Μάλλον δεν είναι καθόλου τυχαίο που κάποια κλαμπ παγκοσμίως μένουν στην Ιστορία και καταγράφονται ως ορόσημα στην πορεία της διασκέδασης σε μια χώρα. Γιατί, τελικά, δεν είναι το απλό, απτό και επιφανειακό κομμάτι της διασκέδασης που προσφέρουν. Είναι η εξέλιξη/ανάδειξη μουσικών σκηνών, η δημιουργία τάσεων και μόδας, η ανάπτυξη μιας πολιτιστικής προσφοράς που αποκρυσταλλώνεται με την πάροδο των χρόνων, είναι η «πρώτη φορά». Εκείνη η πρώτη φορά που όλοι αυτοί οι άνθρωποι συναντήθηκαν, συνδέθηκαν και ουσιαστικά έβαλαν βάσεις, δημιουργώντας κάτι που δεν είχε ξαναγίνει, την επιρροή του οποίου μπορείς να εντοπίσεις ακόμα και σήμερα.
Τα κλαμπ που γράφουν Ιστορία δεν είναι οι τοίχοι, είναι οι ήχοι, τα πρόσωπα, οι προσωπικότητες, η χρονική στιγμή. Είναι η ενέργεια, η δύναμη και το πείσμα για το διαφορετικό, το όραμα, η άποψη. Κάπου εκεί κολλάει και το Factory, σαφέστατα ένα από τα πλέον θρυλικά κλαμπ που υπήρξαν ποτέ σ' αυτήν τη χώρα. Μάλλον γιατί ήταν το πρώτο γκέι κλαμπ που πέταξε από πάνω του τη ρετσινιά του γκέτο και κατάφερε στο τέλος να τους ενώσει όλους στην πίστα, ανεξάρτητα από τη σεξουαλική τους προτίμηση.
Θηριώδεις οι ιστορίες και οι φήμες που ακούγονταν τότε για το dark room. Για τα «έκτροπα» που γίνονταν μέσα. Για τον κόσμο που πήγαινε. Ακόμα και για τη μουσική που παιζόταν. Σχεδόν όλα από ανθρώπους που δεν είχαν περάσει ούτε καν απ' έξω. Ιστορίες για αγρίους που αντικρούονταν από τους ανθρώπους του με χιούμορ και άποψη, ακόμα και με προκλητικές δηλώσεις που χτυπούσαν απαρέγκλιτα και συνειδητά κατευθείαν το κόμπλεξ του Έλληνα.
Το Factory ήταν και είναι στο μυαλό όλων που περάσαμε την πόρτα του ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος, ο Άλκης Ευθυμιάδης, ο Γιώργος Καπετανάκης, ο Μιχάλης Βαχάρης (Mikee) και ο Λορέντζο Παπαχρυσάνθου.
«Έχουμε να βρεθούμε όλοι μαζί 20 χρόνια» μου λέει ο Γρηγόρης όταν πηγαίναμε να συναντήσουμε τον Mikee και τον Λόρι. Η τυπική μονάδα μέτρησης χρόνου, όμως, είναι σαφές ότι δεν έχει αγγίξει τη σχέση και τη σύμπνοιά τους. Κάπως έτσι, είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη βραδιά ξεκινάει το ταξίδι στις αναμνήσεις και στα γεγονότα...
Αναμνήσεις και γεγονότα που ξεκίνησαν από το όραμα και την ιδέα του Γρηγόρη Βαλλιανάτου και οδήγησαν, τελικά, στη δημιουργία της techno σκηνής στη χώρα από τον Mikee και τον Λορέντζο, όταν αποχώρησαν από το Factory και δημιούργησαν τα 25th Hour πάρτι, το QBase, το Umatic και τελικά τα Blend και Deep Phase, δύο από τα πιο επιτυχημένα techno και tech house brands στην Ελλάδα.
Η αρχή στο Tessera της Πειραιώς και η συνέχεια στο Loft (1993)
Γρηγόρης: Τον Mikee τον γνώρισα στο Graffitti το 1991 και τον Λορέντζο λίγο αργότερα, στο Alexander. Την πρώτη στιγμή που είδα τον Λορέντζο είπα στον Άλκη «πήγαινε και πες του να χορέψει στο μαγαζί».
Μikee: Ήταν η πρώτη χρονιά που έπαιζα μουσική επαγγελματικά. Πήρα την πρωτοβουλία και πήγα στο Graffitti, προτείνοντάς τους να με ακούσουν και να συνεργαστούμε.
Λορέντζο: Εγώ μόλις είχα έρθει από Γερμανία για να σπουδάσω στη Γυμναστική Ακαδημία επειδή είχα μόρια, μια και ήμουν κάτοικος εξωτερικού. Ήμουν πρωταθλητής στίβου στο μήκος και στο κατοστάρι. Έψαχνα πολύ να βρω ένα μαγαζί στο οποίο θα μπορούσα να πάω και να ακούσω μουσική, αλλά από κλαμπ δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο τότε. Με είχαν βρει ο Άλκης και ο Γρηγόρης και μου είχαν πει πως θα έκαναν ένα πάρτι που θα ονομαζόταν Factory και θα έπαιζε ο Mikee.
Τότε δεν τον ήξερα, δεν είχαμε γνωριστεί καν, στο Graffitti δεν είχα πάει ποτέ. Στη Γερμανία είχα κάνει χορό και ερχόμενος εδώ πήγα σε ένα γραφείο casting. Από κει με είχαν επιλέξει να εμφανιστώ σε ένα αποκριάτικο πάρτι με τη Μάγκυ Χαραλαμπίδου. Με το που με βλέπει η Μάγκυ μου λέει «εσύ θα κάτσεις όλο το βράδυ δίπλα μου». Εκεί με είδε πρώτη φορά ο Άλκης.
Γρ.: Από μαγαζιά υπήρχαν το Alexander, το Place και ο Αλέκος.
Λ.: Υπήρχε και το Buzios και άλλα τέτοιου τύπου στην παραλιακή, όπου έτρωγα πόρτα, γιατί μου έλεγαν συνεχώς «δεν συνοδεύεστε». Δεν υπήρχε καθόλου σκηνή στην ηλεκτρονική μουσική.
Γρ.: Τότε ένα αγόρι, ένα πιτσιρίκι, αν δεν συνοδευόταν, δεν έμπαινε εύκολα σε μαγαζιά, ειδικά τέτοιου τύπου. Η ιδέα για το Factory προέκυψε από τον Άλκη Ευθυμιάδη, τον Γιώργο Καπετανάκη κι εμένα. Τον Γιώργο τον γνώρισα στην Banana, στο Ζάππειο, και τον Άλκη σε νυχτερινό μαγαζί.
Το 1992 ξεκίνησα να εμφανίζομαι στην τηλεόραση. Τα ΑΜΦΙ και ΑΚΟΕ ήταν για λιγότερο κόσμο, όμως η τηλεόραση ήταν μαζική και ξεκίνησαν να με πλησιάζουν διάφοροι, στρέιτ, γκέι... Έτσι, λοιπόν, είπαμε να κάνουμε ένα μαγαζί. Είχαμε μια έγνοια, πού πάμε να μπλέξουμε με τη νύχτα, αλλά τα γκέι μαγαζιά είναι ένα είδος λιγότερο επικίνδυνο από τα στρέιτ, αφού δεν γίνονται οι φασαρίες που γίνονται εκεί, να σπάνε μπουκάλια και ποτήρια, να μαλώνουν για γκόμενες. Τα γκέι μαγαζιά τότε στην Αθήνα ήταν μικρά. Δεν θα έλεγα γκέτο, αλλά ήταν μαγαζιά στα οποία δεν μπορούσες να καλέσεις πολύ κόσμο.
Προσωπικά, ασφυκτιούσα με τη λογική ότι τα γκέι μαγαζιά ήταν μόνο για αδερφές, ήθελα έναν χώρο όπου θα μαζευόταν όλος ο κόσμος. Να είναι κυρίαρχο το γκέι στοιχείο, αλλά να είναι ένα μεγάλο μαγαζί στο οποίο θα μπορούσες να καλέσεις όλους τους φίλους σου. Η εποχή ήταν πάντα έτοιμη γα κάτι τέτοιο, απλώς χρειαζόταν αυτόν που θα έριχνε την «κλοτσιά». Ή, μάλλον, οι εποχές δεν είναι ποτέ έτοιμες, χρειάζονται αυτόν που θα κάνει την πρώτη κίνηση.
Επίσης, ήμουν και είμαι αθεράπευτος κλάμπερ και είχα ζήσει πολλά πάρτι στο εξωτερικό. Έβλεπα φοβερούς χώρους, DJs, χορευτές. Βασικά, έβλεπα πως στην Ευρώπη τα γκέι μαγαζιά ήταν αυτά που έπαιζαν την καλύτερη μουσική, τα ζήλευαν όλοι, ήθελαν να τα μιμηθούν. Φυσικά, όλα τα στρέιτ μαγαζιά ήθελαν να έχουν μια γκέι παρέα και έναν γκέι DJ για να κάνουν κέφι. Το να κάνεις τον παλιάτσο στον στρέιτ ήταν ένα concept, το θέμα ήταν να το κάνεις στον δικό σου χώρο και να καλείς όλο τον κόσμο.
Νομίζω πως το Factory ήθελε να είναι ένα μεγάλο μαγαζί, ένα γκέι μαγαζί όπου θα καλούσες τους στρέιτ φίλους σου, αλλά τον κύριο λόγο θα τον είχε η μουσική. Τα γκέι μαγαζιά παγκοσμίως είχαν δημοσιότητα βασικά γιατί έπαιζαν τέλεια μουσική, ήταν προχωρημένα. Ουσιαστικά, η μουσική εξελισσόταν μέσα από τα γκέι κλαμπ.
Ήταν το 1993 που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε να κάνουμε πάρτι κι έτσι πήγα στο Tessera, στην Πειραιώς, έχοντας μόνο ως δεδομένο ότι μουσική θα έπαιζε ο Mikee. Είχε ήδη χτίσει το δικό του fan club στο Graffitti και έπρεπε να τον «κλέψουμε», δεν γινόταν αλλιώς. Χρειαζόμασταν, όμως, έναν underground χώρο. Το Tessera εκείνη την εποχή ήταν στην απόλυτη παρακμή. Ο ιδιοκτήτης, ο Γκοβόστης, έμενε μέσα, έτρωγε «μαλλιά αγγέλου», μιλάμε για φτώχεια. Η Πειραιώς, τότε, ήταν no man's land. Ούτε Γκάζι υπήρχε, ούτε μαγαζιά, ούτε τίποτα, ήταν το πρώτο «νησί» στη σειρά προς τον Πειραιά.
Αφού βρήκαμε τον χώρο, έκατσε ο Άλκης, που το είχε με το styling και την εικόνα, και ξεκινήσαμε να κάνουμε αυτό που σήμερα ξέρουν όλοι ως branding: να βρεις το όνομα, ποιοι θα είναι, πώς θα είναι, να καλέσεις κόσμο. Τότε δεν είχε καταχωρίσεις, «παίξαμε» στους δρόμους. Δουλέψαμε με αφίσες για να καταλήξουμε να κάνουμε «βιομηχανία» αφισών, γιατί έτσι ήταν μεγάλες, Α3, μαύρες με λευκά γράμματα.
Θυμάμαι, γεμίσαμε για πρώτη φορά αφίσες το Κολωνάκι, ήταν πολύ περίεργο. Τις έδινα στους πιτσιρικάδες κι ένιωθα ευτυχισμένος. Ήταν παντού στο Κολωνάκι και στο Μοναστηράκι. Έτσι το διαφημίσαμε, αλλά ενημερώσαμε και τον κόσμο πηγαίνοντας στο Alexander's, στο Place, στον Αλέκο, σε αυτά που έπαιζαν ξένη μουσική... «κάνουμε ένα μαγαζί».
Πρέπει να κάνουμε μια συγκινητική παρένθεση στην κουβέντα μας. Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ιστορίας που δεν θα ειπωθεί ποτέ, γιατί δεν υπάρχει πια στη ζωή ο Άλκης. Υπάρχουν πράγματα που εμείς τα ξέρουμε, αλλά υπάρχουν και πολλά που εκείνος τα ήξερε και θα τα έλεγε καλύτερα απ' όλους.
Η πρώτη βραδιά ήταν την Παρασκευή 22 Απριλίου του 1993 στο Tessera. Μείναμε εκεί τέσσερα Σάββατα και μετά πήγαμε στο Loft, στο Θησείο. Το Tessera δεν ανήκε σε κάποιον επιφανή επιχειρηματία αλλά σε έναν ταλαίπωρο, ηρωικό τύπο που δέχτηκε να μας παραχωρήσει τον χώρο. Όταν είδε ο Ραπτάκης τον κόσμο που μαζεύτηκε, μας είπε «ελάτε στο Loft». Αυτό, τότε, ήταν τεράστιο πράγμα. Κάνουμε στο Loft τέσσερα Σάββατα κι όταν είδε τον πανικό, λέει «ελάτε στη Μύκονο».
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ (1993)
Γρ.: Ξεκινήσαμε στο Loft-Loft (Μύκονο) Δευτέρα και Τρίτη –άγονες μέρες− και δεν ήμασταν μόνιμα. Είχαμε μια ταμπέλα με δύο κρίκους που την κρεμούσαμε έξω από το μαγαζί μόνο εκείνες τις μέρες. Τις υπόλοιπες «εξαφανιζόταν» το Factory. Κατεβάσαμε όλο το προσωπικό για να δουλεύουμε μόνο Δευτέρα και Τρίτη.
Μik.: Με τον Λορέντζο γνωριστήκαμε όταν πήγαμε για πρώτη φορά στη Μύκονο.
Λορ.: Μας είχαν νοικιάσει ένα σπίτι και μέναμε εκεί όλοι μαζί. Ο Mikee ήταν ήσυχος σε ένα δωμάτιο και πήγα εγώ κι άρχισα να τον ρωτάω από πού είναι, πόσων ετών είναι κ.λπ. Ήξερα πως ήταν ο DJ, αλλά δεν τον γνώριζα προσωπικά. Η μουσική του δεν μου άρεσε απλώς, είχα «αρρωστήσει»! Όταν ζούσα στη Φρανκφούρτη πήγαινα σε μαγαζιά όπως το Omen του Sven Vath και το Dorian Grey. Άκουγα και διάφορα R'n'B και χιπ-χoπ λόγω των αμερικανικών βάσεων στην περιοχή.
Όταν ήρθα στην Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτα ανάλογο. Από την πρώτη μέρα που άνοιξε το Factory και άκουσα τον Mikee δεν μπορούσα να ακούω τίποτε άλλο εκτός απ' αυτόν.
ΓΡ. Η αλήθεια είναι πως όλος ο κόσμος που ήρθε εκεί απ' όλα τα γκέι μαγαζιά δεν ξαναγύρισε ποτέ σ' αυτό το στυλ το ελληνο-ό,τι να 'ναι. Στη Μύκονο είχαμε και κάγκελο στον δρόμο, ο μισός δρόμος ήταν μαγαζί και γινόταν χαμός. Τότε υπήρχε μόνο το Pierro's, που δεν έπαιζε αυτήν τη μουσική.
Λορ.: Βασικά, δεν υπήρχε μαγαζί στην Ελλάδα που να έπαιζε τότε αυτήν τη μουσική. Το FAz είχε ήδη κλείσει τότε. Στη Μύκονο το μαγαζί φαινόταν γκέι, αλλά ουσιαστικά ήταν mixed, έρχονταν όλοι. Το Factory ήταν αυτό που έδωσε την ιδέα και σε άλλους − πώς νομίζεις ότι ξεκίνησε το Cavo Paradiso;
Ο Μάνος και ο Ηλίας, των Magna, που ήταν φίλοι του Γρηγόρη και του Άλκη, είδαν αυτήν τη σκηνή, είδαν τον πανικό που γινόταν κι έψαξαν να βρουν χώρο για να κάνουν house πάρτι, να φέρνουν τον Morales και να κάνουν after. Ο κόσμος των after ήταν ο δικός μας. Βρήκαν, λοιπόν, τον πατέρα του Νίκου του Δακτυλίδη, που είχε στον χώρο του Cavo τότε ένα μπαράκι −δεν υπήρχε τίποτε ακόμη εκεί−, έβαλαν ήχο και κάλεσαν πρώτο τον Morales. Έτσι «γεννήθηκε» το Cavo Paradiso. Την πρώτη μέρα που πήγαν να το δουν ήμουν κι εγώ μαζί τους.
Γρ.: Με τους Magna είχαμε πολλή συνεργασία και στην Αθήνα και στη Μύκονο. Ειδικά στη Μύκονο ήρθαμε σε επαφή και με κοινό εξωτερικού. Οι Ιταλοί π.χ. γύριζαν στη χώρα τους κι έγραφαν στα περιοδικά πως στην Ελλάδα πήγαν σ' αυτό το μαγαζί και άκουσαν αυτήν τη μουσική. Έκπληξη! Δεν συμβάδιζε απλώς με αυτό που γινόταν στο εξωτερικό, ήταν πρωτοποριακό. Η underground δεν ήταν ποτέ mainstream. Ειδικά στην Ελλάδα το underground ήταν λίγο bizarre.
ΟΔΟΣ ΜΠΕΝΑΚΗ 3 (1993-1995)
Γρ.: Τον επόμενο Οκτώβρη ο Ραπτάκης μας είπε «ελάτε στο Due Mila», που το είχε φτιάξει ο Αγγελιδάκης. Πήγαμε στην Μπενάκη και τελικά το μαγαζί δεν άνοιξε ποτέ ως Due Mila. Μπήκαν, λοιπόν, μέσα ο Αγγελιδάκης μαζί με τον Άλκη –αυτό έχει μεγάλη σημασία− και το μετέτρεψαν σε έναν πιο queer χώρο. Πιο queer σημαίνει ότι δεν ντρεπόμασταν να είμαστε πιο διαφορετικοί, τρελοί, τρελές, και μαζί μ' αυτήν τη μουσική δημιουργήθηκε μια ολοκληρωμένη πρόταση. Δεν ήταν διακόσμηση, ήταν άποψη. Ο Άλκης ασχολήθηκε πάρα πολύ, έκανε διακοσμήσεις με κούκλες, υφάσματα, μπάλες...
Λορ.: Έκανε διακόσμηση λίγο πιο industrial.
Γρ.: Interior design live, το άλλαζε συνεχώς. Δεν ήταν μόνο ο Άλκης, ήταν και ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «ζωγράφιζε»... πολύ ωραία πράγματα. Στο Factory της Ικαριέων, στο Dome, που έγινε μετά, ο βυθός που ζωγράφισαν γύρω-γύρω, οι γοργόνοι... Γίνεται, λοιπόν, το απόλυτο μέρος γι' αυτήν τη μουσική, αλλά η underground μουσική δεν είναι για όλο τον κόσμο. Την πρώτη βραδιά το μαγαζί ήταν «πατημένο», τίγκα. Είχε έρθει σύσσωμο το κοινό των γκέι κλαμπ και κοιτάζονταν στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τι να περιμένουν.
Είχαμε βγάλει μια αφίσα με τέσσερα πιτσιρίκια με το βρακάκι, ήταν πολύ γκέι η όλη φάση. Δεν ξέρω αν είχε και στρέιτ κόσμο στην αρχή. Ο Mikee, βέβαια, είχε και στρέιτ κοινό πέρα από το Graffitti. Πρέπει να κάνω σαφές πως το Factory είχε δύο κοινά, ένα γκέι κι ένα μουσικό, που περιλάμβανε πολλούς στρέιτ. Το Factory επένδυσε στη μουσική και ποτέ δεν κρίναμε με βάση τι θα φέρει κόσμο. Θέλαμε να παίζουμε τη μουσική μας κι αυτή η μουσική υιοθετήθηκε μετά και από άλλα μαγαζιά.
Μik.: Δεν επέλεξα άλλο ήχο, ακολούθησα αυτό που ήδη έπαιζα. Ψάχτηκα, βέβαια, πολύ περισσότερο, έκανα ταξίδια στο εξωτερικό για βινύλια, ήμουν συνεχώς μέσα στα δισκάδικα κι έψαχνα, εντρύφησα στη σκηνή που υπήρχε εκείνη την εποχή. Κυρίως ήταν underground αμερικανικό house, tech house και πήγαινα προς την techno και το acid house.
Λορ.: Επηρεασμένη τότε η μουσική από τον Junior Vasquez και το Sound Factory.
Μik.: Τότε μεσουρανούσε το Sound Factory και, ναι, ήμουν πολύ επηρεασμένος από αυτήν τη σκηνή, την underground house από το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη.
Γρ.: Με τον Άλκη πηγαίναμε κάθε Χριστούγεννα στο Sound Factory και στον Junior Vasquez, μας ήταν πολύ οικείο όλο αυτό.
Λορ.: Θυμάμαι τον Άλκη, ο Vasquez ήταν ο θεός του.
Γρ.: Ο οποίος Vasquez δεν έμπαινε σε αεροπλάνο τότε. Όταν έπεσε πολύ το κασέ του, μπήκε. Το πρώτο θέμα που αντιμετωπίσαμε ήταν τα dark rooms. Ήταν το σκάνδαλο του μαγαζιού και συγχρόνως το attraction. Στο Tessera ξεκίνησε το σεξ στον εξώστη, στην Μπενάκη είχαμε dark rooms στο υπόγειο. Γυρνώντας, λοιπόν, από τη Μύκονο, ξεκινάμε στο 3 της Μπενάκη το 1993 και ήμασταν ανοιχτά σε καθημερινή βάση.
Μik.: Ερχόταν όλος ο κόσμος, αλλά δεν έγινε ποτέ mainstream.
Λορ.: Δεν ερχόταν απλώς όλος ο κόσμος, ερχόταν όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας. Αρχισυντάκτες, διευθυντές περιοδικών, μοντέλα, ηθοποιοί, έμπαινες μέσα κι έβλεπες πάρα πολύ καλό κόσμο μαζί με το κοινό μας, και στο dark room να γίνεται πανικός. Πολλοί, βέβαια, δεν κατέβαιναν.
Μik.: Εγώ δεν κατέβηκα ποτέ. Είχα πάει μόνο μια φορά, όταν ήταν κλειστό το μαγαζί, απλώς από περιέργεια για να δω πώς είναι.
Θηριώδεις οι ιστορίες και οι φήμες που ακούγονταν τότε για το dark room. Για τα «έκτροπα» που γίνονταν μέσα. Για τον κόσμο που πήγαινε. Ακόμα και για τη μουσική που παιζόταν. Σχεδόν όλα από ανθρώπους που δεν είχαν περάσει ούτε καν απ' έξω.
Γρ.: Φυσικά, την πρώτη νύχτα ήρθε η αστυνομία. «Έλεγχος» μου λένε. Αυτό το μαγαζί ήταν ταβέρνα πριν, η «Νέα Ρούμελη». Εμφανίζεται, λοιπόν, από κάπου ένα κάδρο που έλεγε «Βασίλειον της Ελλάδος», με κορόνα, «καφεγαλακτοπωλείον, 45 καθίσματα». Το παίρνω, το πάω στον αστυνομικό, γελάει ο άνθρωπος και πάμε στο τμήμα. Φεύγοντας, αρχίζει να χειροκροτά ο κόσμος και πολλοί με ακολουθούν με τα πόδια μέχρι εκεί. Με βάζουν στο κρατητήριο, έρχονται μετά από λίγο, με βγάζουν και επιστρέφω ενδόξως στο μαγαζί, αφού με περίμεναν ακόμη απ' έξω και είχε δημιουργηθεί και ουρά για να μπεις στο μαγαζί. Κατάλαβαν όλοι τι έγινε, γιατί γύρισα με τον αστυνομικό.
Μπήκα κατευθείαν μέσα, άλλος θρίαμβος εκεί, χειροκροτήματα, φωνές. Μετά από αυτό δεν ξανάγινε θέμα. Καφεγαλακτοπωλείον; Καφεγαλακτοπωλείον! Οι άνθρωποι που έρχονταν ήταν υποψιασμένοι. Τους φρικάραμε, βέβαια, και από την πόρτα. Είχε έξω queer περσόνες, αλλά και ο Μανώλης, ο πορτιέρης, τους έλεγε «παιδιά, εμείς εδώ κάνουμε το κέφι μας και για να μπεις μέσα πρέπει να διασκεδάσεις». Βασικά, έτσι «κόβαμε» κόσμο: «νομίζω δεν θα διασκεδάσεις μέσα», «όχι, εσύ δεν μπαίνεις», «νομίζω πως δεν σου πάει». Βέβαια, κάποιοι επέμεναν κι έμπαιναν.
Λορ.: Και δεν έβγαιναν μετά.
Γρ.: Καθόμουν στην πόρτα και μου έλεγαν «μας έχει καλέσει ο Βαλλιανάτος», δεν έλεγα κάτι και τους έβαζα μέσα. Έβγαιναν στο τέλος και είχαν περάσει σούπερ.
Λορ.: Κόβαμε κόσμο μόνο όταν γέμιζε, όταν δεν μπορούσες να κουνηθείς.
Γρ.: Επίσης, δεν κόβαμε ποτέ άνδρες μόνους τους. Και με τα κορίτσια δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Απλώς κάποιοι, που ήταν τελείως «τσαρούχι», ήταν εμφανές ότι δεν θα διασκέδαζαν. Έρχονταν και ζευγάρια στρέιτ, κάθονταν, έφευγαν και γύριζαν μετά οι άνδρες μόνοι τους.
Μik.: Εγώ ήμουν απομονωμένος στο πόστο μου, γιατί ανέβαινα με σκάλα και δεν μπορούσα να κατέβω όλο το βράδυ, αφού έπαιζα. Το feedback που έπαιρνα ήταν καταπληκτικό, πιστεύω πως ήταν από τις πιο όμορφες εποχές που έχω ζήσει ποτέ. Βέβαια, εγώ είμαι και προσηλωμένος, δεν κοιτάω δεξιά κι αριστερά, κοιτάω μπροστά. Και να ήθελα να κοιτάξω, ήταν τόσο ψηλά και είχα την κονσόλα μπροστά μου, που έπρεπε να σκύψω για να δω τι γίνεται. Έβλεπα μόνο στο βάθος και πάντα κόσμο να χορεύει.
Γρ.: Μα, δεν υπήρχαν καν καρέκλες, υπήρχαν δύο πολυθρόνες! Ήταν τόση η θέληση των παιδιών να χορέψουν που ανακαλύψαμε ότι όταν έπιναν το ποτό, το άφηναν κάτω, πάταγαν το γυάλινο ποτήρι, το έσπαγαν, άλεθαν με τις σόλες τα γυαλιά και υπήρχε κίνδυνος να κοπεί κάποιος άσχημα.
Έτσι, βάλαμε πλαστικά ποτήρια. Άλλο σκάνδαλο εκεί, «που το ξεφτιλίσατε, το φθηνύνατε» και όλα τα συναφή. Αυτό όταν τα πλαστικά ποτήρια μιας χρήσης ήταν πιο ακριβά από τα γυάλινα και τα ανανεώναμε συνεχώς. Ε, φάγαμε κι ένα κράξιμο γι' αυτό και μετά έβαλαν όλοι πλαστικά ποτήρια.
Μik.: Το Factory απέκτησε κι ένα φανατικό κοινό λόγω της μουσικής, αυτή η μουσική δεν υπήρχε, δεν είχε ακουστεί ξανά. Υπήρχε πάρα πολύς στρέιτ κόσμος που ερχόταν και ξαναρχόταν και δεν έφευγε.
Γρ.: Πολλά ζευγάρια γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν εκεί μέσα.
Λορ.: Εμένα μου είχαν φτιάξει ένα πολύ ωραίο dance stage ψηλά. Στην αρχή ήμουν λίγο κομπλαρισμένος γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς να κάνω, αλλά μετά από κάποια στιγμή το βρήκα, συνδυάζοντας λίγο ηλεκτρονικό χορό με λίγο πιο προκλητικό, εφόσον γούσταρα κιόλας να φρικάρουν κάποιοι.
Έχει τύχει ξαφνικά να βγαίνω με μια πετσέτα και τίποτε άλλο. Έκανα χορό από 7 ετών, ήταν ένας τρόπος έκφρασης για μένα και μου άρεσε πάρα πολύ. Όμως δεν μπορούσα να κάνω σόου με καμία άλλη μουσική εκτός από αυτήν που έπαιζε ο Mikee. Γενικά, ήταν μια απίστευτη εμπειρία. Έκφραση, ικανοποίηση, χαρά, όλα αυτά μαζί.
Μik.: Κι άρχισε σιγά-σιγά να βγάζει καινούργιες κινήσεις, εκφραζόταν διαφορετικά. Το αποτέλεσμα ήταν άψογο.
Λορ.: Κάθε βδομάδα έκανα άλλο concept, το δούλευα από πριν. Πήγαινα κι έβρισκα στολές, μάσκες, φλούο ρούχα... Το βασικό τότε στο Factory, όμως, ήταν η πετσέτα. (γελάει) Θυμάμαι, είχα πάει στο Rex πριν ξεκινήσω να δουλεύω στο Factory ένα βράδυ κι έφαγα πόρτα, το γνωστό «δεν συνοδεύεστε».
Μετά, όταν είχα γίνει ο «Λορέντζο του Factory» και με ήξεραν, πήγα ένα βράδυ στους πορτιέρηδες μόνο με μια πετσέτα. Με κοιτάνε με ύφος, με βάζουν μέσα, παίρνω τον Gaultier που με περίμενε κι έφυγα. Νόμιζα πως θα πέσουν κάτω από το σοκ.
Μik.: Κάθε βράδυ έπαιζα διαφορετική μουσική, δεν έπαιζα ποτέ τα ίδια κομμάτια. Άντε να έβαζα ένα που μου άρεσε ιδιαίτερα και που ήξερα πως αρέσει και στο κοινό.
Λορ. & Γρ. (μαζί και ρυθμικά) Παμ, παμ παμ... (γέλια) Ποιο ήταν αυτό το κομμάτι;
Μik.: Έχω πολλές κασέτες από τότε. Ναι, κάποια κομμάτια γίνονταν «επιτυχίες» μέσα από το Factory. Ο κόσμος μού έκανε παραγγελιές μουρμουρίζοντας ένα κομμάτι, μου τραγουδούσαν μια-δυο νότες. Μου ζητούσαν κασέτες κι έδινα πάρα πολλές, σχεδόν κάθε βράδυ. Υπάρχουν άτομα με τα οποία έχουμε επαφή και μου λένε ότι τις έχουν ακόμα αυτές τις κασέτες.
Ο... ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ (1995)
Γρ.: Στο Factory δεν ακούστηκε ποτέ ελληνικό τραγούδι, μόνο το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» τη μέρα που έκλεισε τα μαγαζιά ο Παπαθεμελής.
Μik.: Δεν θυμάμαι πού το είχα, πώς το είχα, αν το είχα. (γελάει)
Γρ.: Αυτή η «αντίσταση» στον Παπαθεμελή το 1995 οργανώθηκε από το Factory, όχι από το Rex.
Λορ.: Βγαίνω από το Factory 2:30 το πρωί, περνάω απέναντι στην Πανεπιστημίου και πάει να πέσει ένα αυτοκίνητο επάνω μου. Φρενάρει, κοιτάζω τον οδηγό, τσαντίζομαι και ξαπλώνω στον δρόμο μπροστά του. Κορνάρει, τίποτα εγώ. Κρατούσα και μια ελληνική σημαία που είχα πάρει από το μαγαζί και την είχα πάνω μου. Κάποια στιγμή, ξεκίνησαν τα αυτοκίνητα να κινούνται γύρω από εμένα και να προχωρούν, εγώ παρέμενα ξαπλωμένος στη μέση της Πανεπιστημίου.
Εκεί διαπιστώνω πως έρχεται κι άλλος και ξαπλώνει δίπλα σ' εμένα, κι άλλος, κι άλλος... Μαζεύονται πολλοί κι έτσι έκλεισα μια κεντρική οδό της Αθήνας χωρίς να το καταλάβω. Το έκανα κατά λάθος, δεν έγινε επίτηδες. Τότε βγαίνει και όλο το Rex έξω, μαζεύονται κι αυτοί γύρω-γύρω, μετά ήρθαν τα ΜΑΤ. Έφαγα το ξύλο της ζωής μου εκείνο το βράδυ, με πήγαν και μέσα.
Γρ.: Ήταν η πρώτη νύχτα που τα ΜΑΤ μας την έπεσαν κανονικά. Την επόμενη μέρα έγινε τέτοια φασαρία σε όλες τις εφημερίδες, που στη συνέχεια τα βράδια ήταν όλοι τους ακροβολισμένοι γύρω από τη Βουλή και δεν κατέβαινε κανένας.
Λορ.: Δεν μπορείς να φανταστείς το ξύλο που έφαγα, ακόμα θυμάμαι τον ήχο των κλομπ στο κεφάλι μου, που έπεφταν σαν τουμπερλέκι. Στο τμήμα μάς ρωτούσαν έναν-έναν «εσύ τι έκανες, ρε, πέταγες κέρματα;». «Εγώ ήμουν εκεί και απλώς έβλεπα» τους είπα. Κι έτσι με έδιωξαν.
Γρ.: Φαντάσου, οι πορτιέρηδες του Rex –που είχε μόνωση, εμείς δεν είχαμε− χόρευαν τη μουσική που άκουγαν από το Factory. Όμως δεν ήθελαν να βγουν στα κανάλια να μιλήσουν, εμείς ήμασταν οι «ναρκομανείς». Εγώ ήμουν αντιπρόεδρος των νυχτερινών κέντρων τότε, με κάτι απίστευτες φάτσες στο συμβούλιο εκείνη την εποχή, και γινόταν πανικός. Μα, έκλειναν τα μαγαζιά στις 2:30 ώρα το πρωί, μια εποχή που η Αθήνα ήταν γεμάτη όλο το βράδυ, κάθε βράδυ.
Μik.: Κάθε μέρα ανοίγαμε στις 11 και κάθε μέρα ήμασταν γεμάτοι μέχρι το πρωί!
Λορ.: Μα, θυμάμαι, την πρώτη μέρα που έγινε αυτό ξεκινάει ο κόσμος να έρχεται από τις 12, 1-1:30 γεμίζει το μαγαζί και κλείνει στις 2.30. Όλοι αναρωτιόντουσαν τι έγινε.
Γρ.: Μετά, επί έναν μήνα πηγαίναμε όλοι κάθε βράδυ στις 2:30 στο Σύνταγμα, έφερνε ο Αχιλλέας ο Οικονόμου το τζιπ με ηχεία και ο Λορέντζο χόρευε επάνω, ήταν φοβερό. Εμείς, όμως, και όχι οι άλλοι, το συνεχίσαμε αυτό. Μαζεύονταν όλοι μετά το κλείσιμο των μαγαζιών από τη Συγγρού, από την Ακαδημίας, από τη Λυκαβηττού... Συγκεντρωνόμασταν εκεί.
ΟΔΟΣ ΙΚΑΡΙΕΩΝ / +SODA / ΟΔΟΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ (1996-1999)
Γρ.: Στην Μπενάκη κάτσαμε μέχρι να ανοίξει το X, για δύο χρόνια. Για το dark room είχαν γραφτεί τέρατα! Ιστορίες, σκάνδαλα... Όμως δεν πάτησε κανείς ποτέ, παρ' όλη τη λύσσα την κακιά. Δεν ήρθε ποτέ κάποιος να κάνει έλεγχο. Ήξεραν ότι υπήρχαν κάποια όρια, το ότι έκανε κάποιος σεξ σε έναν συγκεκριμένο χώρο δεν είναι κακό. Δεν ήταν κάπου δημόσια, δεν υπήρχαν ανήλικοι, δεν ήταν ανήλικοι. Η μεγαλύτερη δική μου περιπέτεια ήταν όταν έρχονταν αστυνομικοί και μου έλεγαν «ξέρουμε πως έρχονται ανήλικοι. Λοιπόν, θα πηγαίνω εγώ μπροστά, εσύ πίσω, θα σου δείχνω άτομα και θα τους λες εσύ να βγουν έξω». Ε, μετά από αυτό ξεκινήσαμε να ζητάμε ταυτότητες και αναρτήσαμε την πινακίδα «από 18 και άνω». Το 1996-1997 ήμασταν στην Ικαριέων.
Μik.: Το οποίο Dome στην Ικαριέων ήταν, πιστεύω, ένα από τα πιο ωραία μαγαζιά που υπήρχαν τότε.
Γρ.: Πήγαμε κι ένα διάστημα στο Άτομο, που μετά έγινε +Soda.
Λορ.: Μα, στην ουσία η γέννηση του +Soda έγινε από το Factory.
Γρ.: Το +Soda γεννήθηκε στο Factory μια Τσικνοπέμπτη.
Λορ.: Είδαν, λοιπόν, κι άλλοι διοργανωτές την ιδέα του Factory και το έκαναν κάτι πιο mainstream, το οποίο όμως να του μοιάζει.
Γρ.: Θυμάστε που κάναμε πάρτι Factory στο Ακροπόλ στη Θεσσαλονίκη; Φύγαμε από την Μπενάκη με λιμουζίνα για να πάμε, μπήκαμε όλο μέσα, μπάρμεν, DJs... Λες και ήμασταν οι Beatles! (γελάει). Το Factory πήγε και στη Ρόδο!
Μik.: Οι Θεσσαλονικείς ήταν πολύ επιθετικοί λόγω της μουσικής και του ότι πήγαμε εκεί να κάνουμε πάρτι, νόμιζαν ότι πήγαμε για να τους το «παίξουμε» κάποιοι. Εγώ και ο Λορέντζο φύγαμε από το Factory έναν χρόνο πριν από το τέλος, μείναμε στο Dome και ξεκινήσαμε το QBase.
Γρ.: Εμείς πήγαμε στην Αμερικής την τελευταία χρονιά, 1998-1999.
Λορ.: Αυτά που έχουν γραφτεί και ειπωθεί για το FAz δεν μπορώ να τα τεκμηριώσω, δεν έχω άποψη, γιατί δεν ήμουν ακόμα στη χώρα. Πιστεύω πως το Factory ήταν η πρώτη σκηνή ever στην Ελλάδα που τράβηξε τον κόσμο και από κει και πέρα ξεκίνησε μια σημαντική πορεία. Μέχρι κι εγώ, αυτό που κάνω σήμερα το οφείλω στο Factory και στην επιρροή του. Μετά το Factory ήρθε το Soda, το Cavo Paradiso. Βασικά, μέσα από το Factory γεννήθηκαν όλα αυτά, ως underground μουσική σκηνή. Το Factory ήταν που έβαλε την ιδέα και σε άλλους που ήρθαν, είδαν και αποφάσισαν να κάνουν πράγματα.
Μik.: Το underground αυτής της σκηνής.
Γρ.: Κάτι βασικό που δεν ανέφερε ο Λορέντζο ήταν τα σόου. Δεν υπήρχαν σόου στα μαγαζιά μέχρι τότε, οποιοδήποτε είδος.
Λορ.: Κι εγώ, μετά, είχα γίνει σκάνδαλο: τα μισά περιοδικά με έκραζαν –σε σημείο που πεθαίναμε από τα γέλια− και τα άλλα μισά με θεοποιούσαν. Στην αρχή είχα φρικάρει λίγο, γιατί κάποια ήταν πολύ hardcore. Ευτυχώς, είχα τον Γρηγόρη που μου έλεγε «εφόσον ασχολούνται μαζί σου, είναι καλό». Είχα δάσκαλο τον Γρηγόρη, με καθοδηγούσε. Π.χ. δεν με άφηνε να δίνω συνεντεύξεις, δεν με άφηνε να πηγαίνω σε εκπομπές, με έκοβε από παντού και αυτό εμένα, που τότε ήμουν μικρός, μου έκανε πολύ καλό.
Θυμάμαι, ήθελε η Κορομηλά να κάνω σόου στον «Πρωινό Καφέ» και μου έλεγε ο Γρηγόρης: «Για ποιον λόγο; Για να σε δει η μάνα που μαγειρεύει το μεσημέρι; Αυτό που κάνεις εσύ δεν ταιριάζει». Εγώ με τον Mikee αποχωρήσαμε γιατί είχε αρχίσει να γεννιέται η club σκηνή. Άρχισε να υπάρχει στο κοινό ένα ποσοστό 50%-60% το οποίο ήταν techno. Η μουσική άλλαξε, οπότε θεωρήσαμε πως έπρεπε να προχωρήσουμε αυτό το μουσικό είδος.
Μik.: Έγινε μια μετάβαση: από το underground house που παίζαμε στο Factory τα πρώτα χρόνια προχωρήσαμε προς το techno με λίγα στοιχεία trance και μετά δημιουργήθηκε το κανονικό techno. Ποτέ δεν παίξαμε pure techno, πάντα είχε μέσα στοιχεία από house, tech house, μελωδίες, ambient...
Γρ.: Μα, σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι έπαιξαν εκεί, οι Στέρεο Νόβα, ο Πατρελάκης, ο Mikele, η Λευκή προς το τέλος. Οι Στέρεο Νόβα, μάλιστα, είχαν παίξει ως συγκρότημα.
Μik.: Οι πρώτοι ξένοι που φέραμε ήταν στο Factory, στο Dome, ένα ντουέτο που μεσουρανούσε στον Καναδά και στις ΗΠΑ τότε, οι Stickman, και μάλιστα τους είχαμε κάνει δύο Σάββατα στη σειρά. Ο ένας ήταν Ελληνο-καναδός κι έπαιξαν ένα εκπληκτικό underground house με στοιχεία techno.
Λορ.: Μα, σε όλο τον κόσμο τα γκέι μαγαζιά ήταν αυτά που βρίσκονταν μπροστά μουσικά, που ήταν πιο hot. Για παράδειγμα, στο Sound Factory στη Νέα Υόρκη πήγαινε ακόμα και η Mαντόνα. Το ίδιο έγινε και δω, μετά από 4-5 χρόνια, με τα ελληνικά δεδομένα. Όταν η μουσική άρχισε να σκληραίνει, το 1997, και να εξειδικεύεται, άρχισε να αλλάζει και ο κόσμος. Ο γκέι κόσμος δεν άντεχε να ακούει αυτήν τη μουσική, του έπεφτε βαριά και χωρίστηκαν οι δρόμοι. Εμένα και τον Mikee μας στενοχώρησε αυτό, γιατί βλέπαμε ότι δεν γούσταραν εδώ την εξέλιξη της μουσικής.
THE END / THE AFTERMATH
Γρ.: Όταν αποφάσισαν να φύγουν τα παιδιά και να κάνουν το QBase δεν μπορούσα να τους κρατήσω, έγινε, έφυγαν, προχώρησαν.
Λορ.: Η αντίδραση του Γρηγόρη ήταν πολύ καλή, δεν τσακωθήκαμε ποτέ.
Μik.: Ήταν η φυσική εξέλιξη.
Γρ.: Προσωπικά, χαίρομαι πάρα πολύ όταν έρχεται κάποιος στο μαγαζί μου, χτίζει κάτι, κάνει κάτι καινούργιο και το παίρνει και φεύγει, παίρνει μαζί του τη φήμη και τη δημοσιότητα. Το θεωρώ απόλυτα δημιουργικό.
Λορ.: Θυμάμαι που τότε με αγκάλιασε, μου έδωσε την ευχή του και μου είπε πως ήταν η λογική εξέλιξη, ήταν πολύ υποστηρικτικός.
Γρ.: Τα παιδιά έμειναν, λοιπόν, στο Dome, ξεκίνησαν το QBase κι εγώ πήγα στην Αμερικής, όπου και έγινε το τελευταίο Factory της σειράς. Αυτό το κράτησα μέχρι το 1999, που έκλεισε ο χώρος για γενική ανακαίνιση. Μετά από αυτό έγινε η απόπειρα του 2005. Το Factory πάντα είχε dark room, πάντα κατηγορούνταν για ναρκωτικά – το αναφέρω γιατί μου αρέσει να βλέπω τα πράγματα κατάματα. Η ηλεκτρονική μουσική σε όλο τον κόσμο είχε ναρκωτικά, δεν ήταν κάτι που αφορούσε ένα μαγαζί, απλώς εμείς ήμασταν υποχρεωμένοι να κρατάμε τα μπόσικα, μέχρι εκεί. Το μαγαζί ούτε εμπόριο έκανε ούτε τίποτα.
Ο Λορέντζο, με την παρουσία του στο μαγαζί, υποχρέωνε τους άλλους χορευτές να βγάλουν τον καλύτερό τους εαυτό. Στο +Soda είχαμε δύο μεγάλα κλουβιά που διέτρεχαν σχεδόν όλο το μαγαζί, έκαναν σόου μέσα στο μαγαζί εν κινήσει. Οι go-go dancers στην Ελλάδα προήλθαν από τη «σχολή» που δημιούργησε ο Λορέντζο. Όχι ότι έκαναν τα ίδια, αλλά ήταν τόσο ψηλά τα στάνταρ που είχε θέσει. Χώρια που μετά απέκτησαν όλα τα μαγαζιά χορευτές, δεν υπήρχαν πριν.
Λορ.: Αυτή την αγάπη του κόσμου την ένιωθα στο φουλ, λες και ήμουν σούπερ-σταρ. Αφού με καλούσαν και σε άλλες πόλεις! Θυμάμαι, είχα πάει προσκεκλημένος στην Κρήτη και είχαν βάλει 4 μέτρα πανό στο λιμάνι που έλεγε «Λορέντζο». Έπαθα σοκ!
Μik.: Θυμάμαι, επί QBase, με είχαν καλέσει στην Κύπρο και είχαν βάλει ένα τεράστιο πανό ανάμεσα σε δύο κτίρια –το πήρα, το έχω σπίτι−, το οποίο έλεγε «superstar DJ Mikee». (γελάει)
Λορ.: Πιστεύω πως στη δική μου περίπτωση έπαιξε ρόλο το ότι ήμουν και αντιδραστικός, μου άρεσε να φρικάρω και να προκαλώ τους κολλημένους, κάποια πράγματα τα έκανα επίτηδες.
Γρ.: Βρισκόταν, όμως, σε ένα περιβάλλον που τον έπαιρνε να το κάνει αυτό, ήταν προστατευμένος. Ήμασταν team, οποιοσδήποτε ερχόταν να βρει έναν-έναν μόνο του, όλοι γινόμασταν γροθιά.
Λορ.: Για παράδειγμα, είχαν κάνει μια συνέντευξη σε στρίπερ και μου πρότειναν να μιλήσω κι εγώ. Τους απάντησα πως εγώ δεν κάνω στριπτίζ και το είδαν αλλιώς, ότι εγώ θεωρούσα πως ήμουν ανώτερος από τους άλλους. Δασκαλεμένος από τον Γρηγόρη, απάντησα πως ο στρίπερ βγαίνει ντυμένος και μετά είναι γυμνός, ενώ εγώ βγαίνω από την αρχή γυμνός! (γελάει) Χτυπάς πάνω στο κόμπλεξ τους.
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ FACTORY
Γρ.: Αυτό ήταν κάτι που έκανε γενικά το Factory, όμως χτύπησε κατά μέτωπο το κόμπλεξ του Έλληνα: Μας βρίζετε για το dark room; Το κάνουμε σημαία. Η μουσική είναι underground; Επιμέναμε σ' αυτό. Γιατί ήθελα εγώ να κάνω το Factory; Ήθελα έναν μεγάλο χώρο, απελευθερωτικό. Να φύγει από το γκέτο ο γκέι χώρος και να μάθει στον κόσμο να ακούει μουσική. Εμείς λατρεύαμε τη μουσική, δεν κάτσαμε να δούμε τι είναι το πιο εμπορικό, τι βγήκε, τι παίζεται...
Είχαμε μουσική άποψη, ο Mikee είχε μουσική άποψη και εκεί βασιστήκαμε. Βέβαια, ξέραμε ήδη από τα ταξίδια μας με τον Άλκη στο εξωτερικό τι ακούγεται, τι παίζει στον κόσμο, τα flyers, από θεματικά πάρτι. Βασικά, θεωρούσαμε ότι η κλαμπ σκηνή στην Ελλάδα άξιζε κάτι καλύτερο, θεωρούσαμε ότι το είχαμε και μας ενδιέφερε αυτό το πράγμα να πολλαπλασιαστεί, να απλωθεί σε όλα τα μαγαζιά, γκέι και στρέιτ. Κάναμε ένα mainstreaming του underground.
Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο του Factory σήμερα, γιατί το underground είναι φρίκη. Τότε το underground ήταν μια άποψη ζωής, τώρα είναι απελπισία, αδιέξοδο. Τότε ήταν άλλος τρόπος να δεις την ίδια ωραία ζωή, τώρα είναι ανεργία, φτώχεια, μοναξιά, αποξένωση... δεν βγαίνει ο κόσμος. Βέβαια, υπάρχει και κάτι τελείως ουδέτερο σήμερα –και πρέπει να το πούμε−, η τεχνολογία. Παλιά έπρεπε να είσαι μέσα σε έναν χώρο και να υπάρχει μια μέθεξη.
Σήμερα, με την τεχνολογία, νομίζεις πως μπορείς να το κάνεις αυτό μόνος σου, με τα ακουστικά σου και με τον φίλο σου στο σπίτι. Έχει βελτιωθεί τεχνολογικά η πρόσβασή σου σε πράγματα, αλλά έχει τελειώσει το ομαδικό, το μαζικό. Δεν υπάρχουν στην Αθήνα γκέι κλαμπ που να στηρίζουν ουσιαστικά αυτήν τη μουσική και −θα γίνω πολύ κυνικός− ο λόγος είναι ότι οι επιχειρηματίες που έχουν τα γκέι κλαμπ δεν ξέρουν από μουσική.
Λορ.: Συμφωνώ και πιστεύω πως και ο γκέι κόσμος δεν έχει εκπαιδευτεί σ' αυτήν τη μουσική.
Γρ.: Ο γκέι κόσμος έρχεται σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό στο μαγαζί για να ψωνιστεί. Το ψωνιστήρι γίνεται καλύτερα σήμερα με άλλον τρόπο ή νομίζουν πως γίνεται καλύτερα. Έχει ξεφύγει η όλη φάση, δεν χρειάζεται να πας να δεις τον άλλον, το κάνεις από το σπίτι σου. Τότε έπρεπε να πας εκεί, να τους βρεις, τα υπόλοιπα «μέσα» ήταν αναξιοπρεπή.
Λορ.: Μα, και η μουσική που πλασάρεται στα γκέι κλαμπ και στα πάρτι έξω έχει αλλάξει, είναι αυτή που παίζεται στα circuit events, χάλια! Τα πάρτι είναι πολύ καλά, αλλά η μουσική δεν ακούγεται, ένα τσιφτετελο-τρανσο-κάτι.
Γρ.: Μα, η μουσική έχει γίνει απλώς υπόκρουση.
Μik.: Μην κοιτάς τα Berghain και Kitty Cat, σ' αυτά το concept είναι τελείως διαφορετικό.
Λορ.: Βασικά, στη Γερμανία είναι αλλιώς. Όταν παίζουν ο Marcel Dettman και ο Ben Klock στο main room του Berghain δεν είναι μόνο για τους γκέι, είναι για όλους. Το γκέι πάρτι είναι την Κυριακή.
Γρ.: Μα, σχεδόν δεν υπάρχουν γκέι κλαμπ πια, υπάρχουν συγκεκριμένα events, γιατί η συνέχεια είναι από το τηλέφωνό σου.
Λορ.: Στη Γερμανία ο κόσμος είναι πολύ εκπαιδευμένος, δεν έχει κανείς πρόβλημα, ούτε προσβάλλει ο ένας τον άλλον. Μπορεί κάποιος να την πέσει σε στρέιτ και απλώς να του απαντήσει ότι δεν ενδιαφέρεται.
Γρ.: Υπήρχαν κι άλλα κλαμπ στην Αθήνα, αλλά ήταν πολύ διαφορετικά. Το Factory έκανε μόδα το underground, αλλά τότε το πήρε κυριολεκτικά από τα σκατά. Με ενοχλεί όταν βλέπω αφιερώματα στην ιστορία του ελληνικού κλάμπινγκ που δεν αναφέρονται στο Factory.
Λορ.: Τα καλύτερα μαγαζιά του πλανήτη τότε ήταν γκέι.
Γρ.: Και οι καλύτεροι DJs έπαιζαν στα γκέι μαγαζιά για να καθιερωθούν.
Λορ.: Και μετά έγιναν σιγά-σιγά mixed. Αν έβλεπες το feeling που έβγαινε τότε σ' αυτά τα μαγαζιά σε σχέση με τα στρέιτ, ήταν η μέρα με τη νύχτα!
Γρ.: Άσε που στα στρέιτ μαγαζιά, όταν ξεκίνησε η πραγματική εποχή του κλάμπινγκ στην Ελλάδα, ξεκίνησαν να βάζουν ελληνικά στο τέλος. Αυτό δεν έχει γίνει πουθενά στον κόσμο, να βάζεις π.χ. στην Αυστρία γιοντλ μετά την ηλεκτρονική μουσική. Η ζημιά, λοιπόν, στην Ελλάδα με αυτή την πρακτική είχε ήδη ξεκινήσει να γίνεται.
Λορ.: Όπως επίσης πιστεύω πως το feeling που φτιάχτηκε μετέπειτα στα στρέιτ μαγαζιά το πήραν/κόπιαραν από τα γκέι και τα mixed. Πριν ήταν ψυχρά, σχεδόν απρόσωπα.
Μik.: Η βασική παρακαταθήκη του Factory ήταν ότι ο κόσμος άρχισε λίγο να αλλάζει το μυαλό του, έκανε εφικτό το «πάντρεμα», μπορούσαν να διασκεδάζουν πια όλοι μαζί. Μπορούσαν να ακούσουν άλλη μουσική, να μην ακούσουν το εμπορικό που παιζόταν τότε στα κλαμπ, και να διασκεδάσουν μ' αυτό.
Γρ.: Και η απελευθέρωση.
Μik.: Η απελευθέρωση στο μυαλό τους πρώτα, και βασικά στο μυαλό πολλών. Δεν χρειαζόταν να είσαι σε κάποιο συγκεκριμένο μαγαζί για να διασκεδάσεις, μπορούσες να είσαι και σε έναν άλλο χώρο. Κι αυτό οφειλόταν σε όλη την ατμόσφαιρα, όχι μόνο στη μουσική. Εγώ έμπαινα στο Factory και το χαιρόμουν, κι ας ήμουν συγκεντρωμένος στη μουσική μου. Έβλεπα, όμως, τον κόσμο που διασκέδαζε και τους έβλεπα όλους μαζεμένους εκεί μπροστά, χωρίς να υπάρχει κάποιο κόλλημα, ή κόμπλεξ, ή οτιδήποτε άλλο.
Λορ.: Εγώ, επειδή έκανα σόου και τα σόου ήταν 3-4 φορές από ένα τέταρτο με εικοσάλεπτο μέσα στο βράδυ, είχα την ευχέρεια πριν και μετά να βρίσκομαι παντού. Αυτή η εμπειρία που έζησα εκεί παραμένει μοναδική.
Μik.: Το πολύ όμορφο ήταν ότι ήταν σαφές πως είχες αρχίσει, μέσα από όλη αυτή την εμπειρία, να τους κινείς το ενδιαφέρον μουσικά. Τους δόθηκε μια καλή βάση για να ψαχτούν μετά.
Λορ.: Το ξεκίνημα της techno στη χώρα ήρθε από το Factory, εκεί ξεκίνησε να φτιάχνεται κοινό. Μετά χωρίστηκε ο κόσμος προς το τέλος στο Factory. Τα τελευταία δύο χρόνια το 80% ήταν κλάμπερ και ήταν πιο πολλοί από τους γκέι.
Μik.: Γι' αυτό κι εμείς αποφασίσαμε να προχωρήσουμε μετά σε κάτι άλλο. Θυμάμαι, ο Τσιλιχρήστος μας είχε δώσει μια Τρίτη στο Αμφιθέατρο και αμφέβαλε αν θα το γεμίζαμε. Όμως έγινε χαμός!
Λορ.: Με είχε βρει ο Τσιλιχρήστος στο Discobole και μου ζήτησε να πάω να κάνω σόου στο Αμφιθέατρο. Του απάντησα ότι δεν μπορούσα γιατί δεν θα έπαιζε ο Mikee. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι το δικό μου χορευτικό ήταν βασισμένο σε μια συγκεκριμένη μουσική. Έτσι μας την έδωσε την Τρίτη και εννοείται ότι αμφέβαλαν για την επιτυχία της. Πήγαμε, λοιπόν, εμείς και μάλιστα είχαμε βάλει και live τουμπερλέκια − έγινε ο απόλυτος πανικός! Αυτό ήταν το πρώτο QBase πάρτι, έτσι ξεκίνησε.
Μik.: Τα λέγαμε 25th Hour. Μετά ονομάσαμε το κλαμπ όπου πήγαμε QBase. Τα flyers τότε τα έκανα εγώ. Όλα, τελικά, ήταν θέμα στιγμής και το Factory ήταν η αιτία να γνωριστούμε εγώ με τον Λορέντζο. Προσωπικά, το θεωρώ κάρμα όλο αυτό.
Λορ.: Βλέπω άλλες ομάδες που διοργανώνουν πάρτι και μετά από λίγο αρχίζουν οι διαφωνίες, «σπάνε» οι συνεργασίες. Οι διαφωνίες είναι μέσα στο πρόγραμμα και σε όλες τις σχέσεις, όμως εμείς οι δύο καταφέραμε να είμαστε μαζί 25 χρόνια, από την αρχή του Factory.
Μik.: O Λορέντζο μου έδωσε ενέργεια. Είμαστε εντελώς διαφορετικοί ως άνθρωποι. Εκείνος μου έδωσε την εξωστρέφεια που χρειαζόμουν, εγώ δεν την έχω, και το λέω.
Λορ.: Εμένα ο Mikee μου έχει δώσει όλη τη μουσική ικανοποίηση και παιδεία που χρειαζόμουν. Όλες τις μουσικές βάσεις που έχω μέχρι σήμερα τις έχω πάρει από τον Mikee. Εννοείται ότι είχα ακούσματα ακόμη και πριν έρθω από τη Γερμανία, όμως εκείνος με έβαλε τόσο βαθιά στη μουσική.
Μik.: Δεν νομίζω πως αν κάποιος ήθελε να κάνει κάτι ανάλογο του Factory σήμερα θα είχε επιτυχία, είναι άλλες οι εποχές. Για να πιάσει, το γκέι κοινό πρέπει αναγκαστικά να περάσει σε άλλα ακούσματα, έχει μπει πολύ βαθιά το ελληνικό στοιχείο, το πολύ εμπορικό, και είναι λάθος που μας το πλασάρουν τόσο πολύ, γενικότερα και ειδικότερα. Εγώ δεν ακούω ποτέ ραδιόφωνο, ποτέ. Υπάρχουν, όμως, πολλοί που ακούνε και πολλοί που παρακολουθούν συγκεκριμένες εκπομπές στην τηλεόραση. Όλες αυτές οι εκπομπές είναι κατευθυνόμενες και ουσιαστικά οδηγούν το κοινό στην εμπορικότητα. Είναι λογικό, θέλουν να πουλήσουν, όμως το πλασάρουν σε τόσο μεγάλο βαθμό, σε βομβαρδίζουν τόσο πολύ, που αν αποφασίσεις να πας σε ένα κλαμπ για να διασκεδάσεις, δεν έχεις άλλη επιλογή από αυτή.
Λορ.: Εγώ πιστεύω πως με το Factory έγινε μια πραγματική επανάσταση, γιατί η στρέιτ σκηνή ήταν τόσο ξενέρωτη, η γκέι τόσο ζεστή και τελικά ενώθηκαν. Πλέον η γκέι σκηνή δεν με τραβάει καθόλου λόγω της μουσικής. Αυτό που παίζουν στα μαγαζιά δεν είναι μουσική, νιώθω αμήχανα, δεν μπορώ να διασκεδάσω.
Μik.: Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα γκέι μαγαζιά αλλά και γενικότερα στα μαγαζιά σήμερα. Δεν μπορώ να πάω σε έναν χώρο που δεν θα με καλύψει μουσικά, ακόμα και σε event. Αν δεν με καλύπτει μουσικά ένας DJ, δεν θα πάω, δεν θα με κάνει να χορέψω. Αυτό που κάνουμε ως Blend το γουστάρουμε πολύ, γι' αυτό συνεχίζουμε μέχρι σήμερα. Παίρνω τεράστια ικανοποίηση γιατί δίνω στον κόσμο αυτό που μου αρέσει. Όπως και ο Λορέντζο, αυτό που κάνει το γουστάρει, το θέλει και το κάνει.
Λορ.: Το γουστάρω, αλλά γουστάρω πολύ να εξελίσσεται η σκηνή και η μουσική στη χώρα μας.
Μik.: Τα κλαμπ είναι πολιτιστική παρακαταθήκη σε μια χώρα ‒ εξαρτάται βέβαια και από το κλαμπ. Το Factory ήταν πολιτιστική παρακαταθήκη, γιατί από κει ξεκίνησαν και εξελίχθηκαν πολλά πράγματα. Όταν έχεις δώσει τη ζωή σου, γιατί εγώ την έχω δώσει και είμαι κολλημένος εκεί όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να προσφέρεις στο κοινό αυτό που πραγματικά θέλεις και πιστεύεις.
Ευχαριστώ πολύ τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο και τον Μιχάλη Αργυρόπουλο για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το προσωπικό τους αρχείο.