Όταν δημοσιογράφοι από τον αγγλικό Βορρά ή τη Σκωτία με ρωτούν για την κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα, τους παραπέμπω στη ζοφερή κατάσταση που επικρατούσε στα μέρη τους αφότου αναρριχήθηκε στην κυβέρνηση η κ. Θάτσερ. Ακόμα και η σημερινή, θλιβερή, υφεσιακή Αθήνα δεν μπορεί να συγκριθεί με την κοινωνική καθίζηση της Βρετανίας βόρεια του Γουότφορντ την περίοδο 1979-90. Πρόκειται για καταστάσεις που έζησα από πολύ κοντά, αυτόπτης μάρτυρας της απόγνωσης που έσπειρε η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ μεταξύ των πιο αδύναμων Βρετανών.
Έχοντας μετακομίσει στην Αγγλία για σπουδές ένα περίπου εξάμηνο πριν από την πρώτη της θριαμβευτική εκλογική νίκη, πολύ γρήγορα βρέθηκα να συμμετέχωσε πλειάδα κινητοποιήσεων εναντίον της κυβέρνησής της: από τις απεργίες των μεταλλουργών, των ανθρακωρύχων, τις διαμαρτυρίες για την κατάργηση του Μητροπολιτικού Δήμου του Λονδίνου, μέχρι και διαδηλώσεις που κατέστειλε βάναυσα η έφιππη αστυνομία εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν στο Λονδίνο [τον υποστήριζε (!) τότε η βρετανική κυβέρνηση]. Αργότερα, αφού πέρασα από την «άλλη» μεριά της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ως καθηγητής πλέον σε βρετανικά πανεπιστήμια, παρακολούθησα την αποψίλωση των ακαδημαϊκών αξιών βήμα προς βήμα. Τυχαία, μερικές μέρες προτού ανακοινωθεί ο θάνατος της Μάργκαρετ Θάτσερ, Καναδή δημοσιογράφος με ρώτησε γιατί εγκατέλειψα την Αγγλία το 1988, όταν δίδασκα στο Κέμπριτζ. Της απάντησα ότι την απόφαση να επανα-μεταναστεύσω, αυτήν τη φορά από την Αγγλία στην Αυστραλία, την πήρα την ημέρα που η κ. Θάτσερ κέρδισε για τρίτη φορά τις εκλογές. Ήταν η χαριστική βολή.
Αυτά όλα τα γράφω ως πρόλογο στο εξής συναίσθημα που θέλω να μοιραστώ μαζί σας: η κ. Θάτσερ μου λείπει! Όχι μόνο τώρα που ξεκουράστηκε, μετά από τον αγώνα της εναντίον του Αλτσχάιμερ, αλλά από καιρό –πολύ σύντομα από τότε που την έριξαν οι υποτιθέμενοι θαυμαστές της από την πρωθυπουργία. Δεν σας το λέω αυτό επειδή άλλαξα την εκτίμησή μου για την πολιτική της ή τα αποτελέσματά της. Κρατώ ζωντανό τον θυμό μου για τον τρόπο με τον οποίο κατέστρεψε τόσες ζωές, πασχίζοντας να εφαρμόσει το μισανθρωπικό ιδεολόγημά της. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο νοσταλγώ, εδώ και καιρό, την παρουσία της Σιδηράς Κυρίας αλλά νιώθω και ένα συναισθηματικό δέσιμο με την εικόνα της. Και θεωρώ ότι η κ. Θάτσερ ήταν από τους ανθρώπους που θα εκτιμούσε πιο πολύ μια «καλή κουβέντα» από έναν ορκισμένο της εχθρό, όπως ο υπογράφων, παρά τις τετριμμένες νεκρολογίες των οπαδών της.
Γιατί τη νοσταλγώ; Για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή πίστευε αυτά που έλεγε και θα τα έλεγε ακόμα κι αν οι «επικοινωνιολόγοι» της τη συμβούλευαν ότι δεν τη συνέφερε να τα πει. Δεύτερον, επειδή βάσιζε αυτά που έλεγε και έκανε σε μια ιστορική ανάλυση του παρελθόντος. Παρά το γεγονός ότι θεωρώ απαράδεκτες τις πεποιθήσεις της και απορρίπτω την ιστορική της ανάλυση, μου λείπει η πολιτικός που είχε πεποιθήσεις τις οποίες βάσιζε σε προσεκτική μελέτη του ιστορικού γίγνεσθαι. Αυτός ο συνδυασμός απουσιάζει απελπιστικά απ’ όλους τους πολιτικούς, οι οποίοι σήμερα θυμίζουν προσομοιώσεις ανθρώπων κινούμενες από focus groups και ασκήσεις μάρκετινγκ. Τουλάχιστον, με τη Μάργκαρετ Θάτσερ μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι εννοούσε αυτά που έλεγε. Και σου έδινε ένα επιχείρημα που απαιτούσε είτε να συμφωνήσεις είτε να σπάσεις το κεφάλι σου να δεις γιατί διαφωνείς.
Η στιγμή του θανάτου δεν είναι η ώρα της εμπεριστατωμένης αξιολόγησης μιας ζωής της οποίας το νήμα μόλις κόπηκε. Είναι η ώρα για να αντικατοπτριστούμε γενναιόδωρα μέσα σε αυτήν τη ζωή που σημάδεψε πολλούς από εμάς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αίσθηση θαυμασμού που είχα για τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε στη Βουλή, για τη σθεναρή υπεράσπιση της φιλοσοφίας και των πολιτικών της (μια υπεράσπιση που ήταν ακόμα εντυπωσιακότερη, δεδομένης της κρίσης μου ότι τόσο η φιλοσοφία της όσο και οι πολιτικές της ήταν αδικαιολόγητες). Κι αν προβώ (βλ. πιο κάτω) σε μια απαρίθμηση των αντιφάσεών της, στόχος μου δεν είναι να μειώσω την κ. Θάτσερ. Πραγματικά πιστεύω ότι όλοι πάσχουμε από αντιφάσεις, οι οποίες εντείνονται ανάλογα με τη φιλοδοξία μας. Κι αν σε κάτι δεν διαφωνεί κανείς ήταν ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν έπασχε από έλλειμμα φιλοδοξίας!
Ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός που δεν ένιωθε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια απέναντι στις γυναίκες που πάλεψαν ώστε εκείνη να μπορεί να επιβληθεί στο ανδρικό κατεστημένο. Θέλησε να απελευθερώσει τους Βρετανούς από τον κρατισμό, αλλά κατέληξε να προικοδοτήσει το κράτος με αυταρχικές εξουσίες που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν. Ποθούσε να επιβάλει φιλελεύθερες αξίες, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι, για να το πετύχει, χρειαζόταν ένα απολυταρχικό κράτος (ίσως αυτό εξηγεί τα αγαθά της συναισθήματα για τον... Πινοσέτ). Διακήρυττε τη σημασία της εγκράτειας και του οικονομικού νοικοκυρέματος, όμως η κυβέρνησή της έχτισε το «βρετανικό θαύμα» στις δύο τεράστιες φούσκες της αγοράς ακινήτων και του χρηματοπιστωτικού τομέα (το σκάσιμο των οποίων το 2008 έχει βάλει τη χώρα σε μεγάλη περιπέτεια) καθώς και στο μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα στην ιστορία της χώρας. Καταφέρθηκε όμορφα εναντίον του αριστοκρατικού κατεστημένου του Ήτον (που ποτέ δεν τη «χώνευε»), όμως, χωρίς να το θέλει, δημιούργησε τις συνθήκες επανάκαμψης ακριβώς αυτού του κατεστημένου (μια ματιά στη σημερινή κυβέρνηση αποκαλύπτει αυτή την πικρή αλήθεια). Έκανε σημαία της την έννοια μιας «δημοκρατίας μετόχων», αλλά στο τέλος της διακυβέρνησής της η συγκέντρωση του πλούτου (και των μετοχών) στα χέρια της μειοψηφίας ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι το 1979. Καταφέρθηκε σωστά εναντίον των παραβιάσεων βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση, την ώρα που συντασσόταν με το Απαρτχάιντ και επιχειρηματολογούσε ότι ο Νέλσον Μαντέλα σωστά σάπιζε στη φυλακή ως «τρομοκράτης». Πάνω απ’ όλες, όμως, τις άλλες αντιφάσεις της φάνταζε η εξής: η Μάργκαρετ Θάτσερ πρέσβευε την επιστροφή στις βικτωριανές ηθικές αξίες, την ώρα που δημιουργούσε ένα καθεστώς που, στην προσπάθειά του να επιβάλει τη λογική του κέρδους, καθιστούσε αδύνατο να φανταστεί κανείς πως κάποιος μπορούσε να κάνει μια αγαθή πράξη έτσι, χωρίς λόγο – μόνο και μόνο επειδή είναι αγαθή.
Παρά τις αντιφάσεις της αυτές, ο κόσμος μας ήταν καλύτερος όταν επέτρεπε σε μια ισχυρή προσωπικότητα, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, να αναρριχηθεί στο γλιστερό σχοινί της εξουσίας. Ακόμα και να διαφωνεί κανείς (όσο έντονα διαφωνώ εγώ) με τους στόχους και την ιδεολογία της Σιδηράς Κυρίας, η επιτυχία της έδινε ελπίδες ότι η πολιτική δεν είναι άνευ σημασίας. Ότι υπάρχει περιθώριο, δυνατότητα, ισχυρές και καλά εκφρασμένες πεποιθήσεις για να κάνουν τη διαφορά. Και είναι ιδιαίτερα θλιβερό το γεγονός ότι σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
σχόλια