Επίτευγμα
Λέω εξαρχής και απερίφραστα πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα διττό –διπλωματικό και πολιτικό– επίτευγμα. Στο διπλωματικό πεδίο, μια χώρα αλλάζει, έναντι όλων, τη συνταγματική της ονομασία κατόπιν διαπραγματεύσεων με μια άλλη σε καιρό ειρήνης. Αυτό είναι πρωτοφανές στην ιστορία των διεθνών σχέσεων. Προφανώς, ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των δύο είναι συντριπτικός υπέρ της Ελλάδας, ωστόσο η διεθνής πλαισίωση και η εν γένει πεποίθηση των διεθνών παραγόντων ότι η Ελλάδα τελεί εν αδίκω στην υπόθεση του ονόματος καθιστά την έναντι όλων συνταγματική αλλαγή της ονομασίας, άνευ άλλου τινός, διπλωματική επιτυχία της ελληνικής πλευράς.
Το τίμημα αυτής της επιτυχίας είναι η αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας και γλώσσας στην άλλη πλευρά. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Σε καιρό ειρήνης, οι διεθνείς συμφωνίες είναι η σύμπτωση των βουλήσεων των πλευρών, όχι η επιβολή της μιας στην άλλη. Το διεθνές δίκαιο, ως τέτοιο, εδράζεται στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Για το διεθνές δίκαιο –που κατά τα λοιπά η Ελλάδα το έχει ευαγγέλιο– τα κράτη πασχίζουν να βρουν ειρηνικές διευθετήσεις στις διαφορές τους, είτε προσφεύγοντας στους μηχανισμούς του, είτε διαπραγματευόμενα. Η θέση του τσαμπουκά δεν είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο.
O εθνικισμός δεν σημαίνει απαραιτήτως ακροδεξιά (το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ εδώ είναι η τρανή απόδειξη), αλλά ακροδεξιά σημαίνει απαραιτήτως εθνικισμός και όσο πήζει αυτός ο χυλός, τόσο αυτό γίνεται πρόβλημα για τη δημοκρατία: διότι ο εθνικισμός βαφτίζει την διαφωνία μειοδοσία και προδοσία. Και τότε ναι! Ο εθνικισμός γίνεται άκρα δεξιά.
Το επιχείρημα της αντιπολίτευσης που λέει πως «δώσαμε εθνότητα» είναι ανόητο και αντιδημοκρατικό: το συναίσθημα του εθνικού ανήκειν δεν μπορεί, ως τέτοιο, να συνιστά αντικείμενο διεθνούς διαπραγμάτευσης: το έθνος είναι συνείδηση, δεν είναι δημόσιος θεσμός. Δεν μπορείς να παραχωρήσεις κάτι που δεν έχεις, ούτως ή άλλως. Ακούω, παρεμπιπτόντως, να λένε κάποιοι φίλοι από το Κιλκίς ή τη Δράμα:
–«Αν αυτοί είναι Μακεδόνες τότε εμείς τι είμαστε;»
–«Έλληνες είστε ρε παιδιά. Τι άλλο να είστε;».
Σε κάθε περίπτωση, η σύγχυση της εντοπιότητας με τον εθνικό προσδιορισμό, ακόμη κι αν είναι ειλικρινής σε κάποιους συμπολίτες μας, δεν είναι μια πολιτικά ανέφελη παρεξήγηση και εγκυμονεί κινδύνους. Για τον λόγο αυτό δεν τιμάει καθόλου τους διανοουμένους του συντηρητικού χώρου να την αναπαράγουν.
Χθες
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα πολιτικό επίτευγμα στο εσωτερικό. Είναι η πρώτη φορά που μια ελληνική κυβέρνηση καταφέρνει και στέκεται με σθένος ενάντια στην τοξική κρούστα του ελληνικού εθνικισμού που απενοχοποιήθηκε καταρχάς με το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και με την υπόθεση των ταυτοτήτων το 2000, στη συνέχεια. Ως το 1991, ο εθνικισμός ήταν ιδεολογία ταυτισμένη με τη χούντα και το μετεμφυλιακό καθεστώς, ενώ η νέα ελληνική εθνικοφροσύνη των συλλαλητηρίων του 1992 και του 2018 αποτελεί τον εξαγνισμό μιας ιστορικής ντροπής στο όνομα του νοσηρού ιδεολογήματος: «Η Μακεδονία είναι μια και ελληνική».
Έκτοτε, ο ελληνικός εθνικισμός περιφέρεται αστιγμάτιστος. Ο Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών –μηχανικός στην ειδίκευση– λέει ανενδοίαστα φορώντας τήβεννο πως «η ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα στον κόσμο» και πολλοί λίγοι αντιμιλούν, ενώ πάμπολλοι συμπολίτες πιστεύουν τέτοιες δοξασίες. Το ότι καθηγητές πανεπιστημίου –και όχι ο Κυριάκος Βελόπουλος– κραδαίνουν την πίστη τους ότι «η Ιστορία είναι η ραχοκοκαλιά του έθνους» είναι λοιπόν αναμενόμενο. Το ότι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου –αριστερός κατά τεκμήριο τραγουδιστής– υπογράφει ζητώντας δημοψήφισμα που θα του δώσει τη δυνατότητα να αποφανθεί για το όνομα ενός άλλου κράτους, επίσης εύλογο. Κι όλα αυτά, μας φαίνονται στην Ελλάδα κανονικά. Ακόμη και η ελληνική αλληλεγγύη απέναντι στους πρόσφυγες το 2015 πήρε εθνικιστικό πρόσημο: «οι Έλληνες είναι ο πιο φιλόξενος λαός του κόσμου»: εθνικιστικός αντιρατσισμός. Ελλάδα!
Οι ευθύνες για τη διάχυση της εθνικιστικής ιδεολογίας στον ελληνικό δημόσιο χώρο είναι βαριές και διάχυτες σε όσους κυβέρνησαν τη χώρα. Στο πεδίο της πολιτικής κουλτούρας, τούτο είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα με το οποίο πρέπει να καταπιαστούν οι κυβερνήσεις του μέλλοντος. Διότι, ναι μεν εθνικισμός δεν σημαίνει απαραιτήτως ακροδεξιά (το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ εδώ είναι η τρανή απόδειξη), αλλά ακροδεξιά σημαίνει απαραιτήτως εθνικισμός και όσο πήζει αυτός ο χυλός, τόσο αυτό γίνεται πρόβλημα για τη δημοκρατία: διότι ο εθνικισμός βαφτίζει την διαφωνία μειοδοσία και προδοσία. Και τότε ναι! Ο εθνικισμός γίνεται άκρα δεξιά. Έτσι εκφασίζονται οι άνθρωποι και η ευρωπαϊκή ιστορία του 20ου αιώνα είναι η πιο αδιάψευστη μαρτυρία. Το ότι σήμερα κάποιοι κάνουν ότι δεν το βλέπουν επίσης δεν είναι καινοφανές. Είναι το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ευρώπη του Μεσοπολέμου εωσότου παραδοθεί στον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Δεν τόβλεπε, διότι ήταν μπροστά στα μάτια της και την τύφλωσε.
«Οι αστοί πολιτικοί έχουν καρδιά καρδερίνας, δεν αντέχουν στα δύσκολα», έγραψε ωραία, πριν λίγες μέρες, ο Νίκος Μαραντζίδης («Εθνικοφροσύνη: ο ελάχιστος δεξιός παρανομαστής», Protagon, 22.1.2019) – κι αυτό από μόνο του είχε παγώσει για 25 χρόνια τη διαφορά περί του ονόματος. Πεδίο δόξης λαμπρό για την πολιτική επιστήμη να αναδείξει αναλυτικά τις παραμέτρους της συμπεριφοράς των πολιτικών ελίτ, κυρίως αυτών που αυτοπροσδιορίστηκαν ως εκσυγχρονιστικές. Η υπόθεση των ταυτοτήτων το 2000 υπήρξε η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της «καρδιάς της καρδερίνας».
Δέκα χρόνια αργότερα, ενώ στο οικονομικό και δημοσιονομικό πεδίο τα μέτρα πλέον λαμβάνονται σωρηδόν παρά το πολιτικό κόστος, στο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον ελληνικό εθνικισμό, ο τρόμος των ελίτ απέναντι στον Φρανκεστάιν τους είναι παροιμιώδης. Αυτό κατεξοχήν συμβαίνει σήμερα στη Νέα Δημοκρατία και σιγοντάρει απερίσκεπτα τον αλυτρωτικό εθνικισμό των συλλαλητηρίων.
Αύριο
Ωστόσο, το ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί επίτευγμα δεν σημαίνει ότι το όλον ζήτημα λήγει με την κύρωσή της. Πλέον, ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει, κι αυτό δεν είναι άλλο από την οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τη Βόρεια Μακεδονία σε όλα τα πεδία που δηλητηριάστηκαν τόσα χρόνια εξαιτίας του εθνικισμού ένθεν κακείθεν των συνόρων. Το πεδίο της ιδεολογικής διαμάχης ανοίγει πια διάπλατο μπροστά μας.
Εφεξής, μια δημοκρατική συστράτευση από τη φιλελεύθερη δεξιά (ή ό,τι έμεινε ως δείγμα από δαύτην) ως την ριζοσπαστική αριστερά προς υπεράσπιση του κεκτημένου των Πρεσπών μπορεί να δείξει προς κάθε κατεύθυνση ότι η Πρέσπα είναι νίκη. Δεν είναι απλώς συμβιβασμός. Είναι νίκη της ειρήνης και της δημοκρατίας. Εξάλλου, ευθύς όταν η ελληνική πολιτική αποδέχθηκε την σύνθετη ονομασία μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία, στην πράξη ήταν σα να ομολογούσε ότι η αρχική θέση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών το 1992 ήταν λάθος. Αυτό δεν μπορεί να κρύβεται, όσο κι αν πονάει.
Η μείζων πολιτική διακύβευση σήμερα δεν είναι οι ατέλειες της Συμφωνίας των Πρεσπών και οι διαφωνίες περί των διατάξεών της. Το επίδικο είναι αν θέλουμε λύση στο Μακεδονικό και αν πιστεύουμε ότι η ελληνική πολιτική της αδιαλλαξίας όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ορθή. Αυτό μας πολώνει. Αυτό μας χωρίζει.
Ο λόγος για τον οποίο είμαστε υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν είναι μόνο ότι σπαταλήσαμε αλόγιστο διπλωματικό κεφάλαιο για ένα ψευδοπρόβλημα, δεν είναι διότι η Ελλάδα ανακτά ηγεμονικό ρόλο στα Βαλκάνια κλπ. Είναι διότι η αξίωση της χώρας μας να αρνείται το δικαίωμα αυτοκαθορισμού σε μια γειτονική πολιτική κοινότητα δεν είχε –δεν έχει και δεν θα έχει– κανένα ηθικό και νομικό έρεισμα. Γι' αυτό κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να το δεχθεί, διεθνώς. Ναι λοιπόν, ας γνωρίζουμε –κι ας μην το παραδεχόμαστε– πως η Ελλάδα είχε άδικο στο Μακεδονικό και η Συμφωνία των Πρεσπών επιχειρεί να το διορθώσει.
Φυσικά, η πολιτική δεν είναι χριστιανική θεολογία. Τα λάθη στην πολιτική δεν χρειάζονται πανηγυρική μετάνοια και εξομολόγηση. Χρειάζονται κυρίως έμπρακτη αναγνώριση. Ακόμη κι αν δεν χρειάζεται να το πολυφωνάζουμε, γνωρίζουμε πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι η αναγνώριση ενός ελληνικού mea culpa, το οποίο άρρητα είναι σαφές ήδη με την παραδοχή συνομολόγησης σύνθετης ονομασίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και την Ενδιάμεση Συμφωνία.
Σε αυτό το mea culpa σύντομα θα αναγκαστεί να συρθεί και η συντηρητική παράταξη της Ελλάδας, η οποία σήμερα εξανίσταται σήμερα λόγω της αναγνώρισης «μακεδονικής ταυτότητας». Λες και οι άλλοι θα άλλαζαν το όνομα της χώρας τους για την ψυχή της μάνας τους.... Για τους κεντροαριστερούς συνοδοιπόρους της συντηρητικής παράταξης, ούτε καν μπαίνω στον κόπο να αναφερθώ. Κρίθηκαν.
Ας παραδεχθούμε, καταλήγοντας, το αυτονόητο. Η μείζων πολιτική διακύβευση σήμερα δεν είναι οι ατέλειες της Συμφωνίας των Πρεσπών και οι διαφωνίες περί των διατάξεών της. Το επίδικο είναι αν θέλουμε λύση στο Μακεδονικό και αν πιστεύουμε ότι η ελληνική πολιτική της αδιαλλαξίας όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ορθή. Αυτό μας πολώνει. Αυτό μας χωρίζει.
Το πολιτικό υποκείμενο των μαζών που συγκροτήθηκε ενάντια στη Συμφωνία αδιαφορεί για τους όρους της Συμφωνίας ούτε που νοιάζεται, ούτε που θέλει να ξέρει για ιθαγένεια, γλώσσα και εμπορικά σήματα: αυτό που ξέρει είναι πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». Γύρω από αυτό συγκροτήθηκε. Γι' αυτό υπάρχει. Η Κι όποτε η συντηρητική παράταξη κυβερνήσει τον τόπο αυτό (διαφωνώντας πιθανώς σε κάποια σημεία αλλά υπηρετώντας το πνεύμα και το γράμμα της Συμφωνίας) τότε θα πληρώσει διπλά την κουτοπονηριά να χαϊδεύει ανεπίγνωστα το κεφάλι του τέρατος που δημιούργησε.
Κοινώς, μπροστά μας θα τα βρούμε.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας, Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
σχόλια