Το να είναι κανείς πολιτικός ηγέτης δεν σημαίνει ότι αυτομάτως συναινεί ή προσχωρεί στον κόσμο των social media. Τα Γραφεία Τύπου των περισσότερων κυβερνήσεων του κόσμου -μεταξύ αυτών και της δικής μας- διατηρούν μια στοιχειώδη παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα, συνήθως μέσω Twitter, με ό.τι αυτό συνεπάγεται: συνήθως δριμύτατη, αρνητική κριτική, πολλές φορές και ύβρεις.
Και μετά υπάρχουν και πολιτικοί ηγέτες εξοικειωμένοι με τον κόσμο των κοινωνικών δικτύων, που διαχειρίζονται οι ίδιοι τους προσωπικούς τους λογαριασμούς, ποστάρουν και twittαρου -κάποτε μετά μανίας-, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που αυτή η δουλειά αφήνεται στα έμπειρα χέρια ομάδων ανθρώπων που φροντίζουν ώστε να επικοινωνείται σωστά η εικόνα και οι πολιτικές θέσεις του εκάστοτε πολιτικού προσώπου. Και πάλι, όμως, το διακύβευμα είναι οι απαντήσεις των πολιτών.
Σε κάθε tweet παραμονεύει ο κίνδυνος μιας οξείας, κάποτε και υβριστικής απάντησης και είναι στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του πολιτικού ή του social media manager το πώς θα χειριστεί την εξέλιξη μίας κριτικής. Απαντά κανείς σε αυτά τα μηνύματα; Μπαίνει στη διαδικασία διαλόγου; Μπλοκάρει τον εξοργισμένο πολίτη ή ακόμη χειρότερα ψηφοφόρο που μπήκε στο παιχνίδι της διάδρασης με κατ' εξοχήν αρνητική προαίρεση; Ή απλώς διαγράφει τα σκληρά μηνύματα;
Ο συνήγορος του Προέδρου θα παραδεχόταν ότι ο ίδιος Τραμπ είχε μπλοκάρει τους ενάγοντες. Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα που θα προέκυπτε από αυτή τη δίκη θα ήταν το αν είχε πραγματικά το δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο...
Για παράδειγμα, το Twitter του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα έχει να «θυμάται» σκληρά, ακόμη και άκρως χυδαία μηνύματα πολιτών κάτω από αρκετά tweets του, ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστή η περίπτωση κάποιου follower που να διαγράφηκε, επειδή άσκησε σκληρή κριτική στα πεπραγμένα της κυβέρνησης (και γιατί όχι; Αν έχει υπάρξει, ας τη μάθουμε με την ευκαιρία αυτού του άρθρου).
Τι συμβαίνει, όμως, όταν ένας πολιτικός ηγέτης και ενεργός χρήστης των κοινωνικών δικτύων αποφασίζει να σβήσει ή να μπλοκάρει έναν follower; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η μη ανοχή του εκάστοτε πολιτικού προσώπου απέναντι στη σκληρή κριτική; Το παράδειγμα Τραμπ αποδεικνύει ότι το μπλοκάρισμα σε έναν μη αρεστό μπορεί να οδηγήσει μέχρι το δικαστήριο και η εξέλιξη μοιάζει απολύτως λογική, αν αναλογιστεί κανείς την ελευθερία της γνώμης στις δημοκρατικές κοινωνίες.
Η περίπτωση της Rebecca Buckwalter-Poza, δημοσιογράφου από την Ουάσινγκτον, είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Στις 6 του προηγούμενου Ιουνίου, ο Ντόναλντ Τραμπ για ακόμη μία φορά φρόντισε να ασκήσει κριτική για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι ειδήσεις και οι οργανισμοί media. Τότε ήταν που η Buckwalter-Poza απάντησε σε αυτό του το tweet: "Για να είμαστε ειλικρινείς και εσείς δεν κερδίσατε τον Λευκό Οίκο. Η Ρωσία τον κέρδισε για λογαριασμό σας".
Αυτό που συνέβη μετά, ήταν απολύτως ασυνήθιστο. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ από τον λογαριασμό του στο Twitter (@realDonaldTrump) μπλοκάρισε τη δημοσιογράφο, κάτι που σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε πια να δει τα tweets του η δημοσιογράφος και φυσικά δεν θα μπορούσε να του απαντήσει σε οτιδήποτε έγραφε από εκείνη τη στιγμή και μετά. Με το δικό της μπλοκάρισμα, η κυρία έμπαινε σε μία αρκετά μακρά λίστα ανθρώπων -περίπου 100 τον αριθμό- που ο Τραμπ είχε επίσης μπλοκάρει και που όλοι μαζί αποφάσισαν να συζητήσουν το... "μπλοκάρισμά" τους στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν.
Για την ακρίβεια, η Buckwalter-Poza ήταν μία από τους περίπου 7 χρήστες του Twitter —μεταξύ των οποίων ένας χειρουργός από το Τενεσί και ένας αστυνομικός από το Τέξας— που υπέβαλαν μήνυση εναντίον του Τραμπ, ισχυριζόμενοι ότι με το να τους μπλοκάρει, παραβίαζε τα δικαιώματά τους και έτσι όπως απορρέουν από την Πρώτη Τροπολογία.
Η δικαστής Naomi Reice Buchwald διενήργησε την ακρόαση, κατά την οποία η Katie Fallow, δικηγόρος του Ινστιτούτου Υπεράσπισης Δικαιωμάτων της Πρώτης Τροπολογίας, βρέθηκε ενώπιον του Michael Baer, συνηγόρου εντεταλμένου από υπουργείο Δικαιοσύνης, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ.
Για όσο θα διαρκούσε η ακροαματική διαδικασία θα προέκυπταν μερικές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις για την διοίκηση Τραμπ και ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με τη διαχείριση των social media του Αμερικανού Προέδρου. Από την πλευρά της κυβέρνησης θα προέκυπτε ότι ο ίδιος ο Τραμπ έγραφε τα περισσότερα από τα tweets που ανέβαιναν στον λογαριασμό του, ενώ μόνο περιστασιακά θα δεχόταν τη βοήθεια του Daniel Scavino, του social media manager του Λευκού Οίκου.
Το πιο ενδιαφέρον; Ο συνήγορος του Προέδρου θα παραδεχόταν ότι ο ίδιος Τραμπ είχε μπλοκάρει τους ενάγοντες. Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα που θα προέκυπτε από αυτή τη δίκη θα ήταν το αν είχε πραγματικά το δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο...
Από την πλευρά της η Fallow τόνισε ότι ο Πρόεδρος χειρίζεται τον λογαριασμό του στο Twitter σαν να διοικεί ένα εικονικό δημαρχείο. Η ενέργεια του να μπλοκάρει τους ενάγοντες με βάση την άποψη που σχηματίζει από αυτό το εικονικό φόρουμ συνιστά κρατική δραστηριότητα και αυτό είναι κάτι που παραβιάζει τα δικαιώματά της ως πολίτης.
Από την δική του πλευρά ο Baer, υποστήριξε ότι το Twitter μοιάζει περισσότερο με μια ανοιχτή συζήτηση.
«Αν θέλουμε να επικεντρωθούμε σε αναλογίες πραγματικού κόσμου, τότε όλο αυτό προσομοιάζει περισσότερο με ανοιχτή συζήτηση ή μια συνάντηση χιλιάδων ανθρώπων με άπειρες συνομιλίες. Εκεί, λοιπόν, ο κρατικός λειτουργός είναι ελεύθερος να προσεγγίσει όποιον θέλει, να προσεγγιστεί από όποιον θέλει και να πει "όχι, ευχαριστώ" σε όποιον δεν θέλει να έρθει σε επαφή, λαμβάνοντας υπ' όψιν ένα σωρό παράγοντες, όσο παίρνει αυτές τις αποφάσεις».
Η δικαστής Buchwald, αφού άκουσε προσεκτικά ενάγοντες και εναγόμενους, αφού εξέφρασε την άποψη ότι το Twitter είναι μεν μια απολαυστική διαδικασία, αλλά κάτι στο οποίο δεν πρέπει να έχουν συμμετοχή δικαστές και άνθρωποι του νόμου, αλλά και αφού φάνηκε να κατανοεί απολύτως τους κανόνες του εν λόγω κοινωνικού δικτύου, δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Στον βαθμό που ο λόγος για τον οποίο ο Πρόεδρος έχει μπλοκάρει αυτά τα άτομα είναι επειδή δεν συμφωνεί καθόλου με αυτά που έχουν να του πουν. Μπορεί να αποφύγει, λοιπόν, να διαβάζει την άποψη τους, απλώς με το να τους βάζει στο... αθόρυβο».
Βέβαια, ως γνωστόν, το Twitter προσφέρει στους χρήστες του δύο επιλογές για να αποφεύγουν να βλέπουν τα tweets των άλλων. Ο Τραμπ επέλεξε το μπλοκάρισμα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν θα βλέπει τα tweets ενός συγκεκριμένου ατόμου και ότι αυτό το άτομο δεν θα μπορεί πλέον να δει ή να απαντήσει στα δικά του tweets. Η σίγαση προσφέρει ένα ενδιάμεσο βήμα. Ο Τραμπ, με λίγα λόγια, δεν θα χρειαζόταν πλέον να βλέπει τα tweets αυτών που περιφρονεί, αλλά θα τους άφηνε τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στα tweets του.
Εκ μέρους των ενάγοντων, η Fallow είπε ότι η λύση αυτή θα ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως, ο δικηγόρος του υπουργείου Δικαιοσύνης δεν συμφώνησε με αυτού του είδους την παραχώρηση. Γιατί; Διότι, μετατρέποντας τους μπλοκαρισμένους χρήστες, απλώς σε "αθόρυβους" θα ανάγκασε τον Πρόεδρο (ή πιθανότατα τον Scavino) να κάνει κλικ σε εκατοντάδες λογαριασμούς στο Twitter, έναν προς έναν, προκειμένου να αλλάξει την online κατάστασή τους.
Μέχρι το τέλος της ακρόαματικής διαδικασίας, η δικαστής Buchwald δεν αποκάλυψε τις θέσεις της. Προς το τέλος, ωστόσο, όταν ο Baer υποστήριξε ότι ο Πρόεδρος θα έπρεπε να είναι υπεράνω των αξιώσεων των εναγόντων, η δικαστής, ανασηκώνοντας το φρύδι τον ρώτησε:
"Και υπεράνω του νόμου;"
«Όχι, Εντιμότατη», απάντησε ο Baer.
«Απλώς, ήθελα να το τσεκάρω», του απάντησε.
Με στοιχεία από το New Yorker
σχόλια