Από τη Ρόδο και το τουριστικά οργιώδες Φαληράκι, μέχρι τη Βενετία, κι από διάφορα τουριστάδικα της Κρήτης μέχρι το Ντουμπρόβνικ και την Ισπανία, τον τελευταίο καιρό, περισσότερο από ποτέ, καταγράφεται ένα δυσοίωνο φαινόμενο: οι κάτοικοι, οι ντόπιοι των περιοχών αυτών δυσφορούν με τον τουρισμό.
Για την ακρίβεια, τον υπερ-τουρισμό, τα λεφούσια αχόρταγων για εικόνες και εμπειρίες ανθρώπων από διάφορα σημεία του πλανήτη, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης. Βλέπετε, ένα από τα καλά της τεχνολογίας και της υπερσυνδεσιμότητας, ήταν η μείωση του κόστους ενός ακριβού ταξιδιού: από εκεί που πριν από μερικά χρόνια η Βενετία ήταν ένας πολυτελής προορισμός, τώρα με την AirBnB και τις χιλιάδες προσφορές των γραφείων ταξιδίων είναι απλά μια βόλτα. Όχι για κάποιους, ούτε για όλους. Αλλά σε κάποιες περιπτώσεις για απελπιστικά πολλούς.
Για τον Μπάουμαν ο τουρίστας δεν είναι απλώς ο συμπαθής ξένος με το γενναιόδωρο πορτοφόλι: είναι κατασκεύασμα της μετανεωτερικής κοινωνίας, μιας απολύτως καταναλωτικής κοινωνίας, που τα μέλη της δεν στέκονται πουθενά, δεν αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς, ζουν με την έξαψη της επόμενης πρωτόγνωρης αίσθησης, είναι επαγγελματίες συλλέκτες εμπειριών και εικόνων, διακατεχόμενοι από την ίδια μανία που διακρίνει τους καταναλωτές αγαθών.
Δεν είναι αυτό σπουδαίο; Γι' αυτό δεν παλεύαμε τόσα χρόνια; Για ισότητα –έστω στις εμπειρίες και τα ταξίδια; Δεν είναι κατόρθωμα της Δύσης και του πολιτισμού της; Θα ήταν αν παράλληλα με αυτό το φαινόμενο δεν βρισκόταν και ένα άλλο σε εξέλιξη, ανησυχητικό και σε διάφορα σημεία του πλανήτη να εκδηλώνεται με όρους επιδημικού ξεσπάσματος: οι προσφυγικές ροές. Εκ πρώτης όψεως τα δυο φαινόμενα μοιάζουν –και για αρκετούς δεξιόστροφους είναι- απολύτως ασύνδετα.
Όχι, όμως και για τις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες που στις μέρες μας βλέπουν τη θεωρία του Ζίγκμουντ Μπάουμαν*για το δίπολο του «πλάνητα και του τουρίστα» να υλοποιείται με ρυθμούς ίσως ταχύτερους από τις προβλέψεις του εν λόγω ακαδημαϊκού.
Για τον Μπάουμαν ο τουρίστας δεν είναι απλώς ο συμπαθής ξένος με το γενναιόδωρο πορτοφόλι: είναι κατασκεύασμα της μετανεωτερικής κοινωνίας, μιας απολύτως καταναλωτικής κοινωνίας, που τα μέλη της δεν στέκονται πουθενά, δεν αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς, ζουν με την έξαψη της επόμενης πρωτόγνωρης αίσθησης, είναι επαγγελματίες συλλέκτες εμπειριών και εικόνων, διακατεχόμενοι από την ίδια μανία που διακρίνει τους καταναλωτές αγαθών. Είναι καταναλωτές κουλτούρας, αισθήσεων, νέων τόπων και νέων πληροφοριών.
Ο τουρίστας είναι ένας ταξιδιώτης από επιλογή. Κάποιος που έχει σπίτι, μόνιμη έδρα και την εγκαταλείπει για λίγο, επειδή το επιθυμεί και το δύναται. Δεν θα δεθεί με τον τόπο, τα μέρη που θα επισκεφθεί παρά μόνο για τις στιγμές που θα βρεθεί σε αυτά, παρά μόνο στο φαντασιακό του και στη δημιουργία αναμνήσεων. Την επόμενη στιγμή μπορεί να είναι κάπου αλλού.
