Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κορόνες περί μειοδοσίας που άρχισαν να κυκλοφορούν ξανά θα απειλούν κάθε μελλοντική κυβέρνηση, αν σκεφτόταν, για τους δικούς της λόγους, την όποια αντιδημοφιλή κίνηση στην εξωτερική ή στην εσωτερική της πολιτική.
Οι άνθρωποι ανησυχούν. Παρά το ότι το «γκάλοπ δρόμου» ή η προσωπική εμπειρία δεν έχουν καμιά επιστημονική αξία, οι άνθρωποι στη λαϊκή γειτονιά της Θεσσαλονίκης όπου μένω έχουν κακή διάθεση απέναντι στη συμφωνία. Οργή φωναχτή δεν είδα, όμως μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα λόγια ενός γνωστού μου που ψήφιζε μέχρις προσφάτως ΚΚΕ και ξέρει πρόσωπα και πράγματα της συνοικίας. Είπε: Όλοι είμαστε στα κάγκελα μέχρι φυσικά να μας δώσει ένα επίδομα και να κουρνιάσουμε. Και το είπε γελώντας πικρά, με αυτό τον τρόπο που έχουν κάποιοι να διακωμωδούν τα δυσάρεστα υλικά της καθημερινότητάς τους.
Εγώ, λοιπόν, που, παρά τις ενστάσεις, βλέπω τη συμφωνία αυτή ως κάτι καλό και στέκομαι με ανησυχία και θλίψη απέναντι στα φοβικά που ακούγονται, αντιλαμβάνομαι πως είμαι «μόνος». Στη μειοψηφία. Ξεκινώ έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος. Λέω, επιπλέον, πως δεν μπορούμε να κάνουμε σαν να μην υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην πρόσληψη της συμφωνίας από τον κόσμο.
Ειδικά για τις βορειοελλαδικές μικροκοινωνίες, η συμφωνία αυτή είναι «υποχώρηση», το πρώτο βήμα για μια Μακεδονία του Αιγαίου, για διάφορα γεωπολιτικά παιχνίδια στην πλάτη μας κ.λπ. Στο σμίλευμα αυτού του φαντασιακού έχουν συνδράμει όχι μόνο ο γνωστός αστερισμός του Ιβάν Σαββίδη και των πολιτικών της τοπικής δεξιάς αλλά και οι ιδέες για την προέλευση της κρίσης και την ξένη επέμβαση στο «καλύτερο οικόπεδο της Ευρώπης» από την πλευρά μεγάλων κομματιών της αριστεράς.
Χρειάζονται, λοιπόν, απαντήσεις στα σενάρια ήττας και αποκαρδίωσης που κυκλοφορούν. Αποσαφήνιση, παραδοχή των δυσκολιών, αποφυγή της ωραιοποίησης. Απαντήσεις, μαζί όμως με αντίσταση στην καταστροφολογική και πανικόβλητη ρητορική που βλέπει παντού «εθνικές ταπεινώσεις».
Πάνω σε αυτά τα συναισθήματα πάει να δημιουργήσει δεδομένα η Χρυσή Αυγή και οι άλλοι πυρήνες της άκρας δεξιάς. Ψάχνουν ευκαιρία να εκτρέψουν τη βαριά διάθεση σε ακτιβισμό και να φτιάξουν «κίνημα».
Χρειάζονται, λοιπόν, απαντήσεις στα σενάρια ήττας και αποκαρδίωσης που κυκλοφορούν. Αποσαφήνιση, παραδοχή των δυσκολιών, αποφυγή της ωραιοποίησης. Απαντήσεις, μαζί όμως με αντίσταση στην καταστροφολογική και πανικόβλητη ρητορική που βλέπει παντού «εθνικές ταπεινώσεις».
Πολλές φορές, φυσικά, το σοκ που δημιουργεί η απευθείας ή μέσω κοινωνικών δικτύων συνάντηση με σκληρές εθνικιστικές απόψεις (λ.χ. με την άποψη ότι αυτοί οι περιφρονητέοι Σκοπιανοί δεν είναι τίποτα, είναι απλώς «κλέφτες ονομάτων και Ιστορίας») δημιουργεί την τάση να παίξει κανείς το ίδιο το παιχνίδι της πρόκλησης: να αντιμετωπίσει κάθε αγωνία ταυτότητας ως γραφική, αναχρονιστική και εχθρική προς την ειρηνική επίλυση των προβλημάτων. Αυτό είναι λάθος. Και όσοι στέκονται θετικά απέναντι τη συμφωνία, ανεξάρτητα από τις δεύτερες σκέψεις που έχουν γι' αυτό ή το άλλο σημείο, πρέπει να αποφεύγουν τη σνομπ στάση και να πάρουν στα σοβαρά τις ζοφερές σκέψεις των άλλων.
