Της Ναταλί Χατζηαντωνίου
«Ο Αντώνης του φωτογραφικού αρχείου». Όσοι πέρασαν τα τελευταία 20 χρόνια από την «Ελευθεροτυπία» έτσι γνώρισαν τον μποέμ μηχανόβιο, μουσικό παντογνώστη, αφοσιωμένο αναγνώστη, αυστηρό κριτή και επιμελητή του φωτογραφικού αρχείου Αντώνη Μακραντώνη. Αργότερα θα μάθαιναν ότι κάποια βράδια, μετά τη δουλειά, έκανε DJ-ing σε μερικά από τα πιο ψαγμένα μπαράκια του κέντρου. Αν όμως ο Αντώνης σε εμπιστευόταν, μπορούσε να σου ανοίξει λίγο περισσότερο τα χαρτιά μιας συναρπαστικής ζωής που είχε προηγηθεί επί μία 20ετία, όταν ήταν jockey στα διασημότερα πλατό της Μυκόνου, τις δεκαετίες του '70 και του '80. Windmill, T.K.'s, Pierro's, Remezzo, Μούσες, Paradise bar-disco... και όχι μόνο.
«Στην "Ελευθεροτυπία" οι περισσότεροι έρχονταν με την επιθυμία να γίνουν αναγνωρίσιμοι. Ε, εγώ», λέει, «ήρθα για να... κρυφτώ. Όπως έλεγε και ο συγχωρεμένος φίλος μου ο Άλκης, ο διάσημος DJ στις Μούσες, εμείς είχαμε μεγάλη αναγνωρισιμότητα, διότι, με λίαν επιεικείς όρους, είχαμε φάει, πιει, διασκεδάσει, κάνει σεξ και περάσει καλά με πάνω από 500.000 ανθρώπους. Είχε δίκιο. Όλη μου τη ζωή μού συμβαίνει να με σταματάνε στον δρόμο και να με ρωτάνε «τι κάνεις;» άνθρωποι που δεν τους θυμάμαι και δεν ντρέπομαι να το πω ούτε σ' αυτούς ούτε σ' εσάς».
Έχοντας «κρεμάσει τα ακουστικά» εδώ και επτά χρόνια, ο Αντώνης αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τη Μύκονο εκ των έσω. Όχι για τη Μύκονο των διασήμων και των κοσμοπολιτών αλλά για την ελεύθερη και ελευθεριάζουσα Μύκονο και τον «χάρτη» των μαγαζιών, των προσώπων, των εθών και των ηθών που έφτιαξαν τον μύθο της. «Μύκονος - μια μυθολογία» είναι ο τίτλος του βιβλίου που θα κυκλοφορήσει αρχές Ιουνίου από τις εκδόσεις Ελευθερουδάκη.
Η προδημοσίευση μερικών αποσπασμάτων που παραχώρησε ο Αντώνης στη LiFO δίνουν μια χαρακτηριστική πρόγευση του βιβλίου του. Αρκετά από τα υπόλοιπα –όχι όλα, εξυπακούεται–τα λέει σ' αυτήν τη συνέντευξη-μνεία στον παράδεισο στον οποίο βρέθηκε τη δεκαετία του '70 συμπτωματικά αλλά και μοιραία. «Στον στρατό», λέει «υπηρέτησα αξιωματικός τεθωρακισμένων. Εκεί, στο μάθημα της τακτικής, μας δίδαξαν το εξής: σημασία δεν έχει να φτάσεις, σημασία έχει να φτάσεις πρώτος. Λοιπόν, εγώ στη Μύκονο έφτασα όχι πρώτος αλλά, όπως αποδείχτηκε, ακριβώς την ώρα που έπρεπε».
Τυχαία ξεκίνησαν όλα;
Ναι. Με πήρε μια γκόμενα που είχα τότε και πήγα εκών άκων στη Μύκονο για να αποφασίσουμε αν θα... παντρευτούμε – σιγά μην παντρευόμουν στα 24 μου. Ήταν αρχές Αυγούστου του 1974, λίγο μετά την επιστροφή του Καραμανλή στην Αθήνα.
