Κάθομαι σ' ένα καφέ.
Διαβάζω ένα βιβλίο.
Έξω έχει μια λιακάδα που διακόπτεται από άσπρα, γκρίζα και μαυριδερά σύννεφα που γυρνοβολάνε αδέσποτα στον ουρανό, καθώς τα σκουντρά ένας παιχνιδιάρης άνεμος.
Ψιλοβρέχει.
Πρώτες μέρες του Μάρτη.
Αναμενόμενος καιρός, αναμενόμενη και η ευθυμία ανακατεμένη με γκρίνια που βλέπω στα πρόσωπα γύρω μου. Ο χειμώνας φεύγει, η άνοιξη έρχεται, η κατάσταση γύρω μας βαλτώνει.
Δε βαριέσαι.
Χαζεύω μια παρέα φοιτητές, πιτσιρικάδες, θα 'ναι δε θα 'ναι δεκαεννιά, είκοσι. Δυο κορίτσια, ένα αγόρι. Χαζολογάνε εδώ και ώρα με τα κινητά τους, μουτζουρώνουν τα τετράδιά τους, που και που τους πιάνει μια αδιόρατη θλίψη και μια οργή όταν ξεκινούν την κουβέντα για την κατάσταση στα πανεπιστήμια, για να την κόψουν σε λίγο και να ξεκινήσουν πάλι το χαζολόγημα.
Μια από τις κοπέλες βγάζει από το σακίδιό της δυο κουβαράκια κλωστές. Άσπρη και κόκκινη.
«Ελάτε, θα σας φτιάξω μάρτη!»
Μέτρησε τους καρπούς της φίλης και του φίλου της, έκοψε με τα δόντια τις κλωστές και ξεκίνησε να πλέκει τα χρωματιστά βραχιόλια.
Καθώς την χάζευα, στο πεζοδρόμιο από πίσω τους φάνηκε μια σκυφτή φιγούρα να σέρνει ένα μισογεμάτο καροτσάκι λαϊκής μέσα στο διάφανο ψιλόβροχο. Μια ηλικιωμένη κυρία, με ένα τσόχινο παλτουδάκι και παπούτσια με διακριτικό τακούνι. Το δέρμα της ήταν λευκό, όπως και οι ρίζες των μαλλιών της. Φορούσε ένα ζευγάρι μικρά χρυσά σκουλαρίκια και στο δεξί της χέρι έλαμπε μια χρυσή βέρα. Περνώντας δίπλα από το τραπεζάκι των φοιτητών, με τη τζαμαρία του καφέ να τους χωρίζει, ξαφνικά σταμάτησε. Τα κουρασμένα μάτια της έλαμψαν καθώς χάζευε τα δάχτυλα της κοπέλας να πλέκουν τις χρωματιστές κλωστές μεταξύ τους. Ένα χαμόγελο πήγε να χαραχτεί στο πρόσωπό της αμυδρά.
Την κοιτούσα για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που τα παιδιά την πρόσεξαν Η κοπέλα με τις κλωστές της χαμογέλασε ζεστά. Η ηλικιωμένη κυρία ανταπέδωσε το χαμόγελο σηκώνοντας ελαφρά το χέρι της και δείχνοντας την κόκκινη και την άσπρη κλωστή. Η κοπέλα πετάχτηκε από τη θέση της, και βρέθηκε στο πεζοδρόμιο να μετράει τον καρπό της κυρίας, να κόβει ξανά με τα δόντια της τις κλωστές και να πλέκει από την αρχή ένα χρωματιστό βραχιολάκι.
Όση ώρα η κοπελίτσα έπλεκε τον μάρτη, η ηλικιωμένη κυρία μιλούσε.
Όταν η κοπέλα τελείωσε το βραχιολάκι η ηλικιωμένη κυρία σήκωσε το χέρι της και της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο. Κι εκείνη πήρε το χέρι της στα δικά της και το φίλησε.
Ήταν και οι δυο βουρκωμένες.
...
Άκουσα την κοπέλα λίγο αργότερα να διηγείται στους φίλους της την ιστορία της κυρίας. Ήταν από την Βουλγαρία. Είχε έρθει, παιδούλα ακόμα, στην Ελλάδα μαζί με τους γονείς και την αδερφή της. Δύσκολα χρόνια, πόλεμοι, κατοχή, φτώχεια, δικτατορία. Με χίλιες δυο δυσκολίες οι γονείς της μεγαλώσανε αυτήν και την μικρότερη αδερφή της. Παντρεύτηκε έναν Έλληνα, έκαναν δυο παιδιά, ο γιος της σκοτώθηκε όταν ήταν 25, η κόρη της ζούσε στον Καναδά με τα δύο της παιδιά. Ο άντρας της είχε δυο χρόνια που πέθανε, η αδερφή της είχε γυρίσει στη Βουλγαρία. Εδώ δεν είχε κανέναν. Ζούσε μόνη της, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με τη σύνταξη του άντρα της.
Κοιτώντας της χρωματιστές κλωστές θυμήθηκε την πατρίδα της και την γιαγιά της, που κάθε Μάρτη έπλεκε ασπροκόκκινα βραχιολάκια για τα εγγόνια της.
Την γιαγιά της δεν την ξαναείδε από τότε που έφυγε από την Βουλγαρία, σχεδόν 80 χρόνια πίσω.
Και από τότε δεν είχε ξαναφορέσει μάρτη.
[Η ιστοριούλα είναι βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό που μου διηγήθηκε μια αγαπημένη φίλη πριν μερικές μέρες.]
σχόλια