Στον αντίποδα, ο «πλάνητας» -εν προκειμένω οι προσφυγικές ροές- επίσης ταξιδεύει, αλλά όχι από επιλογή, παρά μόνο επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Υποχρεώνεται να μετακινηθεί, κάποτε βιαίως, ακόμη και να πεθάνει κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, για να βρει –αν μπορέσει- στέγη, εργασία, σταθερές, όσα ο τουρίστας έχει και αν όχι περιφρονεί, τουλάχιστον δεν ανησυχεί γι' αυτά.
Συναντιούνται ποτέ αυτές οι δύο αντιθέσεις; Σε παραλίες που ξεβράζονται πλοιάρια με λαθρομετανάστες δίπλα σε χαλαρούς λουόμενους, η μία κατηγορία κρυφοκοιτάει, παίρνει μια γεύση από τη ζωή της άλλης. Για τον τουρίστα ο «πλάνητας», ο λαθρομετανάστης είναι μια φευγαλέα υπενθύμιση του πόσο βάρβαρη μπορεί να γίνει η ζωή, μια στιγμή βαναυσότητας που θα ξεχάσει στον προορισμό της επιλογής του, γεμάτο από καινούριες εμπειρίες και κοινωνικά παίγνια.
Για τον «πλάνητα» ο τουρίστας είναι το alter ego του και -κατά Μπάουμαν πάντα- ο μεγαλύτερος θαυμαστής του. Ο ένας μετακινείται χωρίς να το θέλει ως απόρριμα της μετανεωτερικότητας, ως ανεπιθύμητος. Ο άλλος –μέχρι πρότινος- υπάκουγε μόνο στις επιθυμίες του, ήταν ο αιώνιος καλοδεχούμενος. Μέχρι σήμερα.
Μέχρι φέτος για την ακρίβεια που το πρόβλημα του φρενήρους τουρισμού παράγινε. Η Ιταλία δημιούργησε ειδική υπηρεσία επιμόρφωσης (σωφρονισμού) του τουρισμού, η Ισπανία απλώς κραυγάζει ότι δεν τους θέλει.
Η Telegraph, το BBC, η Corriere della Serra μήνες τώρα καταγράφουν τα προληπτικά μέτρα, την οργή, κάποτε την απόγνωση και τις αυστηρές οδηγίες προς τους τουρίστες: να μην παίρνουν άμμο από τα γραφικά νησιά, να μην κόβουν κομμάτια και πέτρες από τα κάστρα, να μην αντιμετωπίζουν τις σημαντικές ιστορικές πόλεις σαν να είναι μουσεία που μπορούν να πληρώσουν εισιτήριο για να τις απολαύσουν, αγνοώντας τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού.
Η τοπικότητα, η ντόπια ησυχία και ποιότητα διαταράσσονται, προκαλώντας πλέον ανυπόφορη δυσφορία που θυμίζει ρατσισμό, αλλά είναι κάτι τελείως διαφορετικό ως φαινόμενο: η «παγκοσμιοποίηση» που μοιάζει να χτίστηκε από τα όνειρα και τις επιθυμίες του τουρίστα αποκαλύπτει και την άλλη πλευρά της, αυτή που πλέον του δείχνει τα δόντια.
«Φτωχοτουρίστες», λένε οι επιχειρηματίες (και) στα (ελληνικά) νησιά, κάποιοι δεν ανέχονται και δεν επιτρέπουν τα φρενήρη ξεσπάσματα εκτόνωσής τους, άλλοι στέκονται βουβοί ανάμεσα στα οφέλη του τουρισμού και τις συνέπειες του.
Η θεωρία του Μπάουμαν ή έστω ένα μέρος της εργασίας του για τις ενοχλητικές αντιφάσεις και την κοινωνική διαστρωμάτωση της νεωτερικότητας, αυτές τις μέρες περισσότερο από ποτέ, φαίνεται ότι συναντά την πρακτική εφαρμογή της...
*Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν (19 Νοεμβρίου 1925 – 9 Ιανουαρίου 2017) ήταν πολυβραβευμένος Πολωνός κοινωνιολόγος, συγγραφέας, στοχαστής και ακαδημαϊκός. Με πλούσια εργογραφία πάνω στον ξένο, το διφορούμενο της ζωής και την ετερότητα, φώτισε πτυχές της μετανεωτερικότητας, με οξυδέρκεια και επιστημονική διαύγεια.
σχόλια