Το βιβλίο της ιστορικού και καθηγήτριας πανεπιστημίου Γιάρα Ντούλσε Μπαντέιρα ντε Ατάϊντε με τίτλο «Κατανόησε με ή σε καταβροχθίζω» (Εκδόσεις:Κατάρτι 2002), έχει ένα περίεργο και ασυνήθιστο θέμα. Η ιστορικός με τη βοήθεια μιας ομάδας φοιτητών του πανεπιστημίου της αποφασίζει να κάνει μια έρευνα για τα παιδιά των δρόμων στην περιοχή Σαλβαντόρ της Βραζιλίας. Η έρευνα της ξεφεύγει από μια συνηθισμένη καταγραφή, που συνήθως βλέπουμε σε τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Αποφασίζει να πάρει με τη βοήθεια των φοιτητών της όσες περισσότερες προφορικές μαρτυρίες γίνεται, από τα παιδιά των δρόμων του Σαλβαντόρ. Στο βιβλίο που είναι γεμάτο από προφορικές μαρτυρίες των παιδιών, το κάθε παιδί (8-14 ετών τα περισσότερα) αφηγείται την ιστορία του. Η έρευνα είναι μια έκπληξη τόσο για την ιστορικό και τους φοιτητές της όσο και για τους αναγνώστες του βιβλίου. Υπάρχουν βέβαια τα παιδιά που είναι επικίνδυνα, έτοιμα να ληστέψουν όποιο βρεθεί στο δρόμο τους (σ.σ Η εικόνα που έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας για τα παιδιά των δρόμων της Βραζιλίας), αλλά αυτά είναι το μικρότερο ποσοστό. Στην έρευνα αποκαλύπτεται ένα άλλος, διαφορετικός κόσμος. Παιδιά με αρχές «που θα έκλεβαν μόνο αν δεν έβγαζαν τίποτα από την δουλειά», με έντονα αναπτυγμένη την αξία της φιλίας μέσα τους, με άποψη για τους πολιτικούς και την Εκκλησία, με όνειρο να συνεχίσουν το σχολείο και να βρουν μια δουλειά «για να βοηθήσουν την οικογένεια τους». Κάποια παιδιά κακοποιημένα και βιασμένα, κρατημένα από την ζωή με νύχια και με δόντια. Τα περισσότερα αρκετά ώριμα για την ηλικία τους, τόσο ώριμα που μερικές φορές η ιστορικός μοιάζει σαν να μιλάει με σοφούς γέροντες(«Ελευθερία είναι να είσαι ευτυχισμένος και ήσυχος στην ζωή σου» λέει ένας 13χρονος).
Διάβαζα και εγώ το βιβλίο με την σκέψη ότι τα περισσότερα παιδιά των δρόμων της Βραζιλίας ασχολούνται αποκλειστικά με τις κλοπές όμως: «μόνο ένα παιδί ανέφερε την κλοπή ως κύρια δραστηριότητα του. Επίσης, παιδιά που αντιστοιχούν στο 28,92% ανέφεραν ότι κλέβουν για να συμπληρώσουν τα έσοδα της κύριας δραστηριότητας τους. Πρώτα ασκούν τα συνήθη καθήκοντα τους, που σχετίζονται με την «εργασία» τους(σ.σ καθάρισμα τζαμιών αυτοκινήτων στα φανάρια, χαμαλίκια σε σούπερ μάρκετ κ.τ.λ), και μόνο στην περίπτωση που τα χρήματα δεν επαρκούν για να αγοράσουν το φαγητό της ημέρας, όταν μένουν μόνα τους, ή τα τρόφιμα για το σπίτι, όταν μένουν με την οικογένεια τους, καταφεύγουν στην κλοπή». Το να αντιμετωπίσει η καθηγήτρια το κάθε παιδί του δρόμου ως ξεχωριστό, με την δική του προσωπική ιστορία, την οδήγησε σε συμπεράσματα μακριά από αυτά που έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας για αυτά τα παιδιά.
Είναι η πιο ενδιαφέρουσα και δύσκολη προσέγγιση τέτοιων θεμάτων. Συνηθίζεται αυτούς που δεν γνωρίζουμε και δεν καταλαβαίνουμε να τους τοποθετούμε σε ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο άκοπα μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Ακόμα και η δημοσιογραφική προσέγγιση τέτοιων θεμάτων δεν εστιάζεται στις μονάδες και στις μαρτυρίες τους αλλά ενισχύει την εικόνα που έχει ο περισσότερος κόσμος στο μυαλό του μέσα από την ημιμάθεια.
Τι θα γινόταν αν για παράδειγμα η έρευνα για τους λαθρομετανάστες στη χώρα μας εστιαζόταν στις προσωπικές τους ιστορίες; Αν δίνανε τα περισσότερα media την δυνατότητα στους ανθρώπους να μιλήσουν για τους ίδιους. Αν η έρευνα δεν επικεντρωνόταν μόνο στη ξερή στατιστική(πόσες κλοπές είχαμε από μετανάστες, που ζουν οι περισσότεροι, από ποιες χώρες προέρχονται κ.τ.λ) αλλά στη ζωή τους (τι ακριβώς τους οδήγησε εδώ, ποιες δυσκολίες αντιμετώπισαν μέχρι να φτάσουν, ποια είναι τα όνειρα τους, τι είδους ζωή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν κ.τλ). Έρευνες με το ίδιο σκεπτικό, επικεντρωμένες στον ίδιο τον άνθρωπο ως ξεχωριστή οντότητα θα μπορούσαν να γίνουν για τις σεξουαλικές μειονότητες, για τους άστεγους, για τους ναρκομανείς, για τις πόρνες, για τους ανθρώπους που ανήκουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο σε αυτό που ονομάζουμε «περιθώριο». Θα γινόταν το εξής: Ένα ντόμινο προκαταλήψεων θα άρχιζε να πέφτει σιγά-σιγά. Όμως ποιος θέλει κάτι τέτοιο; Τα media; Που κάνουν «κρα» για να ενισχύσουν την εικόνα που οι ημιμαθείς έχουν στο μυαλό τους. Η Πολιτεία; Που με το να βάζει τα πάντα σε ένα τσουβάλι τα έλυσε. Οι περισσότεροι από εμάς; Που βάζουμε μια ταμπέλα και νομίζουμε ότι καθαρίσαμε με τον διπλανό μας.
Διάβαζα στη στήλη Οι Ζωές των άλλων την συνέντευξη του 14χρονου Αλβανού Άγγελου Φεταχάϊ. Αυτό που ακούμε τους τελευταίους μήνες είναι ότι οι Αλβανοί εγκαταλείπουν την Ελλάδα «γιατί δεν έχει πια δουλειές εδώ». Μάλλον έτσι θα είναι. Όμως, θα φανταζόσουν ποτέ ότι ένας Αλβανός μαθητής μέσα σε αυτή την οικονομική κρίση είναι αποφασισμένος να γυρίσει στην Ελλάδα; Δεν μπορείς να ξέρεις τι έχει ο καθένας μέσα στην ψυχή του εκτός και αν μιλήσεις με τον ίδιο προσωπικά. Παλιότερα ακούγαμε ότι πίσω από κάθε ληστεία κρυβόταν Αλβανός, ότι οι Αλβανοί μας παίρνουν τις δουλειές από τα παιδιά μας και μας μισούν. Αργότερα, ο ρατσισμός αναποδογύρισε: «Οι Αλβανοί είναι οι πιο δουλευταράδες από τους (συμπληρώστε ότι θέλετε)». Όμως, τι πραγματικά σκέφτονται οι περισσότεροι Αλβανοί για τους εαυτούς τους και την Ελλάδα;
Φαντάσου τέτοιου είδους προσωπικές συνεντεύξεις στο πλαίσιο μιας έρευνας παρόμοια με αυτή του βιβλίου. Τα αποτελέσματα θα ήταν σίγουρα διαφορετικά από την εικόνα που έχουμε σχηματίσει οι περισσότεροι μέσα στο μυαλό μας.
σχόλια