Τη μισή ζωή τη ζούμε προσπαθώντας να ξεφύγουμε από συνήθειες που αποκτήσαμε στην άλλη μισή. Παρευθύς πάει ο νους μας στη χαρτοπαιξία, στη διψομανία, στα τσιγαριλίκια, στα φουστάνια, αλλά και σε πιο ευγενείς -ο λόγος το λέει- επιδόσεις.
Αλλά γιατί σε μια στιγμή του βίου το εγώ μπαίνει στα κακά στενά και «πρέπει» να κάνει τάμπουλα ράζα, να γίνει καψοκαλύβας και να αρχίσει μιαν άλλη ζωή;
Ορισμένα γνωρίσματα αφήνουν «εποχή» στις ζωές των ατόμων. Παρακολουθούμε για παράδειγμα πώς διαμορφώνεται μέσα στα χρόνια η φυσιογνωμία γνωστών και φίλων. Το μαλλί ήταν πυκνό τα πρώτα χρόνια, μετά γύρισε σε χωρίστρα, άρχισε να αραιώνει, ξεθώριασε το χρώμα του μέχρι να καταλήξει σε δυο κολπίσκους πάνω από τα μάτια που άφησαν ακρωτήρι ανάμεσά τους. Μέτωπο, μάτια, στόμα και πηγούνι δεν έχουν ύλη, απεναντίας πλάθονται από συγκινήσεις και μεταστάσεις. Μια ματιά του ‘ριξα, λέμε, και τα είδα όλα.
Το κορμί δεν ξεκορμίζει -πού να πάει άλλωστε;-, όπως και οι μυστικοί συντονισμοί που καλλιεργήθηκαν στο πρώτο μισό της ζωής δεν γίνεται να αποσυντονιστούν, λες και ξανακουρδίζουμε ένα όργανο.
Η περπατησιά με τη σειρά της είναι το πιο προσωπικό γνώρισμα. Ενώ τη θεωρούμε φυσιολογική κίνηση, δοθέντος ότι όλα τα έμψυχα κινούνται, ουδέποτε μοιάζει με την περπατησιά του άλλου. Το πόδι αλαφροπάτητο που έχει ο ένας, στον άλλον είναι βαρύ και ατσούμπαλο, ενίοτε παίρνει μαζί και τους ώμους, καμιά φορά μοιάζει με βήμα παρελάσεως, με κίνηση ακροποδητί, με ό,τι βάλει ο νους μας. Από μακριά πρώτα βλέπουμε την κίνηση και μετά τον άνθρωπο.
Κάτι ξέρουν οι Γάλλοι που με τη λέξη αλύρ δεν εννοούν μόνο το βάδισμα, αλλά και το στυλ. Ιλ α λεζ αλύρ ντ' εν μιλιοναίρ: συμπεριφέρεται σαν εκατομμυριούχος. Αβουάρ λ' αλύρ ντ' εν κλοσάρ : μοιάζω με αλήτη. Αν ρωτήσουμε κάποιον γιατί περπατά έτσι, απάντηση δεν παίρνουμε. Ο τρόπος γεννήθηκε από μόνος του, βγήκε από μέσα του.
Όσο για το ιδιάζον της φωνής, εκεί πια απάντηση δεν υπάρχει. Ο καθένας είναι η φωνή του. Η αξία της μάλιστα είναι ότι δεν μπορούμε να την περιγράψουμε.
Ακούς μετά από χρόνια τη φωνή ενός χαμένου φίλου στο τηλέφωνο και στη στιγμή βγαίνει από το σύρμα η φάτσα του. Δεν είναι τυχαίο ότι, αδυνατώντας να προσδιορίσουμε τον ήχο, αναγκαζόμαστε να προσφύγουμε στην όραση μιλώντας για «ηχόχρωμα», σάμπως να πρόκειται για κάτι που ακούνε τα μάτια.
Η φωνή βγαίνει από τα βάθη του αλλού, είναι ψυχική αντιπροσώπευση και σπατάλη. Μιλάει σαν ισόβιο παγιδευμένο τραγούδι που εξωτερικεύεται χωρίς να αναλώνεται. Άλλωστε και η λέξη χάδι κατάγεται από το «ηχάδιον», που σημαίνει τραγουδάκι.
Οι φυσιογνωμιστές μπήκαν στα κακά στενά προσπαθώντας να βρουν αντιστοιχίες ανάμεσα στο μέσα και στο έξω και να καταλήξουν στην ταύτιση του προσώπου.
Ο Μπαλζάκ, όπως ξέρουμε, ακολουθούσε ανθρώπους στο δρόμο και, μιμούμενος την κίνησή τους, πίστευε ότι κρυφοκοιτάζει το «μέσα» τους, ότι η ψυχή του τρύπωνε μέσα στη δική τους. Μιμούμενοι ξένες φωνές, ξένες κινήσεις και τρόπους, πιθανώς έχουμε την αυταπάτη ότι (τραβάμε την κουρτίνα του σώματος και επιτέλους) έχουμε τον άλλον μπροστά μας - ζωντανό και ακάλυπτο.
Μάταιη ψευδαίσθηση βέβαια, που αποδεικνύεται όταν παρακολουθούμε κάποιον να προσπαθεί να ξεφύγει από τις παλιές του συνήθειες και να το σκάσει κατά κάποιον τρόπο από τον παλιό του εαυτό. Θέλει να απαλλαγεί από τις βαριές δουλείες της νεότητάς του. Το λέει και το πιστεύει. Επιχειρεί ταξίδια μακριά από τον τόπο του -και τον εαυτό του, έτσι τουλάχιστον νομίζει-, αλλάζει τρόπους, συγχρωτίζεται διαφορετικούς ανθρώπους, λες και θέλει να κάνει ένα βήμα έξω από τη βαρύτητα.
Η αυτοεξορία εν προκειμένω ακολουθεί ιατρικές επιταγές. Σε άλλο τόπο θα γίνεις άλλος άνθρωπος, με άλλους ανθρώπους θα αποκτήσεις άλλες συνήθειες. Η συνταγή δεν είναι κακή, μόνο που παραβλέπει τη βαθύτητα των συνηθειών.
Κάθε καταργημένη συνήθεια κάνει τον τέως εθισμένο να νιώθει σαν «τραβηγμένο» πρόσωπο. Κάποιο βέβηλο χέρι απλώθηκε πάνω του και τον βελτίωσε, κόβοντας ένα κομμάτι του εαυτού του.
Ο θεραπευτής πιθανώς δεν γνωρίζει ότι οι εθισμοί είναι μεταμορφώσεις μιας βαθύτητας η οποία συγκροτεί εσωτερικά την προσωπικότητα. Το στραβόξυλο -τον καθένα μας δηλαδή- το ισιώνει μόνο η φωτιά, κατά συνέπεια δεν γίνεται να βγεις από τους εθισμούς για να εθιστείς σε μια ζωή χωρίς εθισμούς.
Το κορμί δεν ξεκορμίζει -πού να πάει άλλωστε;-, όπως και οι μυστικοί συντονισμοί που καλλιεργήθηκαν στο πρώτο μισό της ζωής δεν γίνεται να αποσυντονιστούν, λες και ξανακουρδίζουμε ένα όργανο.
Ο αυτοβασανιζόμενος κυνηγάει λαγό και διαρκώς βρίσκεται μπροστά σε αρκούδα. Να παραιτηθεί από τον εξαχρειωμένο εαυτό του· ναι, δεν διαφωνεί. Αλλά τι θα κρατήσει; Πρόσωπο, φωνή, μάτια, κίνηση, νοοτροπία έχουν διαποτιστεί από τον βιωθέντα χρόνο. Η αλήθεια του κατοικεί στο παρελθόν.
Αν δραπετεύσει -πράγμα που δεν αποκλείεται- μοιάζει πλέον με μεσήλικα που ανανεώνει την παιδικότητά του.
Υπάρχουν όμως και νεοπαγείς συνήθειες. Ορειβασία, χειμερινή κολύμβηση, κιθάρα, σκάκι, γυμναστική, συλλογή γραμματοσήμων. Η περπατούρα για τον νεοπαγή «υγιή» είναι πολλαπλή. Μήπως θυμίζει λιγάκι λοβοτομημένο που πάει από δωμάτιο σε δωμάτιο πιάνοντας τους τοίχους; Μπράβο το καλό παιδί, έβαλε μυαλό, έγινε σαν όλους τους ανθρώπους!
Ο περίγυρος είναι στοιχειωμένος από την έμμονη ιδέα του φυσιολογικού. Κατά περίεργο τρόπο όμως ο «φυσιολογικός» σπουδάζει με απλανές βλέμμα την απάθεια.
σχόλια