Αλαζονεία, απληστία, λαγνεία, φθόνος, λαιμαργία, οργή, οκνηρία... Δεν υπάρχει κανένα από τα λεγόμενα επτά θανάσιμα αμαρτήματα που να μη διαπράττουν συστηματικά και απροκάλυπτα Έλληνες πανεπιστημιακοί. Όχι βέβαια όλοι, ούτε στον ίδιο βαθμό. Μερικοί όμως σε ακραίο βαθμό.
Έχοντας μεγαλώσει σε πανεπιστημιακό περιβάλλον, σπουδάσει και στο εξωτερικό, γνωρίσει ξένα πανεπιστήμια και μελετήσει την ιστορία τους, δεν έτρεφα ποτέ ψευδαισθήσεις. Αντίθετα, είχα ανέκαθεν πλήρη επίγνωση ότι ορισμένα τουλάχιστον από αυτά τα αμαρτήματα –όπως η αλαζονεία, ο φθόνος, η οκνηρία– είναι παντού και πάντα συνυφασμένα με την ακαδημαϊκή ζωή. Εκείνο που με κατέπληξε και τελικά με αηδίασε ήταν η απόλυτη ασυδοσία των πανεπιστημιακών στην Ελλάδα, που πηγάζει από την έλλειψη ελέγχου –ή καλύτερα ελέγχων– και από την εξασφαλισμένη ατιμωρησία.
Παρά τα συναδελφικά αλληλομαχαιρώματα, που ενδημούν στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, οι πανεπιστημιακοί ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται ανέκαθεν από συντεχνιακή νοοτροπία και συνοχή (esprit de corps) στον υπέρτατο βαθμό. Στη σημερινή Ελλάδα, όμως, η συντεχνία τους έχει καταντήσει να λειτουργεί χωρίς αρχές και χωρίς έμπρακτη επιβολή κάποιας δεοντολογίας. Έτσι, ανέχεται και καλύπτει τα πιο ακραία, τα πιο απίστευτα παραπτώματα των μελών της. Προερχόμενοι από τη συντεχνία, πρόεδροι, κοσμήτορες, πρυτάνεις εμφανίζονται εντελώς απρόθυμοι να προχωρήσουν στην επιβολή κυρώσεων στα μέλη της, που είναι και ψηφοφόροι τους.
Πιο πρόσφατα, με σόκαρε η εκμυστήρευση ενός άλλου κορυφαίου καθηγητή σε κοινή μας φίλη, ότι τον ερέθιζε η θέα των αγοριών καθώς τον παρακολουθούσαν την ώρα που έκανε μάθημα από την έδρα. Δεν γνωρίζω αν προχωρούσε ποτέ σε εκπλήρωση των πόθων του με τους φοιτητές του. Αλλά η ίδια η ιδέα του ερεθισμού από την έδρα μού φάνηκε βαθύτατα αρρωστημένη.
Το ίδιο και το Υπουργείο Παιδείας, που άλλωστε στελεχώνεται από άλλα μέλη της συντεχνίας. Ακόμη και στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις, όταν η δημόσια κατακραυγή καθιστά αναπόφευκτη την πειθαρχική δίωξη ενός καθηγητή, η τιμωρία είναι χάδι και γρήγορα ξεχνιέται. Έτσι, μπορείς να τιμωρηθείς με παύση δύο μηνών για συμπεριφορά που δεν ταιριάζει σε πανεπιστημιακό δάσκαλο, αλλά αυτό δεν εμποδίζει στη συνέχεια να ονομαστείς όχι μόνο «ομότιμος», αλλά και «επίτιμος» καθηγητής.
Αποτελεσματικό και καθημερινό έλεγχο στους καθηγητές θα μπορούσαν και θα έπρεπε να ασκούν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των φοιτητών. Αλλά οι κομματικές παρατάξεις που έχουν σφετεριστεί τη φοιτητική εκπροσώπηση έχουν άλλες προτεραιότητες και άλλα ενδιαφέροντα. Σπάνια και εντελώς επιλεκτικά θα ασχοληθούν με κάποιον καθηγητή, αν τον στοχοποιήσουν πρώτα ως «εχθρό» με κομματικά κριτήρια.
Από τα επτά καθηγητικά αμαρτήματα ξεχωρίζω το πιο απεχθές: τη λαγνεία. Δηλαδή την κατάχρηση εξουσίας με τη σεξουαλική παρενόχληση και εκμετάλλευση φοιτητών και φοιτητριών. Το ζήτημα αυτό με τρέλαινε από τα φοιτητικά μου χρόνια. Δεν ήταν μόνο αφηρημένο ζήτημα αρχής. Αρρώσταινα με τη σκέψη ότι οι συμφοιτήτριές μου –τα κορίτσια που αγαπούσα ή μπορούσα να αγαπήσω– θα αποτελούσαν ενδεχομένως στόχο της λαγνείας καθηγητών, επιμελητών, βοηθών και λοιπών παρατρεχάμενων. Από τη σκοπιά του λεγόμενου ιπποτισμού, ήταν και ζήτημα προστασίας τους. Προσπάθησα πολύ αλλά δεν κατάφερα να βρω έστω μία συμφοιτήτριά μου που να είναι διατεθειμένη «να βάλει το κεφάλι της στον ντορβά». Να κάνει δηλαδή μία καταγγελία και να επιμείνει μέχρι το τέλος. Υπερίσχυε πάντα ο φόβος αντιποίνων, όχι μόνο ή όχι τόσο από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο όσο από τους συναδέλφους του – τους άλλους καθηγητές.
Μισόν αιώνα αργότερα, η κατάσταση στην Ελλάδα δεν έχει αλλάξει. Έχει αλλάξει πολύ στον δυτικό κόσμο και προπαντός στις ΗΠΑ, όπου επικρατεί στα πανεπιστήμια υπερβολική έως παρανοϊκή καχυποψία για το ενδεχόμενο σεξουαλικής παρενόχλησης. Όχι όμως στην Ελλάδα. Και αυτό λέει πολλά για τον δήθεν «εκδημοκρατισμό» των πανεπιστημίων μας και για τη δήθεν κατάλυση της καθηγητικής αυθαιρεσίας. Για μένα, τα λέει όλα.
Συχνά άκουσα παράπονα φοιτητριών μου για τη συστηματική παρενόχλησή τους από συγκεκριμένο καθηγητή. Το πρόβλημα ήταν γνωστό σε όλους. Προσπάθησα πολύ αλλά δεν κατάφερα, ούτε ως καθηγητής, να βρω έστω μία φοιτήτρια που να είναι διατεθειμένη «να βάλει το κεφάλι της στον ντορβά». Υπερίσχυε πάντα ο φόβος αντιποίνων, από τους «συναδέλφους» μου. Μία φορά μόνο έμαθα εκ των υστέρων ότι το πράγμα πήγε να ξεφύγει, όταν εμφανίστηκαν οι γονείς του κοριτσιού, αλλά η υπόθεση κουκουλώθηκε πριν προλάβω να αναμειχθώ. Το μόνο που μπορούσα ήταν να μη τον ψηφίσω στην τελευταία του προαγωγή, επικαλούμενος τη σχέση του με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, όπως τόνισα με νόημα. Έτσι, για την τιμή των όπλων... Και για την ντροπή των «συναδέλφων» που τον ψήφισαν και των «εκπροσώπων» των φοιτητών που σιώπησαν.
Το ζήτημα της καθηγητικής λαγνείας με έτρωγε και ως αντιπρόεδρο Διεθνών Σχέσεων της ΕΦΕΕ. Το 1965, στο ανέπαφο ακόμα Ντουμπρόβνικ, συμμετείχα σε μία διεθνή συνάντηση με ισότιμη συμμετοχή καθηγητών και εκπροσώπων των φοιτητών. Ήταν τότε μοναδική στον κόσμο και οι Γιουγκοσλάβοι οργανωτές ήσαν πολύ περήφανοι – με το δίκιο τους. Κάποια στιγμή, ακούω έναν Έλληνα καθηγητή από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης να τονίζει πόσο αγαπούν οι καθηγητές τους φοιτητές και πόσο θέλουν τη συνεργασία μαζί τους. Δεν άντεξα. Όταν πήρα στη συνέχεια τον λόγο, είπα με πάθος ότι για να υπάρξει συνεργασία πρέπει πρώτα να σταματήσει η εκμετάλλευση των φοιτητών από τους καθηγητές, τόσο η οικονομική (με τα συγγράμματα) όσο και η σεξουαλική! Εκεί πια έγινε μεγάλο σούσουρο... Ύστερα, στο διάλειμμα, o φημισμένος Ιταλός καθηγητής Giuseppe Federico Mancini με συγχάρηκε και με πληροφόρησε ότι οι Γιουγκοσλάβοι ήσαν έτοιμοι να μου κόψουν το μικρόφωνο, για να μη διαλύσω τη συνάντηση...
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις καθαρά ψυχοπαθολογικές, μειωμένης ικανότητας καταλογισμού, όπως θα λέγαμε στο ποινικό δίκαιο. Στα φοιτητικά μου χρόνια, είχαμε έναν δύσμορφο καθηγητή, άριστο επιστήμονα και καλό άνθρωπο, που όμως... έβαζε χέρι στις φοιτήτριες την ώρα της προφορικής εξέτασης, μπροστά στους άλλους! Μου το επιβεβαίωσε ο φίλος και συναγωνιστής Νίκος Α. Κωνσταντόπουλος, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυς. Το έβρισκε νομίζω διασκεδαστικό, όπως οι περισσότεροι άρρενες φοιτητές. Εγώ όχι. Ευτυχώς, στο συγκεκριμένο μάθημα δεν εξετάστηκα προφορικά από τον ίδιο καθηγητή. Αν είχε συμβεί κάτι ανάλογο μπροστά μου, δεν θα μπορούσα να κρατηθώ, με τα μυαλά που είχα (και έχω).
Πιο πρόσφατα, με σόκαρε η εκμυστήρευση ενός άλλου κορυφαίου καθηγητή σε κοινή μας φίλη, ότι τον ερέθιζε η θέα των αγοριών καθώς τον παρακολουθούσαν την ώρα που έκανε μάθημα από την έδρα. Δεν γνωρίζω αν προχωρούσε ποτέ σε εκπλήρωση των πόθων του με τους φοιτητές του. Αλλά η ίδια η ιδέα του ερεθισμού από την έδρα μού φάνηκε βαθύτατα αρρωστημένη.
Τι κάνει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις; Δεν είναι κρίμα να στερηθεί το πανεπιστήμιο τις υπηρεσίες ενός άριστου επιστήμονα και δασκάλου με «κουσούρια» που προφανώς δεν ελέγχει; Θα μπορούσε ίσως κανείς να σκεφτεί «μέτρα ασφαλείας», όπως αυτά που λαμβάνονται στην περίπτωση π.χ. των ανίατων παιδεραστών. Μπορεί όμως να επιβιώσει η εκπαιδευτική σχέση και προπαντός το κύρος του δασκάλου με τέτοιες συνθήκες;
Ωστόσο, δεν αποκλείεται να προκύψει αυθεντικός και πηγαίος έρωτας μεταξύ καθηγήτριας και μαθητή, μεταξύ φοιτήτριας και καθηγητή (όπως και μεταξύ ομοφύλων, αντίστοιχα). Την πιο τρανή και τρανταχτή απόδειξη πρόσφερε πρόσφατα το προεδρικό ζεύγος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Η εκπαιδευτική σχέση έχει από τη φύση της ένα ερωτικό στοιχείο, αν είναι προσωπική και εκ του σύνεγγυς. Αυτό το ανακάλυψα «στο πετσί μου» ή, σωστότερα, στην επιδερμίδα μου μόλις άρχισα να διδάσκω ως βοηθός στο Μπέρκλεϋ, όταν ήμουν υποψήφιος διδάκτορας. Ήμουν μόλις 27 ετών τότε, πολύ κοντά στην ηλικία των προπτυχιακών φοιτητών μου.
Η ανακάλυψη κλόνισε ξαφνικά τις μέχρι τότε βεβαιότητες και απόλυτες απόψεις μου. Με συντάραξε και με υποχρέωσε να σκεφτώ πολύ το ζήτημα, σε βάθος και από όλες τις πλευρές. Έγραψα μάλιστα και ένα από τα καλύτερα κείμενά μου ("Sex and the Single Teaching Assistant"), παραφράζοντας τον τίτλο αμερικανικού best-seller του 1962 ("Sex and the Single Girl"). Με αυτό το δοκίμιο πήρα μέρος σε διαγωνισμό μεταξύ μεταπτυχιακών φοιτητών, με έπαθλο 100 δολάρια (που δεν κέρδισα, φευ).
Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα τότε εξακολουθούν μέχρι σήμερα να με ικανοποιούν. Αυτά τήρησα ως πανεπιστημιακός δάσκαλος. Αξίζει λοιπόν να τα συνοψίσω. Το πηγαίο ερωτικό στοιχείο στη σχέση δασκάλου και μαθητή ανέκαθεν εμφανίζεται μόνο στο πλαίσιο μίας ελεύθερης, ουσιαστικά άτυπης και ιδιωτικής σχέσης. Δεν μπαίνουν βαθμοί, ούτε απονέμονται πτυχία. Εμβληματική παραμένει ανά τους αιώνες η περίπτωση του Σωκράτη με τους μαθητές του. Τα πράγματα αλλάζουν ριζικά όταν η σχέση δασκάλου και μαθητή βρίσκεται ενταγμένη σε ένα τυπικό και επίσημο θεσμικό πλαίσιο, που συνεπάγεται την απονομή βαθμών και πτυχίων με αναγνώριση από το κράτος ή, έστω, την κοινωνία. Τότε πλέον ο δάσκαλος ασκεί εξουσία – άμεσα ή έμμεσα δημόσια εξουσία. Αυτό το στοιχείο αναπόφευκτα «μολύνει» (contaminates) οποιαδήποτε ερωτική σχέση, ανεξάρτητα από προθέσεις και δηλώσεις. Ο δάσκαλος από την πλευρά του μπορεί να διαπράττει κατάχρηση εξουσίας, ενώ και από την πλευρά του μαθητή υπάρχει το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης της σχέσης τους για βαθμολογικό ή άλλο θεσμικό όφελος.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις καθαρά ψυχοπαθολογικές, μειωμένης ικανότητας καταλογισμού, όπως θα λέγαμε στο ποινικό δίκαιο. Στα φοιτητικά μου χρόνια, είχαμε έναν δύσμορφο καθηγητή, άριστο επιστήμονα και καλό άνθρωπο, που όμως... έβαζε χέρι στις φοιτήτριες την ώρα της προφορικής εξέτασης, μπροστά στους άλλους!
Σε τέτοιες καταστάσεις, επιβάλλεται καταρχήν η κατάπνιξη και ματαίωση της ερωτικής επιθυμίας. Ενδέχεται, ωστόσο, να μην είναι μπορετή ή αποδεκτή από τους ενδιαφερόμενους. Τότε όμως πρέπει να τερματιστεί αμέσως η θεσμική εκπαιδευτική τους σχέση. Ανάλογα με την περίπτωση, ο μαθητής ή η φοιτήτρια πρέπει αμέσως να μεταφερθεί σε άλλο μάθημα ή, έστω, να βαθμολογηθεί από άλλον καθηγητή, να αποκτήσει άλλον επιβλέποντα, άλλο μέλος της εξεταστικής επιτροπής κ.ο.κ. Για να γίνουν όλα αυτά, χρειάζεται βέβαια να δηλωθεί η ερωτική σχέση ως λόγος που επιβάλλει τις μεταβολές, όπως ακριβώς θα συνέβαινε στην περίπτωση γάμου.
Διακριτικότερη και απλούστερη διέξοδο αποτελεί η συνειδητή αναβολή της ερωτικής σχέσης μέχρι να τερματιστεί φυσιολογικά η εκπαιδευτική. Στο Μπέρκλεϋ συνέβη κάποτε να δημιουργηθεί έντονη ερωτική έλξη ανάμεσα σε μία φοιτήτρια και μένα. Περιμέναμε να τελειώσει το τρίμηνο και να παραδώσω τη βαθμολογία. Το σύστημα ήταν τέτοιο ώστε δεν επρόκειτο να ξαναβρεθούμε μελλοντικά σε άλλο μάθημα. Περάσαμε λοιπόν την υπέροχη νύχτα που προσμέναμε και μας άξιζε. Το πρωί άρχιζαν οι θερινές διακοπές και έφυγε για να πάει στους δικούς της, σε άλλη πολιτεία. Δεν την ξαναείδα. Στην Αθήνα, υπήρξε ανάλογη έλξη με μία φοιτήτρια που χρωστούσε χρόνια το μάθημά μου. Θυμάμαι που της είπα απερίφραστα και μπροστά σε άλλους: «Πάρτε επιτέλους το πτυχίο σας για να μπορέσω να σας φλερτάρω!» Όταν όμως το πήρε, εξαφανίστηκε. Κρίμα, σκέφτηκα. Δεν μετάνιωσα, πάντως, γιατί έτσι δεν χρειάστηκε να σπάσω τους καθρέφτες στο σπίτι μου.
Μία μόνο φορά ξέφυγαν τα πράγματα. Ήμουν τότε 39 ετών, ακόμη ανύπαντρος. Ένιωσα τόσο ερωτευμένος ώστε της έστειλα από το εξωτερικό μέχρι και τηλεγράφημα στα ισπανικά (που μάθαινε) για να μη το καταλάβουν άλλοι. (Δεν υπήρχαν τότε ούτε κινητά, ούτε διαδίκτυο). Ευτυχώς, η σχέση κράτησε τόσο λίγο, ώστε δεν πρόλαβα να προχωρήσω στις ανάλογες ενέργειες, δηλαδή να φροντίσω να την εξετάσει άλλος. Ούτε χρειαζόταν, άλλωστε, επειδή εκείνη εξαφανίστηκε και δεν παρουσιαζόταν στις εξετάσεις του μαθήματός μου. Με στενοχωρούσε η υποψία ότι αυτό ίσως οφειλόταν στη σύντομη σχέση μας, αλλά δεν την ξαναείδα για να τη ρωτήσω.
Όλα αυτά πριν από τον γάμο μου. Όσο κράτησε, δεν με ενδιέφερε καμία άλλη γυναίκα. Μετά τη διάλυσή του, φίλοι και γνωστοί με λυπόντουσαν για τη μοναξιά μου και αναφέρονταν συστηματικά στις... φοιτήτριες ως ανεξάντλητη δεξαμενή ερωτικών συντρόφων! Ίσως γνώριζαν άλλες περιπτώσεις; Εγώ όμως, μεγαλύτερος σε ηλικία και πατέρας πλέον, είχα καταλήξει σε ένα τελικό συμπέρασμα, συμπυκνωμένο σε ένα απόφθεγμα που επαναλάμβανα μονότονα. Για μένα, ως καθηγητή, το «φοιτητικό σώμα» δεν έχει φύλο. Είναι ουδέτερο.
σχόλια