Θα έπρεπε να σε έχω αποχαιρετήσει καλύτερα. Είναι αυτές οι μέρες που το αριστερό με το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μου κάνουν πάρτι και οι αμυντικοί μηχανισμοί μου ξελασκάρουν. Περνάω νύχτες από αυτές που ονειρεύεσαι, μα δεν κοιμάσαι. Κάθε που φτάνει 26 Οκτώβρη κάποιος με δένει σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα και με βάζει να κοιτάω μέσα από ένα καλειδοσκόπιο παραμορφωμένες εικόνες, που αν πάρω μια βαθιά ανάσα τις βλέπω πεντακάθαρα και μπορώ να τις ξαναζώ. Τη μέρα αυτή γιορτάζαμε το όνομά μου μαζί με τα γενέθλιά σου, σβήναμε παρέα σοκολατένιες τούρτες. Τη μέρα αυτή, μετά από ένα μήνα εντατικής ένιωσα πως θα έφευγες και πως εξαιτίας του black humor σου συμβολικά θα διάλεγες αυτή την ημέρα μας σαν να ήταν η απελευθέρωσή σου.
Για έναν μήνα κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο πεταγόμασταν όλοι τρομαγμένοι, μήπως έρθει κάποιο νέο από τον γιατρό. Εκείνο το βράδυ ήμουν στο δωμάτιό μου, δεν με έπαιρνε ο ύπνος, είχα βάλει να δω το «Underground» του Kusturica. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήξερα ακριβώς τι σήμαινε εκείνο το ντριν. Μετά από ένα μήνα κατάφερα να κοιμηθώ ήσυχη εκείνο το βράδυ. Ήταν σαν να κατάπια εκείνη την κοτρώνα που στεκόταν υπερήφανα στο στομάχι μου. Ακόμα να τη χωνέψω. Όσο για την ταινία, κατάφερα να την ξανά δω πριν ένα μήνα, αυτή τη φορά με το τηλέφωνο απενεργοποιημένο. Από την κηδεία σου θυμάμαι ελάχιστα πράγματα. Ίσως επειδή είχα μεθύσει από το πολύ κονιάκ. Το μόνο που θυμάμαι καθαρά, ήταν ότι είχα πάει θυμωμένη στο τραπέζι που καθόταν ο παπάς μετά το μυστήριο. Με κοιτούσε από μακριά για πολύ ώρα, σαν να με προκαλούσε να του μιλήσω. Πήγα κάθισα απέναντί του και για πρώτη φορά περίμενα εξηγήσεις από παπά. «Πάτερ πιστεύετε στο Θεό;» τον ρώτησα με επικριτικό ύφος. «Μερικές φορές ναι, μερικές φορές όχι», μου είπε. «Και πώς γίνατε παπάς;». «Έτυχε και έγινα, δεν το θέλησα ποτέ πολύ». «Και τι γίνεται τελικά όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι;». «Ειλικρινά δε ξέρω, θα ήταν ωραίο να υπήρχε παράδεισος, αλλά δυσκολεύομαι να το πιστέψω», μου είπε χαϊδεύοντας την άσπρη του γενειάδα. Οι αντιεκκλησιαστικές του απαντήσεις, κάπως με ησύχασαν. Από μακριά με κοιτούσε η μάνα μου τρομαγμένη και ευχόμενη να μην του λέω «καλό παράδεισο και στα μούτρα σου πάτερ». Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με το κονιάκ και ίσως για πρώτη φορά ένιωσα άνετα με παπά.
Φέτος έκανα βουτιά για πρώτη φορά από ψηλό βράχο. Κάτω στο βυθό ήταν σαν να είχαμε ραντεβού, σαν να ειδωθήκαμε για λίγο. Μου έκανες ποδαράκι με τα χέρια σου και βγήκα στην επιφάνεια. Στέγνωσα πάνω σε έναν καυτό βράχο. Ξέρουμε και οι δύο μας «πως το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί στις φλέβες του ανθρώπου». Και είμαστε ελεύθεροι μπαμπά!
Το στάδιο της άρνησης κράτησε για καιρό. Φάρσα θα είναι, μια από τις γνωστές φάρσες που αρέσκεται να κάνει ο μπαμπάς μας. Σαν αυτές που κάναμε στη Χαλκιδική. Που δέναμε με σπάγκο χαρτονομίσματα και κρυβόμασταν πίσω από τα δέντρα την ώρα που γυρνούσε ο κόσμος από τη θάλασσα. Ηλιοκαμένοι και διψασμένοι, νόμιζαν πως η τύχη τους χαμογελά και πως είναι η μέρα τους. Πήγαιναν να πιάσουν τα χαρτονομίσματα κι εμείς τα τραβούσαμε συνεχίζοντας το κοινωνιολογικό μας πείραμα. Χαρτονομίσματα έτρεχαν στο δρόμο και άνθρωποι έτρεχαν ακόμα πιο πολύ μοιάζοντας με γάτες που κυνηγούν βουλίτσες από λέιζερ. Όταν κατάλαβα πως δεν ήταν φάρσα επέμενα να κάνω κλήσεις στο κινητό σου. Δε το σήκωσες ποτέ. Άλλωστε τα τηλέφωνά σου τα σήκωνα εγώ. Οι φίλοι σου με φώναζαν «τηλεφωνήτρια». Καθόμουν σε μια καρέκλα δίπλα από το τηλέφωνο και περίμενα να χτυπήσει για να το απαντήσω. Προσπαθούσα να κάνω τη φωνή μου να μη μοιάζει με δεκάχρονου. Ακουγόμουν σαν τη Κρουέλα Ντεβίλ που κατάπιε ένα ολόκληρο μπαλόνι με ήλιο. Ακολουθούσαν τα παρακάτω: «Γεια σας κύριε, ποιος είστε, γιατί τον ζητείτε;». Τα σημείωνα στην ατζέντα και μόλις γυρνούσες από τη δουλειά ερχόμουν και στα έλεγα σα σίφουνας… «Πήρε ο χοντρούλης φίλος σου, ο κύριος Αλέκος και είπε να τον πάρεις, είπε επίσης ότι θα μου φέρει δώρο ένα cd player».
Μου λείπουν οι μέρες που γυρνούσες από τη δουλειά. Που καθόμασταν μπροστά από το τζάκι και μερικές φορές έλιωναν οι κάλτσες μας επειδή βάζαμε τα πόδια μας στην πυρωμένη πέτρα για να ζεσταθούν. Όλες εκείνες οι συζητήσεις τα βράδια για την αστρονομία, τον Τέσλα, τη φιλοσοφία και τα ηθικά διλλήματα που τελείωναν συνήθως όταν η μαμά φώναζε: «Έχεις σχολείο αύριο, μήπως πρέπει να πας για ύπνο;». Αγοράζαμε τότε το Science Illustrated και το Discovery και το μόνο που με απασχολούσε ήταν αν υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες και αν με το τηλεσκόπιο που μού είχες πάρει θα καταφέρναμε να δούμε κάτι απόκοσμο στον ουρανό. Οι γείτονες μας είχαν κάνει παράπονα τότε, πως τάχα τους παρακολουθούμε με το τηλεσκόπιο τα βράδια. Γελούσαμε, βλέπαμε Carl Sagan και απορούσαμε με το πόσο σημαντικοί νομίζουν πως είναι οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτή την «χλωμή μπλε κουκίδα» που λέγεται Γη.
Θυμάμαι πάντα τη Χαλκιδική. Το καλοκαιρινό μας σπίτι, μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Με είχες ρωτήσει: «Τι χρώμα θέλεις να το βάψουμε;» και σου είχα πει απνευστί «ΡΟΖ». Όλοι μας κορόιδευαν, αλλά δε δίναμε δεκάρα. Είχαμε λοιπόν για χρόνια ένα ροζ σουρεαλιστικό σπίτι. Που δεν ήταν ακριβώς σπίτι, αλλά αυτοσχέδια κατοικία με ένα σωρό πατέντες, χωρίς ρεύμα αλλά με καλώδια που αν ήξερες να συνδέσεις ερχόταν το φως. Τηλεόραση δεν βάλαμε ποτέ, είχαμε τρανζίστορ, βιβλία και το οικολογικό ψυγείο που είχες φτιάξει για πλάκα μέσα στο έδαφος και με έστελνες κάθε τρεις και λίγο να ψαρεύω παγωμένες μπύρες. Είχαμε και το λεμονάτο. Το λεμονάτο ήταν ένα δέντρο που με είχες βάλει να φυτέψω και αγωνιούσα μέχρι να έρθει η στιγμή για να το ξαναδώ. Μου είχες πει πως θα μεγαλώνουμε μαζί και θα έχουμε το ίδιο ύψος.
Τότε αδυνατούσα να καταλάβω πόσο ονειρικά ήταν όλα αυτά και να αντιληφθώ πως μάλλον δεν θα ξανασυναντούσα τίποτα παρόμοιο με την «Τούρτα». Η «Tούρτα» ήταν το πιο διάσημο σπίτι της γειτονιάς μας. Ήταν χωμένο μέσα σε κάτι στενά και ο κήπος ήταν σαν της Αλίκης στην χώρα των θαυμάτων. Όλοι οι θάμνοι είχαν ανθρώπινες φιγούρες, είχε ένα μεγάλο σιντριβάνι με παχύσαρκους βατράχους και από τα δέντρα κρέμονταν ονειροπαγίδες. Ήταν γεμάτος με πολύχρωμα λουλούδια και στο κέντρο υπήρχε η διάσημη «Τούρτα», στρώματα από λουλούδια που νοητά σχημάτιζαν μια γιγαντιαία τούρτα. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα να γίνω λουλουδοφάγος. Εκεί συνήθως περνούσα τα απογεύματα τρώγοντας πασατέμπο και κοιτώντας σαν stalker τον κύρη του σπιτιού να κλαδεύει τα δέντρα. Μετά, έφευγα σφαίρα στην κυρία Χαρίκλεια. Την πιο καλοσυνάτη κουτσομπόλα της γειτονιάς που μου έδινε πάντα καραμέλες βουτύρου και μου έφτιαχνε κρυφά ελληνικό καφέ.
Τον οικισμό που μέναμε τον λέγανε «δελφίνια», είχε παντού έξω από τα σπίτια ζωγραφιές με δελφίνια και κορίτσια που τα καβαλούσαν κι έκαναν βόλτα μαζί τους. Δεν ήξερα γιατί είχε ονομαστεί έτσι. Μέχρι που μια μέρα μέσα στο κατακαλόκαιρο, εκεί που κάναμε κόντρες για το ποιός θα φτάσει πρώτος στις σημαδούρες, είδαμε κάτι μεγάλο να έρχεται από μακριά. Εγώ πεπεισμένη πως είναι καρχαρίας είχα ξεκινήσει ήδη να γυρνάω πίσω, μέχρι που κατάλαβα πως δεν με ακολουθούσες. Είχες πάρει αγκαλιά την σημαδούρα και γελούσες. Ήταν δελφίνια μπαμπά! Έβλεπα πολύ κοντά μου δυο δελφίνια να παίζουν, είχα λύσει την παιδική μου απορία για την ονομασία της γειτονιάς μας και για μια εβδομάδα ονειροποιήθηκαν οι ζωγραφιές που κοιτούσα έξω από τα σπίτια. Έβλεπα πια στον ύπνο μου πως καβαλάω ατρόμητη τα δελφίνια και κάνουμε βόλτες σε ωκεανούς. Ήμουν ευτυχισμένη. Κάπως έτσι ήταν τα καλοκαίρια μας, μέχρι που το λεμονάτο έγινε γίγαντας και ξεράθηκε και όχι πια δεν μεγαλώναμε μαζί, αλλά δεν ήταν εκεί ούτε για να δει εμένα να μεγαλώνω. Όμως τα δελφίνια έρχονται ακόμα στον ύπνο μου και τώρα ξέρω πως δεν είναι καρχαρίες. Βουτάω!
Όταν έφυγες μου άφησες κουσούρια. Να μπορώ να απελευθερώνομαι μόνο όταν γράφω. Για δυο μήνες έκανα μόνο αυτό, πήγε άπατη εκείνη η πρώτη μου εξεταστική, απορροφήθηκε μέσα σε ημερολόγια και ποιήματα. Μετά άρχισα να ψάχνω ανθρώπους με ωραίες ιστορίες, άλλοτε θλιβερές αλλά πάντα ατόφιες. Υπολείμματα δικά σου. Οι φίλοι σου ήταν αλλόκοτες φιγούρες, όλοι αυτοί που έρχονταν σπίτι και έμοιαζαν με πρωταγωνιστές βιβλίου, έπρεπε κάπως να συνεχίσουν να υπάρχουν. Άκουσα προσεκτικά κάθε τους ιστορία και προσπάθησα να σού τις διηγηθώ. Σου είπα για ιερόδουλες, για νεκροθάφτες, για ζωγράφους, για γιορτές περιτομής, για τους φίλους δίχως όραση, για εκείνο το απόκοσμο τσιφτετέλι του κοριτσιού που ήταν τσιγγάνα και έμοιαζε εκπληκτικά με τη Φρίντα Κάλο. Σίγουρα θα θυμάσαι το ροδακινί νυφικό της. Δεύτερο κουσούρι, Παύλος Παυλίδης. Αλήθεια πιστεύω πως ποτέ δεν θα μου άρεσε ο Παυλίδης αν δεν έφευγες. Αλλά είναι που ‘χω ανάγκη πολλές φορές την εφηβεία μου. Η Ρίτα, η Λόλα, η φωτιά στο λιμάνι, το τρένο φάντασμα και οι συμμορίες της ασφάλτου. Με ανακουφίζουν όταν τα βάζω στο τέρμα. Κοντεύουν να τα μάθουν και οι γαλλόφωνοι γείτονές μου. Όσο για τον σουρεαλισμό που μου άφησες για προίκα, τον απολαμβάνω. Μερικές φορές υποφέρω από όλα αυτά που συμβαίνουν και είναι εξωπραγματικά. Αλλά ο Νταλί ζει μέσα μου πια! Νιώθω ευγνωμοσύνη που άγνωστοι άνθρωποι μου μιλούν και μου εξομολογούνται μέσα σε λίγη ώρα πράγματα που για να ειπωθούν χρειάζονται σίγουρα παραπάνω από λίγη ώρα. Μερικές φορές νομίζω πως μου τους στέλνεις εσύ.
Ξέρω βέβαια πως δεν τους στέλνεις εσύ γιατί τα είχαμε λύσει από νωρίς αυτά τα θέματα. Πιτσιρίκι ακόμα μου ‘χες πει πως για σένα δεν υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση και πως όταν πεθαίνει κάποιος, το καλύτερο είναι να γίνεται λίπασμα και να δίνει τροφή στα τριγύρω δέντρα. Τα σέβομαι τα δέντρα. Αυτό που θαυμάζω πιο πολύ απ’ όλα, είναι το πόσο εύκολα περνούσες πράγματα στο χαρακτήρα μου χωρίς να μου το διδάσκεις. Ποτέ δεν μου πες πως πρέπει να αγαπάμε τα ζώα. Αλλά πάντα έφερνες αδέσποτα που έπεφταν στο δρόμο σου και γίνονταν τα κατοικίδιά μας. Ποτέ δεν είπες να βοηθάμε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Αλλά το Πάσχα είχες πάει ένα ψημένο αρνί σε εκείνη την καλύβα που έμεναν δέκα άνθρωποι μαζί και τους έκανες να γιορτάσουν σα παιδιά. Δε μου πες να είμαι εχέμυθη, αλλά όταν έρχονταν οι φίλες της μεγάλης μου αδερφής και με κλείδωναν απ’ έξω για να πουν τα μυστικά τους, εγώ κρυφάκουγα και μου ‘χες βγάλει το παρατσούκλι «ο αγγελιοφόρος του Θεού» όταν ερχόμουν και πρόδιδα τα μυστικά τους. Μού έλεγες πως αν ήθελε η αδερφή μου να τα μάθεις, θα στα έλεγε η ίδια. Δεν μου είπες ποτέ πως για να αντέξω την πραγματικότητα πρέπει μερικές φορές να ονειροπολώ, αλλά για χρόνια σχεδιάζαμε εκείνο το δεντρόσπιτο που τελικά δεν προλάβαμε να φτιάξουμε, μα ξέρεις εγώ κατοικώ ήδη εκεί.
Λείπεις σε όλους μας πολύ. Μα έχεις πλάσει έτσι την οικογένειά μας που ο καθένας έχει αναλάβει κάποιον από τους ρόλους σου. Θα ήθελα να είσαι εδώ σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Να μού δώσεις μια ιδέα για θέμα πτυχιακής, να ξανά κολυμπήσουμε μαζί, να στήσουμε το τηλεσκόπιο, να σκαρφαλώσουμε σε βράχους και να ταΐσουμε με μπιμπερό νεογέννητα γατιά που πέθανε η μάνα τους στη γέννα. Να είσαι για λίγο ακόμα μέντοράς μου. Θυμάσαι που όταν διαφωνούσαμε και δεν μπορούσα να υποστηρίξω τη γνώμη μου έβαζα τα κλάματα και κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μου; Δε το κάνω πια, ίσως να έγινα λίγο πιο σοφή. Μα μερικές φορές μπορεί να μην ξεφλουδίζεται καλά το καρότο και να βάζω τα κλάματα φωνάζοντας με όλη μου τη δύναμη «Ηλίθιο καρότο!». Ήταν τιμή μου που σε γνώρισα σαν πατέρα μου και που στέκεσαι ακόμα μέσα μου με το παρατσούκλι που σου είχαν βγάλει οι φίλοι σου «Αστέρας». Που έχω τα σγουρά σου μαλλιά, το κενό σου ανάμεσα στα μπροστινά δόντια και το βροντερό σου γέλιο.
ΥΓ.: Φέτος έκανα βουτιά για πρώτη φορά από ψηλό βράχο. Κάτω στο βυθό ήταν σαν να είχαμε ραντεβού, σαν να ειδωθήκαμε για λίγο. Μου έκανες ποδαράκι με τα χέρια σου και βγήκα στην επιφάνεια. Στέγνωσα πάνω σε έναν καυτό βράχο. Ξέρουμε και οι δύο μας «πως το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί στις φλέβες του ανθρώπου». Και είμαστε ελεύθεροι μπαμπά!
σχόλια