Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το ηττημένο ελληνικό κράτος απέκτησε επιτελικό ρόλο προκειμένου να αποφευχθεί μια δεύτερη καταστροφή: η αποκατάσταση των προσφύγων αποτέλεσε εκείνη την περίοδο την κύρια προτεραιότητα, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των πολιτικών υγείας και πρόνοιας, την παρέμβαση στην οικονομία, την εκπαίδευση, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες κ.λπ.
Το έργο της προσωρινής στέγασης ανέλαβε αρχικά το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1922. Σύντομα όμως αποδείχτηκε ότι το κολοσσιαίο αυτό έργο ξεπερνούσε τις δυνατότητες των μηχανισμών του ελληνικού κράτους και η συνέργεια (δανεισμός, χορηγίες, διαχείριση) με διεθνείς οργανισμούς, όπως η Κοινωνία των Εθνών κ.ά., αποτέλεσε μονόδρομο. Η ίδρυση ανεξάρτητων φορέων διαχείρισης των δανείων, όπως η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), ήταν προϋπόθεση για τη χορήγηση των δανείων. Η ΕΑΠ λειτουργούσε υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), με την αναγκαία συμμετοχή του ελληνικού κράτους.
Αμέσως μετά την ίδρυσή της (βάσει του Πρωτοκόλλου της Γενεύης της 29ης Σεπτεμβρίου 1923 με έδρα την Αθήνα), ως αυτόνομος οργανισμός ανέλαβε με τη βοήθεια του κράτους όχι μόνο το τεράστιο έργο της στέγασης αλλά και αυτό της παραγωγικής απασχόλησης των προσφύγων.
Όσον αφορά το πρωτεύον κεφάλαιο της στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων, είτε στην ύπαιθρο (αποκατάσταση αγροτών) είτε στις πόλεις (αστική αποκατάσταση), μια πρώτη ένδειξη των νέων δεδομένων που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων δίνουν οι αριθμοί αύξησης του πληθυσμού. Ενδεικτικά, στην Αθήνα αναφέρεται ότι το 1920 κατοικούσαν 317.219 άτομα, που αυξήθηκαν σε 459.211 το 1928, και αυτό λόγω της επιδίωξης του κράτους να προωθήσει τον αστικό και αγροτικό πληθυσμό στην επαρχία και στην ύπαιθρο και να αποθαρρύνει την τάση συγκέντρωσης στις τότε μεγάλες πόλεις. Κατ' επέκταση, σε γενικές γραμμές, η στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων διακρίνεται σε δύο βασικές ενότητες: την αγροτική και την αστική.
Η αγροτική αποκατάσταση
Πρώτιστος σκοπός των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΑΠ ήταν η ανάπτυξη της γεωργίας. Η τραπεζική χρηματοδότηση προσανατολίστηκε κυρίως προς τον γεωργικό τομέα, μια και η αύξηση της γεωργικής παραγωγής θεωρούνταν το ακλόνητο θεμέλιο ευημερίας της χώρας, σε αντίθεση με την εκβιομηχάνιση.
Για την επιτυχία του σκοπού αυτού, η αγροτική επαγγελματική αποκατάσταση προέβλεπε τη διάθεση κτημάτων και τη διανομή στους πρόσφυγες κλήρων των 35 στρεμμάτων, καθώς και εργαλεία, σπόρους, ζώα, λιπάσματα κ.ά. για την καλλιέργεια των χωραφιών τους. Η ΕΑΠ ασχολήθηκε κυρίως με την αγροτική αποκατάσταση. Περιορισμένες ήταν οι παρεμβάσεις που αφορούσαν την αστική αποκατάσταση και εντοπίζονται κυρίως στην Αθήνα (Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Βύρωνα και Κοκκινιά). Αντίθετα, φρόντισε ιδιαίτερα για τη στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων σε παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, με σκοπό την ενίσχυση του τοπικού ελληνικού πληθυσμού και έμμεσα την ενίσχυση των συνόρων.
Η αγροτική στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων προσανατολίστηκε: 1) στην ίδρυση νέων οικισμών, που κατασκευάζονταν με σύγχρονα ρυμοτομικά σχεδιαστικά πρότυπα και 2) στη διάθεση στους πρόσφυγες της ανταλλάξιμης μουσουλμανικής περιουσίας.
Πρότυποι νέοι αγροτικοί οικισμοί δημιουργήθηκαν κυρίως στη Μακεδονία (1.381) και στη Θράκη (236). Στις περιοχές αυτές εγκαταστάθηκαν περίπου 552.000 πρόσφυγες. Οι νέες κατοικίες, που αποδόθηκαν στους πρόσφυγες από την ΕΑΠ (προδιαγραφές ΚτΕ), ανέρχονταν περίπου στις 50.396.
Τυπολογικά, οι κατοικίες αυτές αποτελούνταν από δύο κύρια δωμάτια, στάβλο και βοηθητικούς χώρους (WC, αποθήκη, προκήπιο και αυλή). Εναλλακτικά, από ένα μόνο δωμάτιο, στάβλο και βοηθητικούς χώρους, θεωρώντας τον στάβλο και την αποθήκη βασικό λειτουργικό χώρο για την επιβίωση των αγροτών. Οι υπόλοιποι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων, πολλά από τα οποία χρειάζονταν επισκευές. Για την ανέγερση των αγροτικών κατοικιών η ΕΑΠ έδρασε ως εργολάβος, κατασκευάζοντας η ίδια τις κατοικίες ή χορηγώντας στους πρόσφυγες τα οικοδομικά υλικά, προκειμένου να χτίσουν με αυτεπιστασία τα σπίτια τους.
Η αστική αποκατάσταση
Ως αστική αποκατάσταση προσφύγων εννοούνται οι ενέργειες του κράτους που αφορούν μόνο τη στέγαση και όχι τη γενικότερη αποκατάστασή τους (π.χ. εξεύρεση εργασίας ή παροχή εξοπλισμού). Δηλαδή αναφέρεται κυρίως στην αστική στεγαστική αποκατάσταση, με την οποία ασχολήθηκε στις πόλεις κυρίως το ΤΠΠ, το υπουργείο Υγιεινής και Πρόνοιας και εν μέρει η ΕΑΠ.
Το πρόβλημα της αστικής αποκατάστασης αντιμετωπίζεται αρχικά ως «ανθρωπιστικό» με βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η στέγαση των προσφύγων που είχαν καταλάβει σχεδόν κάθε δημόσιο χώρο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόμη και τρία χρόνια μετά το '22, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά εξακολουθούν να διαμένουν 1.500 πρόσφυγες.
Στη συνέχεια, η στέγαση αντιμετωπίζεται ως προσωρινό «μεσοπρόθεσμο» πρόβλημα και αφορά την επίταξη ακινήτων, τις κατασκευές του ΤΠΠ, τις κατασκευές του υπουργείου Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως καθώς και την προώθηση της αυτοστέγασης.
Αργότερα αποκτά τον χαρακτήρα «οριστικής» αποκατάστασης μέσω μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, ενώ προς τα τέλη του Μεσοπολέμου το κράτος διαθέτει πλέον την τεχνογνωσία και την πολιτική βούληση για έναν μακρόπνοο σχεδιασμό.
Kύριος στόχος του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ήταν η δημιουργία ελάχιστων και ταυτόχρονα βέλτιστων λειτουργικά χώρων κατοικίας. Κοινός στόχος των προτάσεων αυτών ήταν η αντιμετώπιση των οικιστικών αναγκών και η απόδοση στους πρόσφυγες πρότυπων κατοικιών που θα ικανοποιούσαν την οριστική αποκατάστασή τους, στο στενό οικονομικό πλαίσιο που προκαθόριζε το κράτος βέβαια.
Οι πρώτοι προσφυγικοί καταυλισμοί σε μορφή ξύλινων παραπηγμάτων στήνονται από το ΤΠΠ, ενώ αργότερα η ΕΑΠ εισάγει την ιδεολογία της οριστικής αποκατάστασης. Το ΤΠΠ, που έδρασε από το 1922 έως το 1925, ίδρυσε οικισμούς σε όλη τη χώρα και κατασκεύασε περίπου 6.500 οικήματα, με ένα σύνολο 15.273 δωματίων. Η οικιστική πολιτική του ΤΠΠ, λόγω του κατεπείγοντος προβλήματος εξεύρεσης στέγης και έλλειψης χρημάτων, προσανατολιζόταν κυρίως στα έργα κατασκευής καταλυμάτων ή οικιών και σχεδόν καθόλου σε έργα υποδομής ή άλλων παροχών κοινής ωφέλειας, αναγκαίων για τη λειτουργία των οικισμών.
Τα βασικά κριτήρια επιλογής των περιοχών εγκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν η ύπαρξη ελεύθερων απαλλοτριώσιμων χώρων, που ουσιαστικά βρίσκονταν στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, και κατ' επέκταση η απομάκρυνση από τις υπάρχουσες περιοχές κατοίκησης, όπου η πολιτική της υποχρεωτικής επίταξης και συστέγασης είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα μεταξύ προσφύγων και ντόπιων.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι αφενός η μεγάλη οικοδομική ανάπτυξη της πρωτεύουσας και αφετέρου η επέκταση των ορίων του σχεδίου της πόλης. Η πολεοδομική οργάνωση και στις περιπτώσεις κρατικών παραπηγμάτων ακολουθεί το ορθοκανονικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο τα παραπήγματα διατάσσονται εν σειρά σε στίχους και καταλαμβάνουν όλο τον διαθέσιμο χώρο, αφήνοντας κάποια κενά «πλατειών» ή κοινόχρηστων λουτρών και εγκαταστάσεων υγιεινής, πλυντηρίων κ.ά.
Στον τομέα του σχεδίου πόλης αρχικά εκδίδεται ο πολεοδομικός νόμος της 23ης Ιουλίου 1923 και στη συνέχεια εκπονούνται σχέδια για την Αθήνα, με πρώτο αυτό της Επιτροπής Καλλιγά (1924). Στον τομέα της δόμησης εισάγεται ο ν. 3741/1929 «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας» και νέος οικοδομικός κανονισμός, σύμφωνα με τον οποίο για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα κατοχής μιας οικοδομής από διάφορα φυσικά πρόσωπα, καθένα από τα οποία έχει την πλήρη κυριότητα ενός μόνο ορόφου του κτιρίου αυτού ή και ενός μόνο διαμερίσματος.
Έτσι, με τον νόμο αυτό επιτρέπεται η κατάτμηση του χώρου μιας ιδιοκτησίας, ανοίγοντας τον δρόμο για την κατασκευή πολυώροφων κτιρίων, ενώ ο νέος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός με τους ιδιαίτερα μεγάλους συντελεστές εκμετάλλευσης αυξάνει το ύψος των κτιρίων και κατά συνέπεια τη φυσιογνωμία της πόλης. Η επίδραση αυτού του νόμου γίνεται αμέσως αντιληπτή, αφού από τα τέλη της δεκαετίας του '20 οι προσφυγικές κατοικίες χάνουν τη μορφή της μονοκατοικίας ή των διπλοκατοικιών και αποκτούν τη μορφή της πλατυμέτωπης πολυκατοικίας, με χαμηλό αριθμό ορόφων, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια.
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, η αδυναμία του κράτους να αντεπεξέλθει στις ανάγκες άμεσης στέγασης των χιλιάδων προσφύγων υποχρεώνει τους τελευταίους να αναλάβουν πρωτοβουλία για την αυτοστέγασή τους με την κατασκευή πρόχειρων και αυθαίρετων καταυλισμών, οι οποίοι συνήθως ήταν κάκιστης κατασκευής και στήνονταν σε οποιονδήποτε κενό χώρο των πόλεων, καταπατώντας όχι μόνο εκτάσεις του Δημοσίου αλλά και ιδιωτικές. Αργότερα, το ίδιο το κράτος προώθησε την αυτοστέγαση, παραχωρώντας οικόπεδα με δωρεάν άδεια οικοδομής και μικρή οικονομική ενίσχυση. Τα σπίτια των αστικών συνοικισμών ήταν λιθόκτιστα ή από οπτόπλινθους, με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα δάπεδα. Υπήρχαν όμως και ορισμένα ξύλινα προκατασκευασμένα που προέρχονταν από τη γερμανική εταιρεία DHTG στο πλαίσιο των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Μερικές οικογένειες προσφύγων, που δεν κατάφεραν να υπαχθούν στην κρατική μέριμνα παροχής στέγης, θα ζήσουν για αρκετά χρόνια σε χαμόσπιτα, δημιουργώντας ολόκληρες παραγκουπόλεις στα όρια των πόλεων ή γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Προσφυγικές κατοικίες της Αθήνας
Οι κατοικίες για τη στεγαστική αποκατάσταση είτε κτίζονται από το κράτος είτε από φορείς που ελέγχονται από αυτό. Το έργο της οργανωμένης δόμησης την εποχή αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αφού υπολογίζεται ότι κατασκευάζονταν περίπου 5.000 κατοικίες τον χρόνο. Στην πρωτεύουσα, οι πρώτοι αστικοί προσφυγικοί οικισμοί δημιουργήθηκαν στην Καισαριανή, στον Βύρωνα, στη Νέα Ιωνία και στην Κοκκινιά του Πειραιά. Ακολούθησαν οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, των Σερρών, του Βόλου, του Αγρινίου κ.α.
Σύμφωνα και με τα διεθνή στάνταρ ελάχιστης κατοικίας, η τυποποίηση των κατόψεων βοήθησε στη μείωση του κόστους κατασκευής αλλά και των τετραγωνικών μέτρων και κατ' επέκταση των ανέσεων για κάθε οικογένεια. Η ανάγκη πρόσθετου χώρου διαβίωσης αντιμετωπίστηκε πολύ γρήγορα από τους πρόσφυγες, που έκλεισαν τους εξώστες, έκτισαν προσθήκες στις αυλές και γενικά στους κοινόχρηστους χώρους.
Η αλλοίωση της όψης των πολυκατοικιών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και των αντίστοιχων άλλων οφείλεται κατά πολύ στους παραπάνω λόγους. Στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας αναφέρονται περίπου 50 περιοχές εγκατάστασης προσφύγων. Μια συγκριτική μελέτη της τυπολογίας των κατοικιών δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη τις φάσεις και το είδος της εγκατάστασης (προσωρινή, πρόχειρη, αυθαίρετη, μόνιμη, αυτοστέγαση), καθώς και την περιοχή. Σε γενικές γραμμές, η παρέμβαση για την αστική αποκατάσταση των προσφύγων μπορεί να ομαδοποιηθεί:
1. Στην άμεση ή προσωρινή εγκατάσταση (ξύλινα παραπήγματα, κατασκευές από ωμόπλινθους ή ακόμη και προκατασκευασμένα γερμανικά DHTG). Από αυτά ελάχιστα σώζονται σήμερα − θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να διατηρηθούν δείγματα in situ ή τουλάχιστον ανακατασκευασμένα με τα πρωτότυπα υλικά τους σ' ένα μουσείο. Στην Καισαριανή, σήμερα, σώζονται ακόμη αρκετά σπίτια από ωμόπλινθους, που μελλοντικά προφανώς θα εξαφανιστούν.
2. Στη μόνιμη εγκατάσταση σε σπίτια μικρού όγκου (κυρίως μονώροφα ή διώροφα, μονά ή δίδυμα), που δεν διέφεραν σημαντικά από τα σπίτια της αγροτικής στεγαστικής αποκατάστασης.
3. Στη μόνιμη εγκατάσταση σε οργανωμένες πολυκατοικίες, συνήθως τριώροφες (π.χ. Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Στέγη Πατρίδος, Δραπετσώνα, Κερατσίνι).
4. Στην οργανωμένη ή αυθαίρετη αυτοστέγαση. Στην πρώτη αναφέρονται οι περιπτώσεις παραχώρησης οικοπέδων σε Καισαριανή, Κοκκινιά, Κορυδαλλό, Κερατσίνι, Νέα Ιωνία κ.α. και στη δεύτερη η εγκατάσταση και αυτοστέγαση σε κενούς χώρους εντός (Ιλισσός, Πανόρμου κ.α.) ή εκτός (Αμφιθέα, Κορυδαλλός, Καλογρέζα, Περισσός κ.α.) της πόλης των Αθηνών.
Συμπεράσματα
Το διεθνές πρόβλημα της «στεγαστικής αποκατάστασης των πολλών» ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνα με την αντιμετώπιση της στέγασης του τεράστιου αριθμού των εργατών που συνέρρεαν στις μεγαλουπόλεις ως εργάτες στη βιομηχανία. Στην περίπτωση της Μικρασιατικής Καταστροφής, όμως, το πρόβλημα διαφοροποιείται λόγω της υποδοχής ενός τεράστιου αριθμού προσφύγων σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και σε ένα περιβάλλον άγνωστο και εχθρικό για τους ίδιους. Το ελληνικό κράτος προσπάθησε να απαντήσει σ' αυτή την πρόκληση, αρχικά με τη χρήση της υφιστάμενης τεχνογνωσίας των κατασκευών και τη χρήση κοινών παραδοσιακών υλικών, όπως ο πηλός, τα ξύλα, οι λίθοι, τα ασβεστοκονιάματα. Ομοίως, ως προς τις αρχιτεκτονικές μορφές εφαρμόστηκαν οι παραδοσιακοί γνώριμοι τύποι μεμονωμένων και δίδυμων, μονώροφων ή διώροφων, σύμφωνα με το τρίπτυχο: βάση, κορμός και στέψη.
Αρκετά αργότερα, και κυρίως τη δεκαετία του '30, άρχισε να υλοποιείται από το κράτος η εφαρμογή της μοντερνιστικής σκέψης [ήδη διαδεδομένη από τα μεγάλα συνέδρια αρχιτεκτονικής (CIAM)] ως μονόδρομος για την επίλυση της μαζικής στεγαστικής αποκατάστασης, αφού ακόμη και τότε οι πρώτες παράγκες του '22 ήταν σε χρήση.
Στο πλαίσιο αυτό, κύριος στόχος του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ήταν η δημιουργία ελάχιστων και ταυτόχρονα βέλτιστων λειτουργικά χώρων κατοικίας. Κοινός στόχος των προτάσεων αυτών ήταν η αντιμετώπιση των οικιστικών αναγκών και η απόδοση στους πρόσφυγες πρότυπων κατοικιών που θα ικανοποιούσαν την οριστική αποκατάστασή τους, στο στενό οικονομικό πλαίσιο που προκαθόριζε το κράτος βέβαια.
Μορφολογικά και τυπολογικά, οι κατασκευές αυτές ακολουθούν τις αρχές του μοντέρνου κινήματος [απόλυτος φονξιοναλισμός, λιτά πλατυμέτωπα παραλληλεπίπεδα κτίρια με καθαρές μορφές, αρχές σωστού ηλιασμού τόσο μεταξύ των κτιρίων όσο και στις σχέσεις κενών και πλήρων στις όψεις, χωρίς πλαστικό διάκοσμο και με διμερή διάταξη: βάση (υπερυψωμένη) και κορμό]. Κατασκευαστικά, όμως, προτιμούν την εφαρμογή των παραδοσιακών τεχνικών, ίσως λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας ή οικονομικών δυνατοτήτων. Γίνεται ευρεία χρήση της λιθοδομής ως φέροντος οργανισμού και η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος περιορίζεται μόνο στις πλάκες των ορόφων, παρόλο που το πρωτότυπο Dom-Ino House του Le Corbusier είχε ολοκληρωθεί ήδη το '15 και οι πρώτες πολυκατοικίες από οπλισμένο σκυρόδεμα στην Αθήνα ολοκληρώθηκαν το 1920.
Σήμερα, σε όλες σχεδόν τις προσφυγικές συνοικίες της χώρας διασώζονται πολλά προσφυγικά κτίρια όλων των τύπων, παρόλο που η ενιαία μορφή των οικισμών έχει αλλοιωθεί από τις σύγχρονες επεμβάσεις. Η διατήρησή τους ως ιστορικών και αρχιτεκτονικών τεκμηρίων είναι ένα σημαντικό γεγονός, αλλά ταυτόχρονα πολύ δύσκολο, κυρίως διότι οι αρχικές τους χρήσεις έχουν σήμερα εκλείψει. Προφανώς, κάθε άλλη πρόταση χρήσης εκτός από την αρχική (μικρές λειτουργικές κατοικίες) δεν συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής τους μνήμης αλλά ούτε και της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος.
Ίσως η προστασία και ανάδειξη ορισμένων καλά διατηρημένων ή ελάχιστα αλλοιωμένων προσφυγικών οικιστικών συνόλων (όπως αυτό της Λεωφόρου Αλεξάνδρας), με την απόδοση σε αυτά συμβατών χρήσεων κατοικίας, θα μπορούσε να αναβιώσει, εκτός από τα κτίρια, κοινωνικές δομές, γειτονιές, ήθη και έθιμα. Άλλωστε, η διατήρηση της κάτοψης αλλά και του κελύφους (που απορρέει από την κάτοψη) αποτελεί όχι μόνο βασική αρχή στις αποκαταστάσεις μνημείων αλλά και βασική αρχή της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος.
Σε κάθε περίπτωση, μια ολοκληρωμένη αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης χαρακτηριστικών συνόλων προσφυγικών κατοικιών, με χρήση σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας (ψηφιακή φωτογραμμετρία, 3D σάρωση με λέιζερ σκάνερ) και τη δημιουργία ολοκληρωμένων ψηφιακών μοντέλων, θα μπορούσε να βοηθήσει, αν όχι στην αποκατάσταση, τουλάχιστον στην ολοκληρωμένη τεκμηρίωσή τους και στην ιδεατή διάσωσή τους.
ΠΗΓΕΣ
Αλβανός, Ρ. «Οι πρόσφυγες και η αγροτική επανάσταση του Μεσοπολέμου», στο: Ιστορία της Μικράς Ασίας. εκδ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011. / Βλάχος Γ., Γιαννίτσαρης Γ., Χατζηκώστας Ε. Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά στην περίοδο 1920-40. Προσφυγικές πολυκατοικίες. ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τ.12, 1978. / Καρδαμίτση-Αδάμη, Μ. «Οι αλλαγές στον πολεοδομικό ιστό της πρωτεύουσας», στο: Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του '22. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2006. / Γεωργακοπούλου, Φ. Προσφυγικοί Συνοικισμοί στην Αθήνα και τον Πειραιά, έκδοση ΙΜΕ, Αθήνα, 2002. / Γκιζελή, Β. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-19300). Εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα. / Λεοντίδου, Λ. Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποκισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1907-1940. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυµα ΕΤΒΑ, 1989. / Λιανός, Ν. «Τα "χίλια", τα "πεντακόσια" και τα "δεκαοχτώ". Στοιχεία μορφολογίας των προσφυγικών συνοικισμών του Μεσοπολέμου στην Καβάλα. Η αρχειακή και ψηφιακή τεκμηρίωσή τους και οι προσπάθειες προστασίας τους», στο: Ελληνική αρχιτεκτονική στον 20ό και 21ο αιώνα. Ιστορία, θεωρία, κριτική. Επιμέλεια Α. Γιακουμακάτου, εκδ. Gutenberg, 2016. / Λιθοξόου, Δ. Η εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία - εισαγωγή. www.lithoksou.net / Μιτζάλης, Ν. Παραγωγή κατοικίας και αστικός χώρος στον Μεσοπόλεμο. Futura, 2008. / Παλούκης, Κ. «Αστική αποκατάσταση. Οι προσφυγικοί οικισμοί. Τυπολογία της προσφυγικής κατοικίας και αρχιτεκτονικά», στο: Ιστορία της Μικράς Ασίας. Εκδ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011. / Παπαδοπούλου Ε., Σαρηγιάννης Γ. Η εγκατάσταση των προσφύγων του '22 Λεκανοπέδιο Αθηνών. Η σημερινή κατάσταση των προσφυγικών εγκαταστάσεων στην Αθήνα. Δυνατότητες προστασίας. www.monumenta.org / Άρθρο του Ν. Λιανού στο Τurkish-Greek Population Exchange in its 90th Year: New Perspectives, New Approaches. Istanbul, Turkey, 2013.