Στο πρόσφατο, πολυδιαφημισμένο debate του Σλαβόι Ζίζεκ με τον διάσημο ψυχολόγο και μαστιγωτή της «πολιτικής ορθότητας» Γιόρνταν Πέτερσον, ο Σλοβένος είπε κάτι σημαντικό. Είπε ότι η ευτυχία ως άμεσος στόχος είναι προβληματικός και έχει σκοτεινές πλευρές.
Η ευτυχία μεταφράζεται συχνά σε ένα συμβόλαιο κομφορμισμού και αδιαφορίας, έτσι ώστε και η εξουσία να κάνει τη δουλειά της και η κοινωνία να απολαμβάνει ένα μερτικό ασφάλειας και προστασίας.
Η ευτυχία, με άλλα λόγια, μπορεί να είναι σύνθημα μιας δημοκρατίας (έστω η «επιδίωξη της ευτυχίας») και κυρίαρχη ιδέα μιας αυταρχικής κυβέρνησης που εξαγοράζει, με κουπόνια φτηνών διακοπών ή εξωτικά κοκτέιλ, την ευδιαθεσία των υπηκόων της.
Σκέφτηκα πόσο καλά ταιριάζει αυτή η ιδέα με τη δική μας εμπειρία της επτάχρονης δικτατορίας. Εκείνη την περίοδο της ελληνικής ιστορίας εμφανίστηκε στην πιο καθαρή της μορφή η απόσταση που χωρίζει την ατομική ευτυχία από τη δημόσια ελευθερία και την πολιτική αξιοπρέπεια.
Οι γλώσσες της ευτυχίας είναι όλοι οι ανθρώπινοι κόσμοι ανάκατα και δίχως τάξη: το ποταπό και το γενναιόδωρο, το φτηνό και το ακριβό, το εφήμερο κι αυτό που μπορεί να εμπνεύσει διάρκεια.
Χιλιάδες άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, γνώρισαν ευτυχισμένες στιγμές και όμορφες εμπειρίες στα πεντακόσια μέτρα από κει όπου βασανίζονταν συμπολίτες τους, συχνά και γνωστοί τους.
Η κοινωνία κάτω από τη δικτατορική κυβέρνηση ήταν ένας συνδυασμός πολιτικής - ιδεολογικής καταπίεσης και νέων ανέσεων, βαρύτητας και ελαφρότητας, κραυγαλέου εθνικιστικού κιτς και οικογενειακών απολαύσεων που έσμιγαν με μια αστική πραγματικότητα που άλλαζε.
Έχουμε έτσι μια διφορούμενη ευτυχία που μπορεί να τα «βρίσκει» με την ανελευθερία. Έχουμε, την ίδια στιγμή, και μια πορεία με υλικές, τεχνολογικές και οικονομικές βελτιώσεις που συνυπάρχουν με την κρατική βία και το αναχρονιστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο.
Δημόσια έργα, πάστες σεράνο, καινούργια ρούχα ‒ η ζωή που τρέχει και δεν κοιτάζει τη μελαγχολία των άλλων και ιδίως την πολιτική λύπη των εκτοπισμένων και των οικογενειών τους.
Ο Ζίζεκ έχει δίκιο, λοιπόν. Ανακαλύπτει, με τον τρόπο του, μια παράδοση σκέψης που λέει ότι ο στόχος της πολιτικής μπορεί να είναι η δικαιοσύνη και η ελευθερία, όχι όμως η ευτυχία (happiness).
Ακόμα και αν κάποιοι φιλόσοφοι προσπαθούν να δώσουν στην ευτυχία ποιοτικά χαρακτηριστικά και να τη συνδέσουν με τον άξιο βίο, το θέμα είναι ότι μπορούμε να νιώθουμε ευτυχείς και να περνάμε καλά και με τον ανάξιο βίο: κάνοντας εκδουλεύσεις, σιωπώντας, γλείφοντας, κλείνοντας τα μάτια, αφήνοντας τα δύσκολα σε άλλους. Αυτό είναι το κοινό μυστικό πολλών και διαφορετικών καθεστώτων και της βαθύτερης συνενοχής τους.
Με άλλα λόγια, είμαστε όντα ικανά για μεγαλείο και χαμέρπεια, για στιγμές αυθυπέρβασης και πράξεις ταπεινωτικής μικρότητας. Και το ένα και το άλλο, σε ένα χαρμάνι που απελπίζει πάντα τους μεγάλους θρησκευτικούς αναμορφωτές, τους πολιτικούς ριζοσπάστες και όσους, εν τέλει, ονειρεύονται μια μόνιμη και ανθεκτική ποιότητα χαρακτήρων.