Καταρχάς, για λόγους συσχετισμού δύναμης: οι κατά είναι σαφώς περισσότεροι από τους υπέρ. Δεύτερον, γιατί στην πολύμηνη διαδικασία που ανοίγεται μεταξύ των δύο χωρών υπάρχουν πολλά λεπτά τεχνικά και πολιτικά θέματα ουσίας που δεν ανέχονται την πολιτικάντικη και ευτελή επικοινωνιακή διαχείριση. Κι έπειτα, επειδή το θέμα αυτό προφανώς πάει να χρησιμοποιηθεί για να τονώσει μια κυβερνητική εικόνα και ιδίως την πρωθυπουργική εικόνα σε αναζήτηση καινούργιων ακροατηρίων και συμμαχιών.
Μην ξεχνάμε, όμως, πως οι αγωνίες και δυσφορίες ταυτότητας είναι το καύσιμο των πολιτικών παθών σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Όλο και περισσότερο το θέμα της λιτότητας και της οικονομικής κρίσης έχει ενσωματωθεί στη ρητορική περί εθνικής αξιοπρέπειας. Αυτό το επισημαίνουν και πολλοί στο κέντρο και στην κεντροδεξιά που αποφάσισαν να αντιταχτούν στη συμφωνία. Ισχυρίζονται πως μόνο με την ενσωμάτωση της λαϊκής δυσφορίας μπορεί να αποτραπεί η ριζοσπαστικοποίηση της αγανάκτησης και η ανάδυση μιας ελληνικής Λέγκας του Βορρά.
Μπορεί όμως να έχει κανείς βάσιμες αντιρρήσεις γι' αυτήν τη λογική. Ιδίως γιατί φαίνεται να αρνείται να εξηγήσει, να πείσει, να συζητήσει με αυτούς που αισθάνονται απειλημένοι. Αφήνει να γιγαντώνονται στον κόσμο παρανοήσεις ή να θεριεύουν τα πιο άγονα και επικίνδυνα σύνδρομα, όπως οι κατηγορίες εναντίον της αριστεράς για «εθνομηδενισμό», για «απάτριδες» και τα παρόμοια αραχνιασμένα των παλιών εποχών.
Στην ίδια λογική βλέπουμε να μπερδεύεται η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση και στον Τσίπρα με θέματα βασικών αξιών που πάνε πολύ μακριά από τον βίο αυτής της κυβέρνησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ας πούμε, ότι οι κορόνες περί μειοδοσίας που άρχισαν να κυκλοφορούν ξανά θα απειλούν κάθε μελλοντική κυβέρνηση αν σκεφτόταν, για τους δικούς της λόγους, την όποια αντιδημοφιλή κίνηση στην εξωτερική ή στην εσωτερική της πολιτική.
Βλέπουμε, τέλος, ότι σε έναν συντηρητικό κόσμο ενισχύεται ξανά η εικόνα της Ελλάδας ως παραπεταμένου παιδιού της Δύσης, ως οικόπεδου που το τεμαχίζουν άλλοτε «αυτοί», άλλοτε «οι άλλοι» και τώρα ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ξαναστήνεται πάλι ένας φτωχοπροδρομικός αμυντισμός του λαού που τον καταδιώκουν, πράγμα που είδαμε πόσες στρεβλώσεις γέννησε.
Απ' όλα αυτά δεν μπορεί, φυσικά, να βγει κανένας ορθολογικός και ρεαλιστικός πατριωτισμός. Κερδίζει, αντιθέτως, η ιδέα της εχθρικής περικύκλωσης σε νέα συσκευασία και με άλλους φταίχτες.
Γι' αυτό η συγκεκριμένη συγκυρία κρύβει πολλά μικρά και μεγάλα τέρατα. Όχι τόσο το τέρας της διαίρεσης σε δύο «στρατόπεδα» αλλά το τέρας της πολυδιάσπασης και των άπειρων παρεξηγήσεων μες στον ίδιο χώρο και στην ίδια παρέα. Ιδίως όμως η φριχτή υποψία για το φρόνημα του διπλανού, κάτι πολύ χειρότερο από τους ανώδυνους καβγάδες των social media.
σχόλια