Μέχρι τότε πού είχες παίξει;
Σε ένα κλαμπ στην οδό Φειδιππίδου, το Top-10. Εκεί μ' έμαθε να παίζω ο Άρης ο Τούρκος, που μετά έφυγε για να παίξει στην Κέρκυρα και με άφησε στη θέση του. Δίπλα ήταν η Χέυδεν, με τα στέκια της εποχής, όπως το Ελατήριο, όπου έπαιζαν οι Poll, η Βόσσου και αρκετά άλλα ροκ συγκροτήματα της εποχής. Παρακάτω ήταν το Ροντέο, με τον Σαββόπουλο και τα Μπουρμπούλια. Και λίγο πιο κάτω, στην Ηπείρου, το Κύτταρο του κυρ-Αντρέα με τους Socrates – και όχι μόνο. Όλοι αυτοί (τα συγκροτήματα και οι groupies) πέρναγαν από το Top-10. Και τώρα συναντώ καμιά φορά στον δρόμο κάποιους από αυτούς και με ρωτάνε «ζεις;». «Ζω» τους λέω. «Εσύ ζεις, ρε μαλάκα;».
Μετά το Top-10 πού έπαιξες;
Στο Trip και σε άλλα μαγαζιά της Πλάκας. Μια χρονιά έπαιξα σ' ένα δικό μου μαγαζί, το Le Mans, Αδριανού και Αφροδίτης, που τον χειμώνα του 1973 νοίκιαζα τον επάνω όροφο στον Άσιμο.
Στη Μύκονο τι έγινε και ενώ πήγες για μερικές ημέρες, τελικά έμεινες κοντά 20 χρόνια;
Πήγα εκεί χωρίς φράγκο, αλλά, κατά τύχη, βρήκα δουλειά αμέσως. Στο πρώτο μαγαζί όπου πάτησα, το Windmill, ο DJ είχε φύγει. Έτσι κόλλησα εκεί και δούλεψα μέχρι τον Νοέμβριο, που έκλεισε για χειμώνα.
Πότε επέστρεψες;
Την άνοιξη του '75 δούλεψα σε 2-3 μαγαζιά, περιμένοντας να με πάρουν φαντάρο. Πήγα στρατό τον Μάιο. Το '76, μ' ένα βύσμα που είχα στον στρατό, πήρα έναν μήνα άδεια και 40 μέρες οδοιπορικά. Τα μάζεψα και πήγα στη Μύκονο, όπου πέρασα ζωή και κότα χωρίς να παίζω. Είχα και κάτι λεφτά από τον στρατό, αλλά στη Μύκονο δεν είχα πρόβλημα. Δεν πλήρωνα στα μαγαζιά. Σ' αυτό το νησί ήταν άγραφος νόμος ότι όσοι δουλεύαμε στη νύχτα εκεί, δεν πληρώναμε για ποτά.
Ήταν ένα εθιμοτυπικό αλληλεγγύης μεταξύ σας;
Δεν ξέρω. Έτσι το βρήκα να συμβαίνει. DJs, μπάρμεν, γκαρσόνια, γκαρσόνες, πληρώναμε μόνο για το σπίτι και το φαΐ μας, όχι για ποτά στα άλλα μαγαζιά. Έτσι γινόταν πάντα. Σε όλη μου τη ζωή, οπουδήποτε πήγαινα στη Μύκονο ή εδώ, στην Αθήνα, όσοι δούλευαν στη νύχτα και με ήξεραν από κει, δεν δεχόντουσαν χρήματα. Επίσης, όταν είχαμε λεφτά, πηγαίναμε «αβάντα». Άνοιγες εσύ ένα μαγαζί; Ερχόμουν τακτικά στην αρχή με παρέα να τα «μπήξουμε» – και όχι μόνο εγώ, όλο το σινάφι. Άνοιγα ένα μαγαζί εγώ; Ερχόσουνα εσύ κι όλο το σινάφι. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα, ίσως μόνο μεταξύ των βετεράνων, αν και οι εποχές της μπαρότσαρκας έχουν παρέλθει πια για μας.
Το όζον τότε δεν είχε τρύπα. Οι γκόμενες έβαζαν βαζελίνη για να μαυρίσουν στον ήλιο. Η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια. Στα παραγάδια, κάθε δεύτερο-τρίτο αγκίστρι, έβγαζες ένα μεγάλο ψάρι. Τα αλιευτικά έφερναν ξιφίες μέχρι τέσσερα μέτρα. Και, βέβαια, τη διαφορά την έκαναν οι Μυκονιάτες. Σ' έναν κόσμο όπου οι γκέι ήταν απαγορευμένοι, τους φτύνανε και τους πλακώνανε στο ξύλο, στη Μύκονο ζούσαμε κανονικά μαζί τους. Δεν εννοώ ότι τους «ανεχόμασταν». Εννοώ ότι ήταν φιλαράκια, ζούσαμε όλοι μαζί.
Πες μου ένα-δυο ιστορικά μυκονιάτικα πάρτι μ' εσένα στα πλατό.
Όλα τα πάρτι που έγιναν στη Μύκονο εκείνα τα χρόνια αποτελούν μύθο στις μέρες μας. Στο Pierro's, δυο-τρεις φορές τον μήνα είχαμε πάρτι. Στο Paradise Βeach κάθε full moon είχαμε πάρτι κι έρχονταν πλήθη. Γράφω για όλα αυτά στο βιβλίο. Έχω την τύχη να έχω σώσει σε κασέτα και να διατηρώ σε mp3 το πρόγραμμά μου από μερικά από αυτά τα πάρτι. Το 1979 η αστυνομία έκλεισε προσωρινά το Pierro's. Όταν ξανάνοιξε, η Μάργκο έκανε ένα «ιστορικό», όπως το θέτεις, πάρτι. Γι' αυτό έφτασαν δύο τσάρτερ, ένα από την Αγγλία κι ένα από τον Καναδά, με πολύ πλούσιους και διάσημους gay που ήρθαν για να γιορτάσουν τη νίκη των δικαιωμάτων τους. Ένα άλλο ήταν το πάρτι «Aquarius» που έγινε την ίδια χρονιά, όταν περάσαμε αστρολογικά από την εποχή των Ιχθύων στην εποχή του Υδροχόου.
Μουσικά πώς ενημερωνόσουν;
Στο βιβλίο γράφω αναλυτικά πώς φτιάχναμε τη δισκοθήκη στο Pierro's, παρακολουθώντας το billboard και απ' ό,τι μας έφερναν οι ταξιδευτές απέξω: Τζαμάικα, Άμστερνταμ, Ρίο ντε Τζανέιρο. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε ανοίξει η Ιμπίζα. Τότε, όταν μίλαγαν για μουσικές αιχμής, εννοούσαν ό,τι έπαιζαν το Studio 54 της Νέας Υόρκης, το Pierro's στη Μύκονο και το Pallas στο Παρίσι. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Για να πάρεις μια ιδέα, όταν έσκασα στη Μύκονο το 1974, στην Αθήνα τα χορευτικά μαγαζιά έπαιζαν «Mammy Blue», «Sugar Sugar» και «Waterloo» και στο νησί έπαιζαν «Pick up the pieces», «Be thankfull for what you got», «Pais Tropical».
Pierro's, Paradise, Remezzo, Μούσες... Δούλεψες παντού. Διασημότητες;
Όταν έφτασα εκεί, η Μύκονος ήταν ήδη ένας περιζήτητος διεθνής προορισμός. Έπαιζα και στο ακροατήριο ήταν η Γκρέις Τζόουνς. Στον δρόμο τους έβλεπες όλους: ηθοποιούς, χορευτές, τραγουδιστές, μουσικούς, μεγιστάνες. Δεν είχαν έπαρση. Δεν είχαν «φουσκωτούς». Κυκλοφορούσαν κι ανακατεύονταν με όλους τους άλλους.
Η Μύκονος επέβαλλε τους όρους της.
Αυτό ήταν, ένα μέρος με ελευθερία στη συμπεριφορά, χωρίς κανόνες. Ήταν ένας τόπος όπου μπορούσες να ζήσεις απελευθερωμένος, χωρίς να σε προπηλακίζουν, να σε κατακρίνουν και να σε κουτσομπολεύουν. Ένας «παράδεισος» του σεξ για straight και gay. Ποιος να κουτσομπολέψει ποιον; Η Μύκονος έλεγε «ζήσε όπως γουστάρεις κι άσε και τον άλλον να ζήσει κι αυτός όπως γουστάρει».
Πώς συνέβαινε αυτό στη Μύκονο; Ποια ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της;
Ποιο είναι σήμερα το πιο ακριβοπληρωμένο αγαθό; Privacy! Η ιδιωτικότητα! Ενας χώρος διακοπών που προσφέρει privacy δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ακριβός είναι σήμερα – μέχρι που δεν υφίσταται. Στις μέρες μας ελάχιστοι μπορούν και απολαμβάνουν αυτό το αγαθό. Παντού κάποια κάμερα σε τραβάει, είτε από το Διάστημα είτε από τα stupidphones, μη χέσω! Εμείς αυτό τότε το είχαμε άφθονο... Τι άλλο; Το όζον τότε δεν είχε τρύπα. Οι γκόμενες έβαζαν βαζελίνη για να μαυρίσουν στον ήλιο. Η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια. Στα παραγάδια, κάθε δεύτερο-τρίτο αγκίστρι, έβγαζες ένα μεγάλο ψάρι. Τα αλιευτικά έφερναν ξιφίες μέχρι τέσσερα μέτρα. Και, βέβαια, τη διαφορά την έκαναν οι Μυκονιάτες. Σ' έναν κόσμο όπου οι γκέι ήταν απαγορευμένοι, τους φτύνανε και τους πλακώνανε στο ξύλο, στη Μύκονο ζούσαμε κανονικά μαζί τους. Δεν εννοώ ότι τους «ανεχόμασταν». Εννοώ ότι ήταν φιλαράκια, ζούσαμε όλοι μαζί.
Υπάρχει στο YouTube ένα βίντεο (Mykonian bakery 1978 VOB). Δείχνει τον φούρνο του κυρ-Αντρέα και της Ζαχαρούλας της φουρνάρισσας. Ανάμεσα στα άλλα, θα δείτε εκεί ένα οικογενειακό γιορταστικό μυκονιάτικο φαγοπότι με παιδιά, γονείς και παππούδες να τρωγοπίνουν στην ταβέρνα του Αποστόλη. Στη μια κεφαλή του τραπεζιού κάθεται ο κυρ-Αντρέας και στην άλλη η Ζαχαρούλα. Δεξιά της είναι η κόρη τους και αριστερά της, στην τιμητική θέση, ο κυρ-Γιώργος ο Κονόρτος που δούλευε γκαρσόνι κι έκανε το drag queen show στο Pierro's. Αυτό εννοώ.Δούλεψα χρόνια σε gay bar και ποτέ δεν είχα πρόβλημα. Ούτε μου την έπεφταν. Οι gay έχουν αντίληψη, έχουν ένστικτο και οι περισσότεροι έχουν υψηλή αισθητική. Στη Μύκονο, λοιπόν, υπήρχε αυτό. Ιδιωτικότητα και ελευθερία. Ένα ζευγάρι gay μπορούσε να κάνει «69» στην παραλία του Super και να μη γυρίζει κανείς να τους κοιτάξει. Και οι λεσβίες που παντού ήταν ταμπού, στη Μύκονο ζούσαν φανερά, ελεύθερα. Η Βαγγελιώ π.χ. είχε το τσαγανό να βγει και να το δηλώσει. Και όχι μόνο εκείνη. Αυτή η ατμόσφαιρα, αυτές οι συμπεριφορές, οι πρακτικές, είναι ο θρύλος της Μυκόνου στη σημερινή υποκριτική κοινωνία.
Το σεξ ήταν αποενοχοποιημένο..
Μα ήταν η εποχή της σεξουαλικής επανάστασης-γιατί στην Ελλάδα όλα έρχονται καθυστερημένα. Τότε στην Ελλάδα το 95% της κοινωνίας ήταν υπερσυντηρητικό. Σεξ; Έπρεπε να αρραβωνιαστείς για να κάνεις σεξ. Το σεξ το απαγόρευε η οικογένεια, η θρησκεία κι ο νόμος (η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα). Κι όμως εμείς κάναμε ελεύθερα σεξ. Κάθε μέρα κι άλλη γυναίκα. Ή οι άντρες μεταξύ τους. Αλλά πρόσεξε: η όπως γουστάρεις ελεύθερη ζωή είναι δύσκολη. Έχει ρίσκο. Αλλά δεν υπάρχει κέρδος χωρίς ρίσκο. Τότε εμείς εκεί, ρισκάραμε και κερδίσαμε.
Δε φοβόσασταν τίποτα;
Το Aids δεν είχε εμφανιστεί. Φοβόμασταν τη σύφιλη, τη βλεννόρροια, τα γνωστά...Και μετά ήταν οι ντρόγκες. Δεν έπαιζε η πρέζα. Υπήρχαν χασίσια, φούντες, καμιά κόκα που έφερνε κανένας Αμερικάνος..
Τι άλλο ήταν χαρακτηριστικό;
Η ατμόσφαιρα, η χαρά της ζωής. Το φλερτ. Μπορούσες τη γυμνή γυναίκα να την κοιτάξεις στα μάτια, να την μυρίσεις, να την εισπράξεις. Κι εκείνη το ίδιο. Πριν και χωρίς απαραίτητα να καταλήξετε στο κρεβάτι. Σήμερα που επιτρέπονται όλα, δεν γίνεται τίποτα. Επίσης ντόπιοι και επισκέπτες/εραστές του νησιού ήταν αυθεντικοί. Σήμερα όλοι σχεδόν είναι δήθεν.
Γιατί άλλαξε αυτό ακόμα και στη Μύκονο;
Γιατί έτσι είναι η ζωή. Μιά αέναη κίνηση, μιά συνεχής αλλαγή. Όμως δε μου αρέσει που λένε ότι χάλασε η Μύκονος. Δεν χαλάει ο ήλιος ο αέρας και η θάλασσα στο Αιγαίο. Σ' όλο το αρχιπέλαγος δεν υπάρχει άλλο νησί με τόσες παραλίες με πλαζ σε λειτουργία, γεμάτες πολυτελείς εγκαταστάσεις. Άσε τις παραλίες που δεν έφτασε ακόμα η «ανάπτυξη». Άσε τις παραλίες με πρόσβαση μόνο από τη θάλασσα και τις βραχονησίδες τριγύρω γιά τους σκαφάτους. Άσε την γειτνίαση με τη Ρήνεια και τη Δήλο, ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟΠΟ. Αν την κοιτάξουμε με ένα άλλο μάτι σήμερα, θα δούμε ότι γιά τον τουρισμό, είναι ό,τι καλύτερο και πολυτιμότερο έχουμε στην Ελλάδα. Και πρέπει να την βελτιώνουμε και να φροντίζουμε να παραμείνει έτσι. Μόνο το real estate της θα μπορούσε να ξεπληρώσει μεγάλο μέρος του χρέους μας. Είναι ένας τόπος για τουρίστες που έχουν πολύ χρήμα. Και τέτοιους θέλουμε για να σηκώσουμε λίγο το κεφάλι. Αλλά εδώ, όποιος ακούσει Μύκονο, ανοίγει το στόμα του και βρίζει. Κακώς. Κι αν υπάρχουν εκεί 5-6 κακώς κείμενα, αυτά με καλή θέληση και με αντίληψη της νέας αισθητικής, διορθώνονται. 'Ηταν λογικό η Μύκονος να εξελιχθεί, να προχωρήσει, να γιγαντωθεί. Έτσι είναι. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις... Όλοι αυτοί οι φορτωμένοι με χρήμα που σκάνε στο νησί με τα τεράστια γιοτ κλπ δεν είναι μαλάκες. Η μικροαστική αντίληψη και νοοτροπία των νεοελλήνων είναι που πάσχει...
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΜΑΚΡΑΝΤΩΝΗ «ΜΥΚΟΝΟΣ - ΜΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ» (εκδόσεις «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ»)
1974: DJ στο Windmill Bar
-«Μόλις σου κάνω νόημα απ' την πίστα... βάλε μπλουζ. Όχι πριν! Κατάλαβες; Βάλε μου το κομμάτι "ζετέμ" να ψήσω το τεκνό. Γουστάρεις; Το έκανα καμάκι στο "Pierro's" πριν από λίγο».
-«Οκέι»... λέω. «Μπράβο! Είναι πανέμορφο!»
Παίρνει το κοριτσάκι κι αρχίζουν να χορεύουν μέσα στο στριμωξίδι στην πίστα. Μόλις φτάνουν στον κορμό του ψεύτικου φοίνικα, μου κάνει νόημα. Αλλάζω τη μουσική, ρίχνω το κομμάτι «Je t' aime... moi non plus» (Jane Birkin et Serge Gainsbourg) που ζήτησε. Αγκαλιάζονται σφιχτά στο μισοσκόταδο και χορεύουν τρία συνεχόμενα κομμάτια. Επιστρέφουν στο μπαρ. Η Βαγγελιώ βάζει το κοριτσάκι να καθίσει σ' ένα σκαμνί, που κατάφερε να εξασφαλίσει μπροστά μου. Ρίχνω ένα χασάπικο και δυναμώνω τα φώτα. Στο μπαρ συνωστίζονται πελάτες που θέλουν να παραγγείλουν.
Δύο Μυκονιάτες, ψηλοί, γεροδεμένοι, πλησιάζουν. Ο ένας βάζει το μπράτσο του ανάμεσα στο κοριτσάκι και στη Βαγγελιώ, κάνει νόημα στον μπάρμαν και ακουμπάει τον αγκώνα στην μπάρα να παραγγείλει με τη σειρά του. Όταν ο μπάρμαν σερβίρει τα ποτά, δίνει το ένα στον φίλο του, τσουγκρίζουν και πίνουν. Ακουμπάει και τη μέση του στο ξύλο. Στρέφεται και χαμογελάει στο κοριτσάκι. Οι τεράστιες πλάτες του αποκλείουν τη Βαγγελιώ πίσω του.
Σε μηδέν χρόνο, η Βαγγελιώ χτυπάει και σπάει το ποτήρι της στο μπαρ, τον αρπάζει απ' τα μαλλιά και πιέζει το σπασμένο ποτήρι στην καρωτίδα του.
-«Ρε μαλάκα, επειδή έχεις μπράτσα νομίζεις ότι θα σ' αφήσω να μου φας την γκόμενα;»
Το μαγαζί γίνεται σύσκατο. Απειλείται γενική σύρραξη. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και εγγυήσεις καταφέρνουν να αποσπάσουν τον τύπο από τα χέρια της. Εκείνη αποχωρεί περήφανα με το τεκνό σφιχτά κρατημένο από το χέρι. Το μαγαζί επιστρέφει στα ίσα του ξανά...
Ένα απομεσήμερο, δύο αγουροξυπνημένοι gay κάθονται σ' ένα καφενείο στο λιμάνι και ανταλλάσσουν παθιασμένα ερωτικά φιλιά και μπαλαμούτια. Παραδίπλα κάθεται μια παρέα μερικών χωροφυλάκων με πολιτικά ρούχα. Ενοχλούνται. Πάνε και τους κάνουν παρατήρηση και όταν το ζευγάρι διαμαρτύρεται, τους συλλαμβάνουν, τους πηγαίνουν στο τμήμα και την επαύριο τους μεταφέρουν με το πλοίο στη Σύρο, όπου δικάζονται στο αυτόφωρο «για προσβολή της δημοσίας αιδούς» και καταδικάζονται σε πρόστιμο.
Το νέο κυκλοφορεί στους κύκλους των gay. Τις μέρες και τις βδομάδες που ακολουθούν, στον δρόμο, στο λεωφορείο, στη θάλασσα, στα καφενεία, στα μπαρ, οπουδήποτε δυο άνδρες φιλιούνται στο στόμα, οι gay γύρω τους κράζουν... «POLICE! POLICE!»
Μέχρι που τέλειωσε αυτό το καλοκαίρι και το θέμα ξεχάστηκε.
1979: DJ στο Pierro's Bar
Μέχρι τις έντεκα παίζω τζαζάκια, ροκάκια και ακουστική μουσική, δεν τους αφήνω να χορέψουν. Αν μερικοί σηκωθούν, αλλάζω τη μουσική να κατέβουν. Είναι η ώρα των κοκτέιλ, τα παταράκια έξω γεμίζουν ασφυκτικά, επίσης το καφέ «Μαντώ» δίπλα, η μικρή πλατεία της Αγίας Κυριακής απέναντι και οι δρόμοι γύρω. Μόλις ρίχνω το πρώτο χορευτικό κομμάτι, το πλήθος απ' έξω γεμίζει το μαγαζί. Αργότερα, όταν αδειάζει ο δρόμος, οι gay στέκονται όρθιοι έξω απ' την πόρτα και μπανίζουν αυτούς που μπαινοβγαίνουν, μέχρι αργά που κλείνει το μαγαζί.
Η αίθουσα, μικρή σε τετραγωνικά, μεγάλα δοκάρια στηρίζουν το ξύλινο ταβάνι, οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με ασημόχαρτο που αντανακλά τα φώτα.
Το μπαρ είναι στ' αριστερά. Υπάρχει μια μεγάλη άσπρη καμάρα και πίσω της ένα μικρότερο, συνεχόμενο δωμάτιο. Στο βάθος και δεξιά του είναι η κονσόλα του DJ. Αριστερά του, μια στενή καμάρα οδηγεί στις τουαλέτες, με καθρέφτες και νιπτήρες στον ένα τοίχο και δυο καμπίνες WC απέναντι. Όταν στρέφω ελαφρά το κεφάλι μου προς τα πίσω και δεξιά, βλέπω μέσα στους καθρέφτες τι συμβαίνει στις καμπίνες.
Στην άκρη υπάρχει μια πόρτα που βγάζει στο στενό πίσω, πάντα αμπαρωμένη είσοδος/έξοδος μόνο για χρήση του προσωπικού. Την ανοιγοκλείνω να εξέλθουν οι φίλοι μου γιατί είναι δύσκολο να διασχίσεις το πλήθος από την είσοδο μέχρι τον DJ και αντίστροφα, χωρίς διάφοροι να σου πιάσουν τον κώλο ή και τον πούτσο.
Το στερεοφωνικό σύστημα είναι πανίσχυρο, στον κλειστό χώρο τα μπάσα τινάζουν το στομάχι και τα πρίμα ξεσκίζουν τ' αυτιά, παρά τον συνωστισμό. Στο τσακίρ κέφι, η Margo παίρνει ρολό χαρτί τουαλέτας και το ξετυλίγει πάνω απ' τα κεφάλια και τα κορμιά των θαμώνων σαν σερπαντίνα.
Το ναρκωτικό της μόδας ανάμεσα στους gay είναι τα poppers (νιτρικά άλατα). Τα κουβαλάνε σε μπουκαλάκια ή αμπούλες που, αγκαλιασμένοι, ανοίγουν, εισπνέουν και πέφτουν με πάθος ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μαζί στην πίστα. Ενίοτε, όταν κάνουν κατάχρηση, το μαγαζί βρομάει σαν βόθρος μέχρις ότου οι ανεμιστήρες οροφής καθαρίσουν τον αέρα.
Κάθε νύχτα, ο κυρ-Γιώργος, οι διάσημοι Νεοϋορκέζοι drag queens Carlos και Jack και διάφοροι άλλοι τραβεστί κάνουν drag show επάνω στο μπαρ για μισή περίπου ώρα....
The minute you walked in the joint,
I could see you were a man of distinction,
A real big spender,
Good looking, so refined.
Say, wouldn't you like to know What's going on in my mind?
So, let me get right to the point,
I don't pop my cork for ev' ry guy I see.
Hey, big spender, spend...
A little time with... me.
«Big Spender» (Shirley Bassey)
Ερωτισμός ξεχειλίζει από παντού. Υπάρχουν αρκετοί πελάτες-πελάτισσες που δεν είναι gay. Πολλές όμορφες γυναίκες διαθέσιμες. Εδώ δεν χρειάζεται προσέγγιση, πρόλογος, ούτε εισαγωγή στο θέμα. Συνήθως, μόνο μια απλή ερώτηση είναι αρκετή:
-«Do you like girls or boys?»
Ένας βετεράνος μιλάει γιά το DJing
DJ έγινα γιατί αγαπούσα τη μουσική και διότι οι DJs τράβαγαν τις καλύτερες γκόμενες. Όταν τα κατάφερα, το κίνητρο για να συνεχίσω ήταν τα φράγκα και η έντονη αίσθηση του drive. Είναι τρομερό trip το συναίσθημα ότι εγώ παίζω κι αυτούς τους τόσους-όσους έχω εδώ τους ανεβάζω στον ουρανό, τους κατεβάζω στη γη, τους κάνω ό,τι θέλω. Βέβαια, στη διάρκεια της βραδιάς πάντα πρόσεχα πώς τους οδηγούσα. Δεν έπρεπε να τους κουράζω, να τους εξαντλώ. Έπρεπε να διασκεδάζουν και να μένουν στο μαγαζί όσο το δυνατόν περισσότερο. Έπρεπε να τους προτρέπω στο φλερτ, να τους «παντρεύω» με μουσικές και στίχους που μας φέρνουν κοντά και μας ενώνουν. Να βοηθώ να φτιάχνονται κάθε βράδυ όσο περισσότερα καινούργια ζευγάρια γινόταν. Γι' αυτό βγαίνουμε έξω τις νύχτες, για να σκοράρουμε. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο ο στίχος έπρεπε να σε ανεβάζει: «Love is in the air», «Can't take my eyes off you». Να σε προτρέπει: «50 ways to leave your lover», «Τry me, I know we can make it», «Do it any way you wanna» κ.λπ. Όταν τους έβλεπα νωθρούς, έπρεπε να τους ξυπνάω: «Dance with me», «Give me your love». Τους gay έπρεπε να τους αβαντάρω και να τους προβοκάρω: «It's raining men», «I need a man», «Don't leave me this way», «Use me» κ.λπ.
Διάβαζα τον κόσμο κι έπαιζα. Σήμερα ετοιμάζουν το πρόγραμμα απ' το σπίτι. «Αυτό είναι κασέτα, ρε μαλάκα».Jockey σημαίνει παρατηρώ και επιλέγω. Σ' ένα κλαμπ π.χ. η αίθουσα χωράει 500 άτομα. Ανεβαίνεις να παίξεις κι είναι μέσα 300, ηλικίας ας πούμε 20-30. Στη συνέχεια τιγκάρει, μπαίνουν άλλοι τόσοι, που είναι 30-45. Πρέπει να αλλάξεις μουσική. Ή, είναι 300 Έλληνες και μπαίνουν κι άλλοι τόσοι τουρίστες. Βάζεις μουσική και τους έχεις στην τσίλια. «Κουνιούνται; Τους έχω» - «Δεν κουνιούνται; Δεν τους έχω, αλλάζω μουσική μέχρι να τους πιάσω» και συνεχίζεις accordingly. Ή νομίζεις ότι είναι το ίδιο να παίζεις σε Έλληνες και ξένους, σε μικρούς και μεγάλους, ξεχωριστά ή ανακατεμένους;
Ο jockey δημιουργεί το soundtrack της στιγμής της ζωής αυτού που τον ακούει. «Θυμάσαι που μου κράταγες το χέρι κι έπαιζε το τάδε;» Γι' αυτό πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός όταν παίζεις και να μην βάζεις ποτέ αυτά που ζητάει από κάτω το «ποίμνιο». Αλίμονο, αν ήταν έτσι, θα βάζαμε ένα τζουκμπόξ και θα τελείωνε.
Ναι, ο jockey είναι λίγο δικτάτορας. Στο Pierro's, όπου έπαιζα για διεθνές, ενημερωμένο και καλλιεργημένο κοινό, έρχονταν κάθε βράδυ πολλοί και με ρωτούσαν «έχεις αυτό;». «Yes» τους έλεγα. «Θα το παίξεις;». «Νo». «Γιατί;», «Γιατί δεν ταιριάζει στο πρόγραμμα». Κι ούτε έπαιζα ποτέ δεύτερη φορά το ίδιο κομμάτι σε μια νύχτα. Σε καμία περίπτωση.
Όταν μιξάρουμε, σκοπός είναι να περνάμε από το ένα κομμάτι στο άλλο χωρίς να διακόπτουμε τον ρυθμό και να ενοχλούμε αυτούς που χορεύουν. Αυτό τότε ήθελε μια τέχνη, μια μαγκιά στις μείξεις. Σήμερα η τεχνολογία έχει προχωρήσει πολύ και οι μείκτες ταυτίζουν τους ρυθμούς μόνοι τους, με ελάχιστη έως καθόλου προσπάθεια από την πλευρά του DJ. Όμως το μυστικό είναι αλλού. Το σημαντικό στη μείξη είναι να ταιριάξουμε όχι μόνο τους ρυθμούς αλλά και τους τόνους του προηγούμενου με του επόμενου κομματιού. Αλλιώς, δημιουργείται ανεπαίσθητη ή, σε περίπτωση χοντράδας, σημαντική δυσφορία στο θυμικό των ακροατών, έτσι όπως είναι όλοι καβάλα ο καθένας στο άλογο της ντρόγκας του.
Βέβαια, τότε η μουσική ήταν όλη πρωτότυπη και την έπαιζαν με φυσικά ηλεκτρικά όργανα. Κι ενώ σήμερα έχουμε φοβερούς νέους και παλιούς μουσικούς, γίνεται το remix του remix. Ακούω αρκετές ώρες ραδιόφωνο – συνολικά ακούγονται καμιά πενηνταριά, άντε εκατό παμπάλαιες «πειραγμένες» μελωδίες-συνθέσεις. Ελάχιστες έως καθόλου νέες πρωτότυπες μουσικές. Παντού ακούμε μόνο λούπες και σαμπλαρισμένα σύνθια. Επίσης, συνέχεια ακούμε τα ίδια και τα ίδια τετριμμένα mainstream κομμάτια. Π.χ. πέθαναν ο Μπάουι, ο Prince κι έπαιξαν 4-5 κομμάτια, τα ίδια παντού. Μα, ο Prince ήταν μουσικός, όχι μαλακίες. Ψάξτε, ακούστε λίγο, ρεεεε! Αλλά αρκετά μ' αυτό, ξέφυγε ο παππούς και παραμιλάει.
Α, και κάτι ακόμα! Ο jockey είναι υποχρεωμένος κάθε βράδυ να προσέχει τις μείξεις, τα κομμάτια, τη real time διόρθωση του ήχου (μπάσα, πρίμα κ.λπ.), να ικανοποιεί τους πελάτες που χορεύουν το ίδιο με τους πελάτες που δεν χορεύουν, να έχει κέφι, να χοροπηδάει, να ξενυχτάει, να τα πίνει όλα γιατί τον κερνάνε απ' όλα.. και να διατηρεί κάποια ικμάδα για όποια groupie κερδίσει τις άλλες που τον τραβάνε απ' το μανίκι. Όταν τελειώνεις τη δουλειά του jockey, είναι σαν να έχεις σκάψει ένα χαντάκι δέκα μέτρα. Πολύ κουραστικό! Αν κάνεις αυτό για 6-7 μήνες, κάθε σεζόν η σωματική και ιδιαίτερα η ψυχική ανάλωση και κόπωση είναι τεράστια. Γι' αυτό κι εγώ, όταν τελείωνε το πανηγύρι στη Μύκονο, έπαιρνα των ομματιών μου και πήγαινα να ηρεμήσω στην Ευρώπη τον χειμώνα..