είπες αυτό;», φώναξε ο μπάτσος και τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει τη μεγαλύτερη γκάφα, αφού ό,τι είπα το είπα δυνατά και δημοσίως. Ποιώντας την νήσσαν, προχώρησα προς το βαγόνι. «Έι, εσύ, σου είπα κάτι», άκουσα μια αγριοφωνάρα κι αυτομάτως περί τους τέσσερις άντρες με ακινητοποιούν, αρπάζοντας τα μπαγκάζια μου. «Βοήθεια, αστυνομία», πρόλαβα να φωνάξω αυθορμήτως για να πάρω την απάντηση: «Σκάσε, είμαστε αστυνομία». Με πήγαν σηκωτό (καθώς με έβλεπαν οι επιβάτες του τρένου μου να με σέρνουν σαν εγκληματία) σε ένα παράρτημα της ασφάλειας μέσα στον Σταθμό Λαρίσης και μου ανακοίνωσαν ότι θα πήγαινα αυτόφωρο για «αντίσταση κατά της Αρχής» (ποια αντίσταση;) και για «εξύβριση» (για το ρατσιστής)! Σοκαρισμένος από το πώς ένας ανόητος λεονταρισμός κατέληγε σε ολόκληρη περιπέτεια, άρχισα να ειδοποιώ από ένα σταθερό τηλέφωνο που μου έδωσαν την άδεια να χρησιμοποιήσω –κινητά ακόμα δεν είχαμε– φίλους και συγγενείς.
Με κουβάλησαν με περιπολικό στο παλιό Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας στην οδό Σωκράτους, εκεί όπου τώρα είναι ξενοδοχείο. Αφού με πέρασαν από τον αξιωματικό υπηρεσίας για να μου απαγγείλουν κατηγορίες, όπου δήλωσα δημοσιογράφος, αν και τότε το ασκούσα μόνο ως χόμπι, νομίζοντας ότι θα τους θορυβούσε (αμ, δε), ο γλοιωδέστατος γραμματέας μου μιλούσε με απόλυτη απαξίωση και αφού πέρασε όλη η δύναμη του τμήματος να δει το αξιοθέατο και να με σιχτιρίσει («εμ, ποιον θα υπερασπιζόταν, τον Αλβανό!), με μάντρωσαν ολομόναχο σε ένα κελί. Δεν υπάρχει χειρότερη εμπειρία από το να είσαι κλειδωμένος χωρίς διαφυγή, να νιώθεις τέσσερις τοίχους να σε πλακώνουν. Άρχισα να γυρίζω γύρω-γύρω σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Ανησυχούσα και για τις βαλίτσες όπου είχα τα χρήματά μου. Πάνω στο τρίωρο με βγάζουν και μου λένε ότι ο αρχηγός της αστυνομίας είχε ειδοποιήσει να με μετακινήσουν στο κρατητήριο δίπλα στα γραφεία, που έχει πόρτα ανοιχτή για διάφορα ελαφριά περιστατικά. Λες και το δικό μου ήταν βαρύ. Η μεγαλοδημοσιογράφος μητέρα φίλου μου είχε σπεύσει να ενημερώσει τον κύριο αρχηγό ότι δεν ήμουν παρά ένα απερίσκεπτο και ίσως λίγο ανόητο παιδί καλής οικογενείας και ότι δεν ήταν δυνατόν να το περάσω ολόκληρο Σαββατοκύριακο μέσα σε κελί. Από κει και πέρα, όλοι, με πρώτο και καλύτερο τον γραμματέα, μου μιλούσαν με το «σεις και το σας»!
Στο δικαστήριο, Δευτέρα πρωί, ο αστυνομικός δεν εμφανίστηκε γιατί είχε πάει στο χωριό του. Η κυρία δικαστής, όταν είπα ότι βιαιοπράγησαν εναντίον ενός «κατακαημένου ρακένδυτου Αλβανού», με ειρωνεύτηκε, αλλά καθώς ο μηνυτής μου έλειπε, η δίκη έπρεπε να αναβληθεί. Και θα αναβαλλόταν απανωτά άπειρες φορές όλο τον χειμώνα μέχρι το τέλος άνοιξης λόγω μιας σειράς απεργιών των δικηγόρων. Στο τέλος συνεννοηθήκαμε να πούμε μια σαχλή δικαιολογία, ζητήσαμε αμοιβαία συγγνώμη και η κωμωδία τέλειωσε. Αυτό όμως που δεν με αφήνει να ξεχάσω την κωμικοτραγική αυτή ιστορία είναι το ότι ο φίλος που ήρθε να με δει εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα στο τμήμα δεν υπάρχει πια. Την ώρα που Δευτέρα πρωί πήγαινα στο δικαστήριο, εκείνος έμπαινε στο νοσοκομείο, ξεκινώντας έναν Γολγοθά που κράτησε 3-4 χρόνια και προσωπικά δεν έζησα ποτέ από κοντά, όχι από δική μου επιλογή. Ήταν ένας άνθρωπος χαρισματικός και μοναδικός, με τον οποίο μας ένωνε μια τρελή νιότη και πολλά όνειρα – για εκείνον απραγματοποίητα. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι εκείνο το σαχλό περιστατικό με τον μπάτσο έγινε μόνο και μόνο για να του πω το τελευταίο «αντίο». Αν κι εκείνος έχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι μου το είπε με τον δικό του τρόπο τη νύχτα που πέταξε μακριά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια