Το πρόβλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτή την περίοδο δεν είναι ο Αλέξης Τσίπρας αλλά ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Πριν από έναν μήνα και κάτι, μετά από πολυετή αφωνία, ο Κώστας Καραμανλής, τον οποίο ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποκαλούσε, χωρίς να κατονομάζει ευθέως, «αφανή εταίρο» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., αποφάσισε να μιλήσει και να υπενθυμίσει την πολιτική του παρουσία. Όλα αυτά τα χρόνια, μετά την πρωθυπουργική του θητεία, παραμένει βουλευτής, χωρίς να παράγει κάποιο έργο. Η σιωπή του την προηγούμενη περίοδο αποδόθηκε στην προσπάθειά του να αποφύγει κάθε αυτοκριτική αλλά και λογοδοσία για την κακή κατάσταση στην οποία παρέδωσε την οικονομία της χώρας το 2009. Όσοι τον ξέρουν υποστηρίζουν ότι τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η υστεροφημία του και επιθυμεί διακαώς να καθαρίσει τους «λεκέδες» που άφησε η περίοδος της διακυβέρνησής του. Λέγεται ότι ένα πράγμα που ο Κώστας Καραμανλής δεν συγχώρεσε στον Αντώνη Σαμαρά ήταν ότι έκανε υπουργό Οικονομικών τον Γιάννη Στουρνάρα, έναν άνθρωπο που είχε αποδώσει τεράστιες ευθύνες (αν όχι όλες) για την οικονομική κρίση στην κυβέρνησή του.
Όταν ήρθε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, όλοι μιλούσαν για την καλή σχέση Τσίπρα - Καραμανλή και τους διαύλους επικοινωνίας που υπήρχαν. Σε αυτόν αποδίδουν πολλοί και τη μεταστροφή του Αλέξη Τσίπρα, που, ενώ είχε αποφασίσει να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, άλλαξε γνώμη και επέλεξε τον πιο στενό συνεργάτη του Κώστα Καραμανλή, τον Προκόπη Παυλόπουλο. Ο Αλέξης Τσίπρας ήθελε από την αρχή να διασπάσει ή, τουλάχιστον, να διχάσει τη Νέα Δημοκρατία, οπότε η σχέση του με τον Καραμανλή ήταν για εκείνον στρατηγικής σημασίας. Φυσικά, δεν ήταν ο μόνος με τον οποίο είχε διαύλους, καθώς είχε προσεγγίσει κι άλλους δυσαρεστημένους από την ηγεσία της ΝΔ. Ήταν όμως ο πιο σημαντικός.
Όποιος παρατηρούσε τον Κώστα Καραμανλή κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ θα διαπίστωνε ότι η αντιπολιτευτική κριτική του απέναντί του ήταν από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη. Είναι γεγονός –όσο και αν υπερβάλλει ο Ευάγγελος Βενιζέλος– ότι η κυβέρνηση Τσίπρα διατήρησε και αξιοποίησε πολλά στελέχη του Κώστα Καραμανλή. Κυρίως, όμως, έκανε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Προκόπη Παυλόπουλο και αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης (με κρίσιμο ρόλο) τον πρώην διοικητή της ΕΥΠ του Καραμανλή, τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι το δυνατό του χαρτί είναι η οικονομία, στην οποία δίνει περισσότερο βάρος και την παρακολουθεί ο ίδιος. Τα εθνικά δεν θεωρούνται το δυνατό του σημείο, ενώ για τον Κώστα Καραμανλή ισχύει το αντίθετο κι αυτός είναι προφανώς ο λόγος που επικεντρώνεται σε αυτά, για να δηλώσει την παρουσία του και να ασκήσει μια πολύ έμμεση, για την ώρα, κριτική.
Μετά τη νίκη της ΝΔ τον περασμένο Ιούλιο (για την οποία ασκείται στον Καραμανλή εσωκομματική κριτική ότι δεν εργάστηκε) ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ήταν πολύ πρόθυμος να διατηρήσει τους καραμανλικούς θύλακες στην εξουσία. Αντιθέτως, ο Κώστας Καραμανλής θεωρούσε αυτονόητο ότι το «σύστημά» του θα ενισχυθεί περαιτέρω. Μία από τις απαιτήσεις, η πιο συμβολική και ουσιαστική, φαίνεται ότι είναι η παραμονή του Προκόπη Παυλόπουλου στην προεδρία, κάτι που ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θέλει με τίποτα. Δεν είναι δύσκολο να το μαντέψει κανείς, αφού ήταν ο μόνος που δεν τον ψήφισε καν, για να δείξει την αντίθεσή του, κίνηση αρκετά τολμηρή για τα ελληνικά πολιτικά ήθη τότε. Στην πολιτική, όμως, δεν έχει σημασία τι θέλει κανείς αλλά τι μπορεί να επιβάλει. Αν ο Καραμανλής αποδειχτεί πιο ισχυρός, θα καταφέρει να επιβάλει αυτό που θέλει. Αυτήν τη στιγμή μετράει τις δυνάμεις του και στέλνει μηνύματα.
Στη Θεσσαλονίκη, πριν από έναν μήνα και κάτι, ο Κ. Καραμανλής επικέντρωσε την ομιλία του στα εθνικά θέματα, υποστηρίζοντας ότι έρχονται μεγάλες προκλήσεις και ότι θα χρειαστούν δύσκολες αποφάσεις. Προηγουμένως είχε μιλήσει για την «προσφορά του Προκόπη Παυλόπουλου», ειδικά σε «εθνικά κρίσιμες περιστάσεις». Έδωσε όμως μεγάλη έμφαση στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, αναφέροντας ότι μπορεί να εξελιχθεί σε μείζον θέμα με άγνωστες προεκτάσεις, και το συνέδεσε με το δημογραφικό, λέγοντας ότι μπορεί να βρισκόμαστε ενώπιον εθνικής κρίσης. Τα προηγούμενα χρόνια, πάντως, δεν είχε θελήσει να κρούσει κανέναν κώδωνα κινδύνου για το μεταναστευτικό-προσφυγικό και τώρα που το κάνει αρκετοί στη ΝΔ θυμούνται και σχολιάζουν πως ούτε σε αυτό ούτε στα εθνικά ασκούσε ουσιαστική αντιπολίτευση όσο κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι το δυνατό του χαρτί είναι η οικονομία, στην οποία δίνει περισσότερο βάρος και την παρακολουθεί ο ίδιος. Τα εθνικά δεν θεωρούνται το δυνατό του σημείο, ενώ για τον Κώστα Καραμανλή ισχύει το αντίθετο κι αυτός είναι προφανώς ο λόγος που επικεντρώνεται σε αυτά, για να δηλώσει την παρουσία του και να ασκήσει μια πολύ έμμεση, για την ώρα, κριτική. Τα προηγούμενα χρόνια τα οικονομικά προβλήματα και η ανεργία ήταν όντως τα μεγαλύτερα προβλήματα των Ελλήνων σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης. Εδώ και λίγο καιρό, όμως, η ιεράρχηση έχει αλλάξει και πρώτο έρχεται το μεταναστευτικό-προσφυγικό, το μόνο θέμα στο οποίο δεν αξιολογείται θετικά η κυβέρνηση από την κοινή γνώμη.
Ο Μητσοτάκης έριξε εξαρχής όλο το βάρος στην οικονομία και τις επενδύσεις, περιμένοντας το μεταναστευτικό να το λύσουν οι Ευρωπαίοι. Αλλά οι Ευρωπαίοι θεωρούν λύση τη μετατροπή της Ελλάδας σε αποθήκη ψυχών και είναι προφανές ότι υπάρχει μια στενή συνεργασία της Γερμανίας με την Τουρκία στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο. Προεκλογικά, ωστόσο, έπαιξε κι αυτός με το μεταναστευτικό, προκειμένου να κερδίσει ψηφοφόρους, αλλά τώρα φαίνεται ότι υποχωρεί διά της Realpolitik και στο συνέδριο αυτό φάνηκε καθαρά όταν είπε «το πρόβλημα ήρθε για να μείνει», στέλνοντας μήνυμα «deal with it» σε όσους αντιδρούν.
Ο Σαμαράς, που είχε να μιλήσει από τις εκλογές, επέλεξε να τοποθετηθεί θεσμικά από το βήμα του συνεδρίου που έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο, για να πει όσα ήθελε και να στείλει κι αυτός το δικό του μήνυμα προς την ηγεσία και τους οπαδούς του, που μάλλον παραμένουν αρκετοί, αν κρίνει κανείς και από το θερμό χειροκρότημα που εισέπραξε. Ο Αντώνης Σαμαράς, σε αντίθεση με τον Κώστα Καραμανλή πάντως, συνέβαλε καθοριστικά στο να κερδίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την ηγεσία της ΝΔ, όσο παράξενο κι αν θα ακουγόταν αυτό πριν από μερικά χρόνια. Ο Κώστας Καραμανλής και η Ντόρα Μπακογιάννη είχαν στηρίξει την υποψηφιότητα Μεϊμαράκη, αλλά ο Σαμαράς εκείνον και ο ίδιος αναγνώριζε ότι δύσκολα θα τα είχε καταφέρει χωρίς την υποστήριξή του. Από τότε, όμως, έχει κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι και κατά καιρούς υπάρχουν ζητήματα που προκαλούν κάποια δυσαρέσκεια στη μία ή στην άλλη πλευρά. Ρήξη, πάντως, για την ώρα δεν υπάρχει. Για το μέλλον δεν μπορεί κανείς να προβλέψει.
Ο Αντώνης Σαμαράς ήθελε, λοιπόν, να υπενθυμίσει κι αυτός την παρουσία του και να υπερασπιστεί την πολιτική του. Το τελευταίο διάστημα είναι γεγονός ότι μεγάλο τμήμα της συντηρητικής βάσης των ψηφοφόρων της ΝΔ, που έχει βγει στα κάγκελα με το προσφυγικό-μεταναστευτικό, απευθύνεται σε αυτόν, ζητώντας του να τοποθετηθεί δημόσια, κάτι που όλο αυτόν τον καιρό ο ίδιος δεν ήθελε να κάνει. Στους πολιτικούς του οπαδούς, που επέμεναν, συνιστούσε υπομονή. Και αυτός, όπως και ο Καραμανλής, απέφυγαν να ασκήσουν κριτική για τα θέματα αυτά και περιορίστηκαν στις επισημάνσεις, επαινώντας μάλιστα τις προσπάθειες της κυβέρνησης. Υπήρχε, ωστόσο, ένα είδος προειδοποίησης και στις δύο ομιλίες. Είναι γεγονός ότι ο χώρος αυτός, ο δεξιός-πατριωτικός, είναι ορφανός και από κάτω ένα κομμάτι της δεξιάς βράζει. Μπορεί, όμως, ο Σαμαράς να επιχειρήσει το «δις εξαμαρτείν»; Δύσκολα, λέει η λογική.
Και ο Καραμανλής και ο Σαμαράς, πάντως, επέλεξαν τα εθνικά και το προσφυγικό-μεταναστευτικό για να κάνουν αισθητή την πολιτική παρουσία τους, γνωρίζοντας αφενός ότι τα θέματα αυτά έχουν απήχηση στο κοινό της ΝΔ, αφετέρου ότι πρόκειται για τα αδύναμα σημεία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όσο για την αντιπολιτευτική κριτική που του ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή μόνο ως σωσίβιο λειτουργεί για την ώρα με τον τρόπο που γίνεται (αφού του ασκούν κριτική για υπερπατριωτισμό κ.λπ.), γι' αυτό είναι καλοδεχούμενη στο Μαξίμου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO