Ο «Σκοτεινός κόσμος του τρίτου σεξ» του Γιάννη Λάμψα, που δημοσιεύτηκε κατά τη δεύτερη φάση του περιοδικού «Εικόνες» (όχι επί Ελένης Βλάχου αλλά επί Πάπυρος Press), στο τεύχος 620 της 19ης Ιουλίου 1968, μπορεί να μην είναι το πρώτο κείμενο για την ομοφυλοφιλία που εμφανίστηκε ποτέ σε ελληνικό περιοδικό, είναι όμως σίγουρα το πιο διάσημο εκείνης της ταραγμένης εποχής. Βασικά γιατί η αναστάτωση που προκάλεσε είχε ως αποτέλεσμα να μπει λουκέτο στο έντυπο και περαιτέρω την αλλαγή του ονόματός του και του προσανατολισμού της ύλης του! Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Το 1968 ήταν η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο, όπως συνηθίζεται να λέγεται, εννοώντας πως τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνο το έτος υπήρξαν τόσο σημαντικά που ο απόηχός τους φθάνει μέχρι και τις μέρες μας. Ας θυμίσουμε μερικά: δολοφονούνται στην Αμερική οι Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ρόμπερτ Κένεντι, ξεσπά ο γαλλικός Μάης, τα σκελετωμένα από την πείνα παιδιά στην Μπιάφρα (ανατολική Νιγηρία) γίνονται πρωτοσέλιδο σε όλα τα περιοδικά του κόσμου, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας επεμβαίνει στην Τσεχοσλοβακία, στην Πόλη του Μεξικού εξελίσσεται μια απίστευτη σφαγή (με πάμπολλους νεκρούς) λίγο πριν από την έναρξη της Ολυμπιάδας, ενώ την ίδια ώρα ο βρόμικος πόλεμος στο Βιετνάμ βρίσκεται στο πιο ελεεινό σημείο του (σφαγή στο Μι Λάι κ.λπ.). Κάθε περιοδικό που αναφερόταν και σε κοινωνικοπολιτικά θέματα έπρεπε να καλύψει όλα αυτά τα γεγονότα, να δώσει στους αναγνώστες του τον παλμό όσων συνέβαιναν στον κόσμο.
Σ' αυτό το πλαίσιο, και παρά το γεγονός της σκληρής λογοκρισίας που ασκούσε το δικτατορικό καθεστώς (δεν είχε καταργηθεί ακόμα η προληπτική λογοκρισία για τα έντυπα, κάτι που θα συνέβαινε το φθινόπωρο του 1969), οι «Εικόνες» προσπαθούσαν, με πρωτότυπα και μεταφρασμένα άρθρα, να κάνουν το καλύτερο δυνατό. Δηλαδή να ευθυγραμμιστούν με τα μεγάλα περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής, παρέχοντας σοβαρή και ουσιαστική πληροφόρηση.
Ήταν ο Λαδάς εκείνος που κάλεσε τους υπεύθυνους του περιοδικού στο γραφείο του (τον σύμβουλο έκδοσης Τάκη Λαμπρία, τον διευθυντή σύνταξης Κωνσταντίνο Ψύχα και τον συντάκτη του άρθρου Γιάννη Λάμψα), χτυπώντας τους σε πρώτη φάση με το όπλο του!
Εκείνα τα τελευταία τεύχη του περιοδικού, από το 601 (8 Μαρτίου 1968) μέχρι και το 622 (2 Αυγούστου 1968), είναι με άλλα λόγια εξαιρετικά, καθώς διαβάζεις απίστευτα θέματα που δεν διανοείσαι πως θα μπορούσαν να γραφτούν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα – με τους δημοσιογράφους, που ανήκαν οι περισσότεροι στον χώρο της «πεφωτισμένης δεξιάς», να κάνουν αληθινά σοβαρή δουλειά. Σε αυτό το πνεύμα της φιλελεύθερης ενημέρωσης στο οποίο κινούνταν το περιοδικό ένα κείμενο για την ομοφυλοφιλία δεν ήταν κάτι που αρχικώς θα παραξένευε. Ήταν όμως κάτι που θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα, και στο ίδιο και στους συντάκτες του, όπως τελικά αποδείχτηκε.
Αφορμή για να γραφτεί εκείνο το κείμενο στις «Εικόνες» από τον δημοσιογράφο Γιάννη Λάμψα (1921-2002) ήταν μια σειρά άρθρων στους κυριακάτικους «Τimes» που σχετίζονταν με την «κρυφή ζωή» του Τ.Ε. Lawrence (1888-1935), του γνωστού Βρετανού αρχαιολόγου, στρατιωτικού, διπλωμάτη και συγγραφέα, του επονομαζόμενου και Λόρενς της Αραβίας. Τα άρθρα εκείνα (που είχαν δημοσιευτεί και στις «Εικόνες») είχαν δώσει το έναυσμα στους «Τimes» για μια επανατοποθέτηση της ομοφυλοφιλίας στη σύγχρονη, τότε, ζωή, μέσα στο πλαίσιο και της ερωτικής ελευθερίας που χαρακτήριζε το κίνημα των hippies κ.λπ., με τον Λάμψα να παίρνει τη σκυτάλη, επιχειρώντας να γράψει κάτι ανάλογο και στη χώρα μας. Αν και το κείμενό του, με κριτήρια σημερινά, θα το αποκαλούσαμε συνολικά «συντηρητικό», στην πράξη δεν μπορείς να ξέρεις μέχρι πού είχε φθάσει η λογοκρισία, πόσο είχε αλλάξει ή και διαστρέψει (γιατί αυτό σε κάποιες φάσεις είναι σίγουρο, φαίνεται...) συγκεκριμένες κατευθύνσεις της έρευνάς του.
Ο Λάμψας είχε τη φαεινή ιδέα να καταγράψει, στο ξεκίνημα του άρθρου του, μια συνοπτική ιστορία της ομοφυλοφιλίας στην αρχαιότητα με έναν τρόπο μάλλον προχωρημένο για την εποχή, πράγμα που τελικά το πλήρωσε ακριβά. Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, πριν συνεχίσουμε:
«Στην Αρχαία Ελλάδα, πρώτο επίσημο κρούσμα παιδεραστίας ήταν η απαγωγή του Χρυσίππου, γιου του Πέλοπος, από τον Λάιο, βασιλέα των Θηβών (σ.σ. η έννοια "παιδεραστία" χρησιμοποιείται δίχως να διευκρινίζεται, από την αρχή, το νόημα που είχε στην αρχαιότητα). Η Ήρα, για να τιμωρήσει τον τελευταίο, έστειλε στους Θηβαίους τη Σφίγγα και από εκεί άρχισαν οι περιπέτειες του Οιδίποδος, του γιου του Λαΐου. (...) Ο Θεόκριτος αναφέρει την ύπαρξη ομοφυλοφιλικών εθίμων στα Μέγαρα. Ο Θέογνις μιλάει για τον έρωτά του προς έναν ωραίο Μεγαρέα, τον Κύρνο. Ο Ξενοφών διηγείται τους φόβους του Ιέρωνος, τυράννου των Συρακουσών, ότι, παρ' όλη τη δύναμη και τον πλούτο του, δεν τον αγαπούσε ο ωραίος Δαΐλοχος. Ο Πίνδαρος, σε μια ωδή του, μιλάει για το πάθος του προς τον γιο του Αγησιλάου, από την Τένεδο. Ο Επαμεινώνδας είχε ερωτική φιλία με τον Αθηναίο ίππαρχο Κηφισόδωρο, που έπεσε πλάι του στη Μαντίνεια. (...) Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Φειδίας, ο Παρμενίδης, ο Ζήνων, ο Δημοσθένης, είχαν όλοι ανδρικούς έρωτες. Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που είχαν μεταξύ τους ερωτικό δεσμό, βρήκαν μαζί τον θάνατο, όταν θέλησαν να ανατρέψουν τον τύραννο Ιππία. Η εχθρότης του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή είχε για αρχική αιτία της τον ωραίο Στησίλαο. Ο Πλάτων, ο περίφημος φιλόσοφος, είχε φίλους τον Δίωνα, τον Φαίδρο και πολλούς άλλους. (...) Ο Αλκιβιάδης χαρακτηρίστηκε ως η "ερωμένη όλων των ανδρών". Όσο για τον Σωκράτη, φαίνεται ότι, παρ' όλα όσα ειπώθηκαν εις βάρος του, περιορίστηκε στην καθαρή αγάπη που συνίσταται στην πνευματική μόνον επικοινωνία και χρησιμοποίησε ειρωνικά την ερωτική τέχνη ως μέθοδο διδασκαλίας.
Ο σοφός Αριστοτέλης, που υπήρξε εραστής του Εσμία, του Θεοδότου και πολλών άλλων, ισχυρίζεται πως εκείνο που τραβάει τον άνδρα προς ένα νεαρό αγόρι είναι, εκτός από το κοινωνικό ένστικτο, και η επιθυμία να έχει κανείς μαζί του ηδονικές σχέσεις. (...) Όταν ήταν όμηρος στη Θήβα, ο Φίλιππος (ο Μακεδών) είχε φίλο τον Πελοπίδα. Αργότερα τον δολοφόνησε ένας παλαιός εραστής του, ο Παυσανίας. Ο γιος του Αλέξανδρος δεν υστερούσε σε τίποτα από τον πατέρα του. Ο Φίλιππος, για να τον παντρέψει, χρειάσθηκε να εξορίσει τους στενότερους φίλους του: τον Πτολεμαίο, τον Νέαρχο και τον Άρπαλο. Αυτό δεν εμπόδισε τον μεγάλο κατακτητή να κατακτήσει τον ευνούχο Βάγδα και να νιώσει τέτοιο πάθος για τον Ηφαιστίωνα, ώστε έπαθε κρίση τρέλας όταν πέθανε. (...) Στην Αθήνα η παιδεραστία συνδεόταν με το αίσθημα του ωραίου (που έκανε τους Αθηναίους να προτιμούν το αθλητικό ανδρικό σώμα από το γυναικείο) και με το υψηλό πνευματικό επίπεδο των ανδρών, που έκανε ανιαρή τη συντροφιά των γυναικών (...)».
Το συγκεκριμένο κομμάτι της αφήγησης του Λάμψα ήταν εκείνο που έκανε έξω φρενών τον συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, γενικό γραμματέα τότε του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως –ένα από τα πιο βίαια, επικίνδυνα και φαιδρά άτομα που απέκτησαν υψηλές θέσεις επί δικτατορίας–, ο οποίος είχε αναλάβει, προσωπικά, να απαλλάξει τη χώρα (και) από την ομοφυλοφιλία. Λίγο καιρό αργότερα (τον Οκτώβριο του '68), ο Λαδάς θα έστηνε από το τίποτα μια φασιστικού τύπου «επιχείρηση αρετής», συλλαμβάνοντας και ταλαιπωρώντας αθώους ανθρώπους, «ανώμαλους τύπους», όπως τους αποκαλούσε, που διασκέδαζαν απλώς σ' ένα πάρτι (ένα γεγονός που θα έδινε την αφορμή στον Λουκά Θεοδωρακόπουλο να γράψει λίγο αργότερα το συγκλονιστικό αφήγημά του Ο Καιάδας).
Έτσι, ήταν ο Λαδάς εκείνος που κάλεσε τους υπεύθυνους του περιοδικού στο γραφείο του (τον σύμβουλο έκδοσης Τάκη Λαμπρία, τον διευθυντή σύνταξης Κωνσταντίνο Ψύχα και τον συντάκτη του άρθρου Γιάννη Λάμψα), χτυπώντας τους σε πρώτη φάση με το όπλο του! Το επεισόδιο (που έγινε γνωστό και στο εξωτερικό μέσω των BBC, «New York Times», «Spiegel» κ.λπ., ενώ είχαν επιληφθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) το μνημονεύει και ο Γιάννης Κάτρης στο βιβλίο του 1960-1970: Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα(εκδόσεις Παπαζήση, 12/1974). Διαβάζουμε:
«Ο Λαδάς, που από πλευράς αξιώματος, ιδεών και χαρακτήρα αποτελεί τη σύγχρονη αντίστοιχη έκδοση του Χίμλερ, ήταν ο κατευθύνων νους της εσωτερικής ασφαλείας του καθεστώτος. Όταν ρωτήθηκε από το γερμανικό περιοδικό Σπήγκελ αν είναι αλήθεια ότι ο ίδιος παίρνει κατά καιρούς μέρος στον βασανισμό των πολιτικών κρατουμένων αυτός το αρνήθηκε: "Υπάρχουν", είπε, "πολλοί άλλοι που κάνουν αυτήν τη δουλειά. Εγώ απλώς δίνω τις ιδέες, τις οδηγίες. Σχεδιάζω". Εκτός όμως από τις ιδέες και τις οδηγίες και τους σχεδιασμούς, ο Λαδάς δεν εδίσταζε να απονέμει και ο ίδιος –σ' εξαιρετικές περιπτώσεις– αυτού του είδους τη δικαιοσύνη προς τους κρατούμενους. Μια τέτοια αποδεδειγμένη περίπτωση είναι η μεταχείριση δύο ανωτέρας κλάσεως δημοσιογράφων της δεξιάς, των Παναγιώτη Λαμπρία και Ιωάννη Λάμψα, διευθυντή και αρχισυντάκτη του περιοδικού "Εικόνες", οι οποίοι συνελήφθησαν για δημοσίευση ενός ιστορικού άρθρου περί της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα... Παραμένουν άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους ο Λαδάς εξαγριώθηκε για λογαριασμό της ηθικής των αρχαίων προγόνων μας. Γεγονός, πάντως, είναι ότι όταν οι δημοσιογράφοι προσήχθησαν στο γραφείο του, ο Λαδάς όρμησε εναντίον τους και με την κάννη του περιστρόφου του τους κτύπησε στο κεφάλι. Και επί πλέον, βρίζοντας και απειλώντας, αποκάλεσε πόρνες τις δυο κόρες του Λαμπρία, ηλικίας τότε 11 και 9 ετών».
Οι «Εικόνες» διώχθηκαν ποινικά κι έτσι, λίγες μέρες αργότερα, έγραψαν οι εφημερίδες («Μακεδονία», 24 Ιουλίου 1968):
«Εναντίον του περιοδικού "Εικόνες" ησκήθη ποινική δίωξις επί παραβάσει του περί Tύπου νόμου 5060/31 εξ αιτίας ενός δημοσιεύματος, προσβάλλοντας την μνήμην των περισσοτέρων εκ των πνευματικών και πολιτικών ηγετών της αρχαίας Ελλάδος. Οι υπεύθυνοι του περιοδικού κ.κ. Ψύχας, Λαμπρίας, δικηγόρος και Λάμψας προσήχθησαν εις την εισαγγελίαν, υπό της οποίας παραπέμφθησαν ενώπιον του επ' αυτοφώρω πλημμελειοδικείου. Εις αυτό, όμως, ο κ. Λαμπρίας επεκαλέσθη την δικηγορική ιδιότητά του, η οποία του παρέχει ειδικήν δωσιδικίαν και καθιστά αναρμόδιον το πλημμελειοδικείον διά να τον δικάση (...)».
Μάλιστα, την ίδια μέρα (24/7/68) δόθηκε στον Τύπο κείμενο του Λαδά (υπενθυμίζουμε πως το περιοδικό είχε κυκλοφορήσει πέντε μέρες νωρίτερα), στο οποίο διαβάζουμε:
«Το άρθρον αποτελεί αισχράν προσβολήν και πρόστυχον ύβριν εναντίον όλων των μεγάλων εθνικών προσωπικοτήτων, διά τας οποίας είναι υπερήφανος η Ελλάς. Επί πλέον η αδιάντροπος επίθεσις λάσπης κατά των ηρώων και των φιλοσόφων του ελληνικού έθνους συνιστά την χυδαιοτέραν ατιμίαν εις βάρος όλων εκείνων, οι οποίοι διά πάντα πατριώτην αποτελούν υπέρτατα παραδείγματα ανδρείας και αρετής. Ο βλάσφημος συντάκτης έπτυσε βρωμερώς κατά του προσώπου της ελληνικής ιστορίας και εποδοπάτησε την ιεράν μνήμην των γενναίων ανδρών, την ιστορικήν προσωπικότητα των οποίων σέβονται, τιμούν και ευλαβούνται παρούσαι, παρελθούσαι και μέλλουσαι γενεαί. Το πρωτοφανές γεγονός δεν πρόκειται να περάση απαρατήρητον. Ο λαός σύσσωμος καταδικάζει εις την συνείδησίν του τόσον τον συντάκτην όσον και το περιοδικό, το οποίον εφιλοξένησε το δειγματολόγιον της προστυχολογίας και της ανηθικότητος που εξεπονήθη από ηθικώς νοσηρά φαντασίαν. Με την πεποίθησιν ότι εκφράζομεν το εθνικόν αίσθημα και προς αποκατάστασιν της βαναύσως τρωθείσης εθνικής αξιοπρεπείας παραδίδομεν τους ευτελείς βεβήλους των ηρώων και των σοφών της φυλής εις δημόσιον εμπτυσμόν. Και δηλούμεν κατηγορηματικώς ότι χαμερπείς υβρισταί των δημιουργών του εθνικού ελληνικού μεγαλείου θα αντιμετωπίζωνται του λοιπού ως σιχαμεροί προδόται των εθνικών υποθηκών και των παραδοσιακών αξιών της φυλής. Η εθνική επανάστασις της 21ης Απριλίου δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τα "άγια τοις κυσί"».
Πολύ γρήγορα τα νέα περνούν στο εξωτερικό, όπως ήδη σημειώσαμε, και πρώτο το BBC υπερασπίζει την ελευθερία του περιοδικού και των ανθρώπων του. Ο Λαδάς πληροφορείται τα καθέκαστα και την 1η Αυγούστου 1968 κοινοποιεί στις εφημερίδες ακόμα μία δήλωση:
«Ο σχολιαστής του Μπι Μπι Σι ανέλαβε την υπεράσπισιν των υπευθύνων του περιοδικού "Εικόνες" και μετέδωσε με ειρωνικόν στόμφον τας δηλώσεις μου περί προσβολής της ιεράς μνήμης των εθνικών προσωπικοτήτων. Λαμβανομένου υπ' όψιν ότι κατά το πορνογραφικόν άρθρον οι ομοφυλόφιλοι υποστηρίζονται μεταξύ των, νομίζομεν ότι δυνάμεθα να εξηγήσωμεν την αυτόκλητον επέμβασιν του Μπι Μπι Σι».
Τι συνέβη μετά απ' αυτά τα φασιστικά, γελοία και αισχρά παραληρήματα του Λαδά; Δεν υπάρχουν πολλές και αναλυτικές πληροφορίες όσον αφορά τη δικαστική πλευρά του θέματος (θα γράψουμε ό,τι γνωρίζουμε στη συνέχεια), όμως εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως μετά από δύο τεύχη οι «Εικόνες» θα οδηγηθούν σε οριστικό κλείσιμο.
Βασικά, θα αλλάξουν τίτλο και προσανατολισμό, καθώς στο τελευταίο (#622) τεύχος της 2ας Αυγούστου 1968 διαβάζουμε πως οι «Εικόνες» παύουν και αντικαθίστανται από ένα νέο περιοδικό, τα «Επίκαιρα», το οποίο, σε συνεργασία με το γαλλικό «Paris Match», θα επιχειρούσε να προσφέρει πλήρη ενημέρωση «για τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην ανήσυχη εποχή μας».
Το δικαστήριο, εν τω μεταξύ, αναβάλλει τη δική των δημοσιογράφων των «Εικόνων» (Ψύχας, Λαμπρίας, Λάμψας) για την 3η Αυγούστου 1968, προκειμένου να δοθεί χρόνος στον Τάκη Λαμπρία να προσκομίσει πιστοποιητικό που να επιβεβαιώνει πως ήταν μέλος του δικηγορικού συλλόγου. Το πλημμελειοδικείο, μετά απ' αυτό, δηλώνει αναρμόδιο να δικάσει κάποιον που είναι δικηγόρος (έτσι έγραψαν οι εφημερίδες) και παραπέμπει την υπόθεση στο Τριμελές Εφετείο. Η δίκη ορίζεται για την 11η Οκτωβρίου, αλλά αναβάλλεται ξανά για την 30ή (εν τω μεταξύ, ο Λαμπρίας είχε προλάβει να διαφύγει στο εξωτερικό, στο Λονδίνο, απ' όπου, μέσω του περιοδικού του «Greek Report», θα πληροφορεί το κοινό και για τα πεπραγμένα της χούντας στην Ελλάδα), προκειμένου να κληθούν και να εξεταστούν ως μάρτυρες «άνθρωποι των γραμμάτων» που θα διευκρίνιζαν ποια σημεία του κειμένου ήταν «λογοτεχνικά» και ποια «υβριστικά».
Τι απέγινε τελικά; Πώς ολοκληρώθηκε η δίκη και τι ακριβώς αποφάσισε το δικαστήριο; Mια ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ τον Δεκέμβριο του 2002 με αφορμή τον θάνατο του Γιάννη Λάμψα (που λειτουργεί και ως συνοπτικό βιογραφικό για τον αείμνηστο δημοσιογράφο), μας πληροφορεί σχετικά:
«Ο Γιάννης Λάμψας γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του το 1947 από την "Ελευθερία" και το "Βήμα" και μέχρι την αποχώρησή του από την ενεργό δημοσιογραφία εργάστηκε σε πολλές εφημερίδες ως σχολιογράφος, αρθρογράφος και επιτελικό στέλεχος. Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης της "Εστίας" και διευθυντής της "Ώρας" και της "Ημέρας". Επίσης, εργάστηκε σε περιοδικά φιλολογικού περιεχομένου, διετέλεσε αρχισυντάκτης των περιοδικών "Άλφα" και "Πολιτικά Θέματα" και εξέδιδε ο ίδιος την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική επιθεώρηση "Μεθαύριο". Στη δικτατορία φυλακίστηκε εξαιτίας των άρθρων που έγραφε στο περιοδικό "Εικόνες". Μετά την αποφυλάκισή του πήγε στη Γενεύη, όπου εργάστηκε ως ερευνητής στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Υπήρξε συνεργάτης της ελληνικής εκπομπής του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Μονάχου και αρθρογράφος της εφημερίδας "Νέα Δημοκρατία", που εξέδιδε στο Λονδίνο ο αυτοεξόριστος πρώην δήμαρχος Αθηναίων και μετέπειτα βουλευτής και υπουργός Γιώργος Πλυτάς. Μετά τη Mεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε γενικός γραμματέας Τύπου και Πληροφοριών και στη συνέχεια γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. Πολύ αξιόλογο είναι το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια