Στο δοκίμιό του Προδομένες Διαθήκες ο Μίλαν Κούντερα υπερασπίζεται την υπόθεση των «μικρών εθνών». Το μικρό έθνος, λέει, δεν είναι ζήτημα αριθμητικής αλλά μια κατάσταση που συνδέεται με μια ύπαρξη που απειλείται. Το μικρό έθνος είναι αυτό που το σημαδεύει η αλαζονική άγνοια των μεγάλων και γι' αυτό βρίσκεται, συχνά, στα πρόθυρα του θανάτου.
Αυτό το εγκώμιο για τα μικρά έθνη συναντάει την ευαισθησία πολλών συγγραφέων και καλλιτεχνών για τις μικρές γλώσσες και τις ευάλωτες ταυτότητες. Φέρνω στη μνήμη μου, για παράδειγμα, τo πάθος με το οποίο ο Ζάουμε Καμπρέ, ο συγγραφέας του Confiteor, μίλησε για την καταλανική ταυτότητα στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι όμως και τις φλογερές σελίδες που αφιέρωσε ο Αλέν Φινκελκρότ στην –αντιπαθή στη χώρα μας– Κροατία, τη συγκινητική υπεράσπιση των Βόσνιων από πολλούς Ευρωπαίους διανοούμενους και, βέβαια, τη συναισθηματική ταύτιση πολλών ανθρώπων του πολιτισμού με την υπόθεση μιας ανεξάρτητης Σκωτίας.
Αλλά οι περιπτώσεις και οι ιστορίες διαφέρουν. Τι σχέση έχει το βρετανικό ή το ισπανικό νομικό και πολιτικό σύστημα εγγυήσεων αυτονομίας με τη μοίρα της Τσεχίας στον Ψυχρό Πόλεμο (από εκείνο το βαθύ τραύμα ξεκινάει ο Κούντερα) ή με τις τρομακτικές εμπειρίες των γιουγκοσλαβικών εμφυλίων; Τι ενώνει τη σύγχρονη εύπορη και κοσμοπολίτικη Καταλονία με τις φωνές ανεξαρτησίας που αγγίζουν περισσότερο τις φτωχές, εργατικές κοινότητες της Σκωτίας; Και ακόμα κι εκεί όπου μπορεί να βρει κανείς αναλογίες (όπως με την «πλούσια Βρετάνη», και ας έχουν επικριθεί δικαίως αυτά τα εθνοτικά και ταξικά στερεότυπα) είναι προφανές πως άλλο είναι το ιστορικό βάθος και η πολιτική δυναμική του κάθε εθνικισμού.
Κακά τα ψέματα: μοιάζει σχεδόν αδύνατο να πλησιάσει κανείς αυτές τις καυτές ζώνες της Ιστορίας, μένοντας συνεπής σε μια αρχή, λόγου χάρη στην αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών. Γιατί; Πέρα από τις ιδεολογικές προτιμήσεις που ενσταλάζουν μέσα μας διαφορετικά μέτρα και σταθμά, υπάρχει πια ένας καθόλα δικαιολογημένος φόβος: διαισθανόμαστε ότι η λογική των αποσχίσεων φέρνει πιο κοντά τις θεσμικές και πολιτικές κρίσεις. Ότι πιθανόν μπορεί να είναι και η χρυσή ευκαιρία για λαϊκιστές δημαγωγούς που σερφάρουν δεξιά κι αριστερά αδιαφορώντας για τις πρακτικές συνέπειες των επιλογών τους.
Αν το μικρό έθνος είναι ένα πεπρωμένο, τίποτα δεν εγγυάται πως έχει το δίκιο με το μέρος του.
Μη ξεχνάμε ότι ο Κούντερα μιλούσε για τα μικρά έθνη έχοντας κατά νου τους πολίτες της Πράγας που αντιστάθηκαν στα σοβιετικά άρματα τον Αύγουστο του 1968. Και ότι αυτοί που έγραψαν και κινητοποιήθηκαν για τους Βόσνιους είχαν στην καρδιά τους τη φοβερή πολιορκία και τις σφαγές στη Σρεμπρένιτσα. Οι εμπειρίες διωγμού και στυγνής καταπίεσης από τη μια και η συγκίνηση που προκαλεί το θέμα της επιβίωσης και της προστασίας των μικρών γλωσσών από την άλλη, αυτά είναι τα θερμά υλικά της συμπάθειας για τους περιφερειακούς εθνικισμούς.
Κάπου εδώ όμως παραμονεύουν η αφέλεια και οι ευσεβείς πόθοι του παρατηρητή. Να, ας πούμε, ο λυρισμός του Έλληνα αριστερού που θέλει να βλέπει κάθε αντίσταση (και μάλιστα σε έναν δεξιό όπως ο Ραχόι) ως κάτι καλό και απελευθερωτικό. Και έπειτα είναι η συναισθηματική ταύτιση με τον «μικρό», με αυτόν που εμφανίζεται κατά τεκμήριο πιο άοπλος στη σύγκρουση με την αρματωμένη κεντρική εξουσία, έστω και αν τυπικά παρανομεί. Και κάτι που πάει ίσως βαθύτερα: μια ολόκληρη παράδοση σκέψης και αισθημάτων που στέκεται καχύποπτα απέναντι στις τεχνητές, νομικές δεσμεύσεις της κάθε κρατικής τάξης. Είναι παλιά ιστορία η ρομαντική συμπάθεια για το έθνος ως «ψυχή ενός λαού» και μαζί η εχθρότητα για το «ψυχρό κράτος», όπως το αποκαλούσε ο πρωτομάστορας του γερμανικού εθνικισμού Χέρντερ.
Ένα μικρό έθνος/εθνότητα είναι εν τέλει κατά τι πιο κοντά σε αυτήν τη ρομαντική εικόνα του θύματος με τη μεγάλη, ανυπότακτη καρδιά. Δεν έχει σημασία αν στην πραγματικότητα μπορεί να έχουμε προνομιούχες περιοχές και πολύ ταπεινά κίνητρα τοπικών ελίτ, γιατί αυτό που μετράει είναι η ιδιαίτερη θερμοκρασία που τυλίγει πάντα τον αγώνα του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, τον «μικρό» σε σχέση με τον «μεγάλο».
Σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά πως τώρα έχει όλο το δίκιο η ισπανική κυβέρνηση και ότι το ζήτημα είναι απλώς μια αντισυνταγματική παρανομία που παρασύρει έναν κόσμο;
Κάποιοι έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να πάρουν θέση, βλέποντας «πραξικοπηματίες που κινήθηκαν εναντίον ενός κράτους δικαίου».
Άλλοι, στους αντίποδες, έχουν ήδη ανακαλύψει μια νέα κινηματική θεότητα που μπορεί να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της «αυταρχικής Ευρώπης».
Αν υποθέσουμε όμως πως και αυτή η ιστορία δεν μπορεί να χωρέσει στο υπέρ και στο κατά, στα ζήτω και στα κάτω∙ πως έχει διαστάσεις που αγνοούμε, πτυχές που δεν θέλουμε να τις μάθουμε, ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια άσχετα με τις δικές μας εμμονές, τότε ίσως μπορούμε απλώς να ευχηθούμε να μη γίνουν τα αίσχη των ισπανικών ΜΑΤ βούτυρο στο ψωμί των αδιάλλακτων και των εμπόρων του εθνικισμού. Και ξαναδιαβάζοντας ωραία κείμενα σαν τις Προδομένες Διαθήκες να είμαστε πάντα κάπως επιφυλακτικοί με τα ευγενή όνειρα των συγγραφέων, αφού πολλές φορές έπεσαν έξω. Αν το μικρό έθνος είναι ένα πεπρωμένο, τίποτα δεν εγγυάται πως έχει το δίκιο με το μέρος του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια