Όταν το κράτος αποδεικνύεται αναξιόπιστο, υπονομεύει την ίδια του την υπόσταση, καθώς η διάρρηξη των δεσμών εμπιστοσύνης με τους πολίτες θέτουν κράτος και κοινωνία σε μια αυτοτροφοδοτούμενη δίνη. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι ακόμα και τα πιο συνετά κράτη κάποια στιγμή βρίσκονται στη δύσκολη θέση να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν σε όλες τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει. Αυτά έχει μια κοινωνία που στηρίζεται στις αγορές για τα πάντα σχεδόν: από την τραπεζική πίστη και την ενέργεια έως τη στέγαση και την υγεία. Κάποια στιγμή ένα οικονομικό κραχ φέρνει το υπουργείο Οικονομικών στη δυσάρεστη θέση να μην μπορεί να πληρώσει όλους τους λογαριασμούς που έχει υποσχεθεί να «τιμήσει».
Οι υποχρεώσεις του κράτους είναι λογιών-λογιών και τη στιγμή της κρίσης η κυβέρνηση έχει τον άχαρο ρόλο να τις βάλει σε σειρά προτεραιότητας, ουσιαστικά αποφασίζοντας ποιες από αυτές θα ικανοποιήσει και ποιες θα καταστρατηγήσει. Αυτή η ιεράρχηση κρύβει νομικές, πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις. Στην κρίση του ευρώ είδαμε πως η ευρωπαϊκή καθεστηκυία τάξη θεωρεί τα χρέη προς τζογαδόρους μεγαλο-επενδυτές (π.χ. εκείνους που δάνεισαν τις ανόητες ιρλανδικές και κυπριακές τράπεζες) την πιο ιερή υποχρέωση ενός κράτους (μετά τα χρέη προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ βεβαίως), ενώ την υποχρέωση προς μικροσυνταξιούχους και καρκινοπαθείς (των οποίων η θεραπευτική αγωγή τίθεται σε κίνδυνο με τις περικοπές στα συστήματα υγείας της περιφέρειας) την αντιμετωπίζει ως «αναλώσιμη».
Σε κάποιον βαθμό η ιεράρχηση των κρατικών ευθυνών όντως αντανακλά τον φόβο των ισχυρών. Π.χ. κανείς υπουργός Οικονομικών δεν θέλει να τα βάλει με ένα αρπακτικό hedge fund στα δικαστήρια της Νέας Υόρκης. Όμως, πέραν αυτών των «αντικειμενικών» λόγων, η πικρή αλήθεια είναι ότι, όπως πάντα, οι υποχρεώσεις που καταστρατηγούνται είναι εκείνες που αφορούν τους ασθενέστερους. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν οι ασθενέστεροι έχουν πάψει να εκπροσωπούνται στην πολιτική σκηνή (είτε λόγω της ηθικής και ιδεολογικής κατάρρευσης των συνδικάτων είτε επειδή οι άνεργοι και όσοι έχουν εκπέσει στα όρια της κοινωνίας δεν είχαν ποτέ αντιπροσώπευση);
Όλα αυτά είναι γνωστά και κατανοητά. Όμως, η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για κούρεμα των Κύπριων μικροκαταθετών, που καταστρατηγεί τη νομική υποχρέωση του κυπριακού κράτους να διασφαλίσει καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ, εισάγει καινά δαιμόνια στη συζήτηση. Πρόκειται για την πιο κατάφωρη παραβίαση ευθύνης κράτους απέναντι στους πολίτες του, καθώς παίρνει πίσω την υπόσχεση που δόθηκε το 2008 (τότε που κατέρρεε η Lehman Brothers) ότι οι μικροκαταθέτες δεν έχουν κανέναν λόγο να φοβούνται, καθώς το κράτος τούς εγγυάται τις καταθέσεις τους στο ακέραιο. Και καθώς στο πλαίσιο της Ευρωζώνης οι πολίτες του κάθε κράτους, τουλάχιστον για θέματα νομισματικά, περιλαμβάνουν όλους τους πολίτες της Ε.Ε., η κατάσταση αλλάζει ριζικά.
Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, η κυπριακή κυβέρνηση υποτίθεται ότι έχει καταλάβει το λάθος της υπό την πίεση της κοινής γνώμης και διαπραγματεύεται με τους Ευρωπαίους την εξαίρεση των μικροκαταθετών. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: γιατί διέρρηξαν τους δεσμούς εμπιστοσύνης με τους πολίτες τους μέσα από αυτή την ανακοίνωση; Η απάντηση που δίνεται, στα σιωπηλά, αναφέρεται στον φόβο των Ρώσων καταθετών. Με άλλα λόγια, όπως ο φόβος των αρπακτικών hedge funds έκανε την κυβέρνηση της Λευκωσίας (και όχι μόνο) να μην τολμήσει να κουρέψει τα κρατικά ομόλογα, έτσι και ο φόβος της ρωσικής αρκούδας έκανε τον κ. Αναστασιάδη να μην τολμήσει, εξαρχής, να κουρέψει όλες τις μεγάλες καταθέσεις κατά 15,5%, αφήνοντας απείραχτες τις καταθέσεις κάτω των 100.000.
Και οι Ευρωπαίοι ηγέτες στο Eurogroup τι έκαναν; Συμφώνησαν, με τον κ. Σόιμπλε να δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρει πώς θα κατανεμηθούν τα βάρη μεταξύ καταθετών, εφόσον το κούρεμα, στο σύνολό του, φτάσει το «επιθυμητό» ποσό των 5,8 δισ. Μα, είναι δυνατόν να μην τον ενδιαφέρει η καταστρατήγηση μιας υποχρέωσης που έχει το κυπριακό κράτος απέναντι στους πολίτες ολόκληρης της Ευρωζώνης να τηρήσει την υπόσχεσή του να μην αγγιχτούν οι καταθέσεις κάτω των 100.000; Να μην τον ενδιαφέρει η αποσταθεροποίηση ολόκληρης της νομισματικής ένωσης;
Το μέγα ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι το εξής: δεδομένου ότι το κράτος έχει πλέον απολέσει την κυριαρχία του επί όλων αυτών των θεμάτων (στερούμενο μιας Κεντρικής Τράπεζας που να το στηρίζει ex officio), πώς είναι δυνατόν να προσποιούμαστε ότι οι ευθύνες των κρατών μας παραμένουν ως είχαν πριν από τη νομισματική ενοποίηση; Η σταθερότητα της Ευρωζώνης απαιτεί την ανάληψη από την ίδια, από το υπερεθνικό «κράτος» που καλώς ή κακώς χτίσαμε, μεριδίου της ευθύνης απέναντι στους πολίτες της. Εν προκειμένω, το ελάχιστο που θα έπρεπε να κάνουν ΕΚΤ, Βρυξέλλες και Βερολίνο θα ήταν να αναλάβουν εκείνοι, άμεσα, τη διαπραγμάτευση με τη Μόσχα, αφήνοντας τη Λευκωσία να γλείψει τις πληγές της. Δεν το κάνουν όμως. Αντίθετα, ζητούν από το πτωχευμένο, και συνεπώς αδύναμο, κράτος-μέλος να βρει μόνο του και αβοήθητο μια ισορροπία μεταξύ των υποχρεώσεών του απέναντι στους πολίτες της Ε.Ε. (που έχουν λογαριασμούς σε κυπριακή τράπεζα) και απέναντι στους Ρώσους καταθέτες. Μια ισορροπία που είναι αδύνατον να βρεθεί με τρόπο που να εξασφαλίζει την ισορροπία στην Κύπρο και στην Ευρώπη συνάμα.
Ουσιαστικά, η Ευρωζώνη δείχνει ανέτοιμη να αποδεχτεί ότι μια νομισματική ένωση απαιτεί τη μεταβίβαση μέρους των ευθυνών έναντι των πολιτών από τα κράτη-μέλη στην ίδια. Όσο το αγνοεί αυτό, η αποδόμησή της θα συνεχίζεται.
σχόλια