Φυσικά, το κοινωνικό πλαίσιο ενθαρρύνει κάποια είδη ευτυχίας, σπρώχνοντας άλλα στο περιθώριο. Μπορεί κανείς να πει ότι η ευτυχία που ταιριάζει με την αδιαφορία για τα βάσανα του πλησίον είναι καπιταλιστική και ότι, αν επικρατούσε μια διαφορετική λογική στην οικονομία, οι άνθρωποι θα ένιωθαν περισσότερο πλήρεις και ευτυχισμένοι μέσα από πράξεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας.
Τίποτα δεν αποκλείεται στον ιστορικό χρόνο και στα γυρίσματα της πολιτικής ζωής των κοινωνιών. Στον δικό μας χρόνο και τόπο, όμως, πρέπει να παραδεχτούμε πως η ευτυχία είναι υπερτιμημένη αξία. Από τη μια τη μοσχοπουλούν σε συμβουλές και tips, μετατρέποντάς τη σε κάτι σαν θερμιδομετρητή.
Από την άλλη, όταν χώνεται στη ρητορική της πολιτικής υπόσχεσης, μπορεί να λειτουργεί σαν παιχνίδι του κάθε δημαγωγικά προσανατολισμένου αυταρχισμού. Μια εξουσία που προσφέρει λοταρίες και πληρωμένα πακέτα διακοπών, είτε εξουσία κρατική είτε κάποια καλοκάγαθη επιχειρηματική πρωτοβουλία, δεν είναι θέμα ανώδυνο και αθώο.
Γι' αυτό και οι αντιφρονούντες στις αυταρχικές χώρες δεν είχαν και δεν έχουν να αντιπαλέψουν μόνο τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Αυτό που τους πλήγωνε και τους έκανε συχνά να αισθάνονται πως είναι μόνοι και αβοήθητοι ήταν το γεγονός πως μεγάλα τμήματα του πληθυσμού οχυρώνονταν στην ευτυχία τους ή, έστω, στην ησυχία τους.
Μια τάφρος ανοιγόταν ανάμεσα στη μέριμνα για την ελευθερία και σε μια ευτυχία τυφλή για οτιδήποτε έξω από την αυλή της. Ανάμεσα στον μεγάλο ορίζοντα και στα άπειρα μικροπαράθυρα των οικογενειών και των ατόμων.
Ωστόσο, όλα όσα γράφω σήμερα διόλου δεν σημαίνουν πως η ευτυχία δεν μετράει. Ούτε πως πρέπει να στεκόμαστε απέναντί της όπως κάποιοι οπαδοί του «πολιτικού ηρωισμού» και άλλοι μαχητικοί ιδεολόγοι απέναντι στα πάθη και τις ηδονές της καθημερινότητας.
Το αντίθετο. Επειδή ακριβώς η ευτυχία προκύπτει (αν προκύπτει) πέρα από την πολιτική αρετή και τα δικά της κριτήρια, δεν μπορεί να γίνεται κριτήριο για τις πολιτικές καταστάσεις.
Οι γλώσσες της ευτυχίας είναι όλοι οι ανθρώπινοι κόσμοι ανάκατα και δίχως τάξη: το ποταπό και το γενναιόδωρο, το φτηνό και το ακριβό, το εφήμερο κι αυτό που μπορεί να εμπνεύσει διάρκεια.
Μοιάζουν με την οικονομία της απόλαυσης που χωράει ένα θρίλερ του James Patterson και τον Στόουνερ του John Williams, φέρνοντας, συχνά, σε δύσκολη θέση τους τιμητές των επιλογών μας.
Ας πούμε, λοιπόν, πως η ευτυχία είναι υπερτιμημένη όταν πάει να γίνει το κεντρικό πάθος και η ιδέα του πολιτισμού μας. Όταν γίνεται κριτήριο του πόσο «καλά ήμασταν» με αυτόν ή τον άλλον κυβερνήτη.
Όταν στοιχειώνει τις ανοησίες των σελίδων αυτοβοήθειας και τις επιχειρηματικές ιδέες των διασημοτήτων. Όταν τη διαφημίζουν χαμογελαστοί γκουρού θεραπευτικών θρησκειών ή σχεδιαστές της «αθανασίας» στις εποχές της τεχνητής νοημοσύνης.
Αν, όμως, φέρνει μαζί της τα αγαθά της ιδιωτικότητας, της φιλίας και των μυστικών μας, αν η ευτυχία είναι ένα παράπλευρο αίσθημα ικανοποίησης από κάτι που μας γεμίζει δεν χρειάζεται θεοποίηση.
Αρκεί που υπάρχει ή που, κάποιες φορές, μας επισκέπτεται και μας κάνει τη χάρη ανάμεσα σε χιλιάδες αναπόφευκτα, γκρίζα και άχαρα που γεμίζουν μια ζωή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO