Ζούμε σε μια περίεργη εποχή. Ζούμε με έναν αφύσικο τρόπο, αναζητώντας παράλληλα κάτι που αν το σκεφτούμε λογικά, θα καταλάβουμε πως πρόκειται περί ουτοπίας: την ευτυχία.
Κοιτώντας γύρω σας, πόσους ανθρώπους μπορείτε να χαρακτηρίσετε ευτυχισμένους; Εσείς πότε νιώσατε τελευταία φορά ευτυχισμένοι; Τι είναι η ευτυχία και τι κάνουμε για να φτάσουμε σε αυτήν;
Ας σκεφτούμε για λίγο τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Ας σκεφτούμε μια μέση μέρα ενός μέσου ανθρώπου σε μια δυτική χώρα. Ας σκεφτούμε ότι ο περισσότερος κόσμος περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του προσπαθώντας να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, να βγάλει τον μήνα. Ας σκεφτούμε τι ποσοστό του πληθυσμού μπορεί να μείνει εκτός εργασίας για μεγάλο διάστημα και να ζήσει με χρήματα που έχει αποταμιεύσει ‒ ελάχιστο. Ας είμαστε ρεαλιστές, ζούμε για να δουλεύουμε.
Κάθε πρωί ξυπνάμε, πλένουμε τα δόντια μας, πίνουμε καφέ και φεύγουμε για τη δουλειά. Κάθε πρωί, εκτός από δύο ημέρες της εβδομάδας, στις οποίες προσπαθούμε να χωρέσουμε όλα αυτά που δεν κάναμε μες στην εβδομάδα ή απλώς να συνέλθουμε από την κούραση του πενθημέρου.
Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα έχουμε δυο-τρεις μέρες παραπάνω εκτός δουλειάς και όλο τον υπόλοιπο χρόνο γύρω στις είκοσι ημέρες. Ζούμε με απίστευτο στρες, έχουμε μια συνεχόμενη ένταση, ένα άγχος να ανταποκριθούμε σε πολλούς ταυτόχρονους ρόλους μια δύσκολη οικονομικά περίοδο, ζούμε με έναν τρόπο αφύσικο που θεωρούμε κανονικότητα.
Καθημερινά σχεδόν διαβάζουμε προτάσεις για το πώς να είμαστε καλύτερα, εγχειρίδια ευτυχίας γραμμένα από ανθρώπους που θεωρούν εαυτόν ειδικούς. Το μόνο που δεν μας λένε είναι ότι η ευτυχία είναι μια σπάνια κατάσταση την οποία βιώνουμε τις περισσότερες φορές τυχαία.
Θεωρούμε κανονική ζωή το κυνήγι της ουράς μας, το τρέξιμο μέσα στη ρόδα. Θεωρούμε νορμάλ το ότι ζούμε μέσα σε πόλεις με κίνηση, καυσαέριο, άπειρο κόσμο, άπειρα συσσωρευμένα νεύρα, θεωρούμε λογικό να τσακωνόμαστε με πελάτες, με συνεργάτες, με συνεταίρους, με αφεντικά, θεωρούμε λογικό να αγχωνόμαστε σε βαθμό κατάρρευσης για ένα email που άργησε να σταλεί, για ένα λάθος που έγινε λόγω κούρασης, για μια κακή μέρα στη δουλειά, όταν στην προσωπική μας ζωή μπορεί να έχει συμβεί μια πραγματική τραγωδία.
Εισπνέουμε και εκπνέουμε άγχος και μετά γυρνάμε σπίτι και ψάχνουμε τρόπους για να ζήσουμε πιο υγιεινά. Είμαστε στα κόκκινα 9-5 ή 9-9 ή και παραπάνω και μετά κάνουμε γυμναστική, διαλογισμό και τρώμε κινόα και γκότζι μπέρι γιατί «προσέχουμε την υγεία μας».
Βλέπουμε φίλους και γνωστούς να παθαίνουν σοβαρές αρρώστιες, να κλατάρουν και να παλεύουν για τη ζωή τους, να πληρώνουν το άγχος με πόνο σωματικό. Τους βλέπουμε και σκεφτόμαστε ότι εμείς είμαστε οk και ξαναπηγαίνουμε για να γυρίσουμε τη ρόδα. Μέχρι που κι εμείς κάποια στιγμή καταρρέουμε και τότε αναρωτιόμαστε τι δεν κάνουμε σωστά.
Μια φορά, αρκετά χρόνια πριν ξεκινήσει η κρίση, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για δουλειά. Με έναν συνεργάτη θέλαμε μετά τη δουλειά να βρούμε ένα μέρος να πιούμε μια μπίρα και να κάνουμε ταυτοχρόνως ένα τσιγάρο και η μόνη επιλογή ήταν ένα open bar κοντά στη Wall Street, εκεί δηλαδή όπου εργάζονται πολλοί χρηματιστές.
Έρχεται ένας τύπος γύρω στα 40, καλοντυμένος και ταυτόχρονα εμφανώς κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, και μας ζητάει ένα τσιγάρο. Του δίνουμε τσιγάρο και φωτιά. Μας συστήνεται. Μπιλ. Μας ρωτάει από πού είμαστε. Του λέμε ότι είμαστε Έλληνες. Ξαφνικά ο Μπιλ, μόνο στο άκουσμα της προέλευσής μας, παθαίνει εξομολογητική και υπαρξιακή κρίση.
Αρχίζει να μας λέει, χωρίς να ξέρει τίποτα για εμάς, πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε σε μια τέτοια χώρα, όπου είναι όλα χαλαρά και όμορφα, και ότι αυτός κάθε μέρα ξυπνάει στις 5 το πρωί γιατί μένει σε προάστιο για να έχει η οικογένειά του ένα ωραίο σπίτι σε ένα ήσυχο μέρος.
Δουλεύει μέχρι αργά το βράδυ, γυρνάει σπίτι, δεν βλέπει τα παιδιά του, επειδή κοιμούνται, και μετά από λίγο κοιμάται κι εκείνος. Και την επόμενη μέρα το ίδιο.
Και δεν είναι μόνο το πανάκριβο σπίτι και το πανάκριβο σχολείο που τρέχει για να πληρώνει, είναι και οι εξωφρενικά ακριβές σπουδές των παιδιών του, που θεωρεί χρέος του να εξασφαλίσει μέσω της δουλειάς του.
Ο Μπιλ έβγαζε έναν σκασμό λεφτά. Ο Μπιλ δεν ήταν καλά. Αρκετή ώρα μετά και αφού τον ακούγαμε για ώρα, τον ρωτήσαμε αν υπάρχει κάποιο ανοιχτό μέρος για φαγητό, μια και η ώρα ήταν προχωρημένη.
Μας πήγε σε ένα πανάκριβο εστιατόριο, εμείς ντραπήκαμε να πούμε «ρε Μπιλ, θα φάμε όλα μας τα χρήματα σε ένα γεύμα» και αποφασίσαμε να φάμε εκεί και τις υπόλοιπες ημέρες να τις περάσουμε με McDonald's.
Φάγαμε αρχοντικά και κάποια στιγμή ζητήσαμε τον λογαριασμό, για να μας πει το ευγενέστατο γκαρσόνι ότι το γεύμα ήταν πληρωμένο από τον Μπιλ. Ο τύπος βρήκε εμάς τους δύο, μας έδωσε τον ρόλο του ψυχαναλυτή και μας πλήρωσε με ένα τρομερό γεύμα για το καλό που του κάναμε, που ακούμπησε κάπου την απόγνωσή του.
Ο Μπιλ είναι ένας ακόμα εκπρόσωπος του σύγχρονου τρόπου ζωής, παρ' ότι δεν είναι η επιβίωση το μεγάλο του άγχος. Είναι η μεγάλη ζωή που έχει επιβάλει στον εαυτό του και η διατήρηση αυτής. Και ζει με τόσο στρες για μια τεράστια τηλεόραση, για ένα τεράστιο σπίτι, για ένα καλό πανεπιστήμιο για τα παιδιά του. Ο Μπιλ έχει λεφτά, αλλά αυτό δεν φτάνει για να είναι καλά.
Καθημερινά σχεδόν διαβάζουμε προτάσεις για το πώς να είμαστε καλύτερα, εγχειρίδια ευτυχίας γραμμένα από ανθρώπους που θεωρούν εαυτόν ειδικούς. Το μόνο που δεν μας λένε είναι ότι η ευτυχία είναι μια σπάνια κατάσταση την οποία βιώνουμε τις περισσότερες φορές τυχαία.
Αναζητώντας την ευτυχία, καταλήγουμε δυστυχισμένοι. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, όπως και η ίδια η ανθρώπινη φύση, δεν εμπεριέχει την ευτυχία ως μια μόνιμη κατάσταση και αυτή είναι μια ανακουφιστική συνειδητοποίηση.
Δεν υπάρχει ευτυχία, υπάρχουν μικρές ευτυχισμένες στιγμές. Όποτε μας τυχαίνουν, καλό είναι να τις ζούμε, να τις νιώθουμε και να τις απολαμβάνουμε. Χρειάζονται ως ελάχιστη αντιστάθμιση σε αυτό το βαρύ φορτίο που είναι η ίδια μας η ύπαρξη και αυτό το ανηφόρι που λένε ζωή, που λέει και το τραγούδι.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.
σχόλια