Έτρεχε σε μια κοιλάδα με βρεγμένα ηλιοτρόπια. Υπήρχαν και πινελιές κόκκινου, από κάποιες διάσπαρτες παπαρούνες. Το κόκκινο σε μικρές ποσότητες είναι ανυπέρβλητο σε μεγάλες όμως ενοχλητικό.
Προτιμούσε το κίτρινο.
Φορούσε τη στολή κάποιας ηρωίδας ενός παραμυθιού. Αυτή την απάντηση θα έδινε εάν την ρωτούσες, αλλά όχι τώρα. Τώρα είχε τα νεύρα της. Σε ένα τέταρτο θα ξημέρωνε για τα καλά. Επέστρεφαν από ένα πάρτι. Ψιχάλιζε. Ήταν ξυπόλητη. Εκείνος έτρεχε ξοπίσω της πατώντας προσεκτικά πάνω στα χνάρια που άφηναν τα πόδια της στο χώμα. Αυτή ήταν η παλαιότερη ανάμνηση που είχε από τους δυο τους, ίσως ο πρώτος τους καυγάς.
Την είχε συστήσει με το επίθετό του, λάθος που δεν θα ξανάκανε.
«Είμαι ένα λουλούδι που δεν θα βγάλει ρίζες πουθενά», του απάντησε θιγμένη αλλά πιο πολύ από ποτέ ερωτευμένη.
Το να προκαλείς έρωτα είναι πολεμική ιδιότητα!
Ακολούθησαν πολλά γενναιόδωρα χρόνια και κάποια λιγότερο όμορφα. Δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Στο τέλος κάθε πράγματος μένει ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο, ένα ενσταντανέ σύντομο σαν την κατακόρυφη περιδίνηση ενός χελιδονιού που αυτοκτονεί στο μεταίχμιο μεταξύ ουρανού και θάλασσας.
Αποπειραθείτε να ανακαλέσετε κάποια παλιά σας αγάπη, κάποιον φίλο, τον παππού σας.
Θα κάνω όση ησυχία θέλετε.
Λίγα πράγματα, ε;
Είδατε που σας έλεγα; Είναι ελάχιστες οι στιγμές που μπορείτε να ανασύρεται, νοθευμένες ακόμα και αυτές, από τα φίλτρα της δικής σας μνήμης. Μια λάμψη μένει και μια αποχαιρετιστήρια χούφτα με χώμα. Ίσως και μερικές αναλλοίωτες γρατσουνιές από τα ματωμένα παιδικά σας γόνατα.
Μετά θυμήθηκε ένα ταξίδι στη Φολέγανδρο, για κάποιον γάμο, και εκείνη να προσπαθεί να παραμείνει ο εαυτός της ντυμένη σαν ροκ μπαλαρίνα. Λευκό φουρό, μπλε περικάρπια, ένα κόκκινο τιραντέ μπλουζάκι, σηκωμένες μέχρι τα γόνατα πολύχρωμες κάλτσες.
Θυμάται ακόμη και σήμερα το άρωμα που φορούσε τότε. Ήταν η Άνοιξη των Κυκλάδων.
Κάποια εποχή χώρισαν.
Ήταν λάθος.
Όπως στην συνέχεια αποδείχθηκε, ο πόνος εκείνης της περιόδου ήταν η αιτία της μελλοντικής της, μη αναστρέψιμης κατάπτωσης. Τη μέρα, μάλιστα, που εκείνος έφυγε από το σπίτι, εκείνη έπαθε νευρικό κλονισμό. Τον κυνηγούσε ξυπόλητη μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας για να του πάρει την βαλίτσα από τα χέρια. Έτρεμε σαν ψάρι, μέχρι το μεθεπόμενο απόγευμα, από τον πανικό της.
Μετά έκαναν δυο παιδιά. Το πρώτο στα 28 της.
Απέκτησαν τρεις γάτες και ένα παπί.
Θυμήθηκε να χορεύουν στους γάμους συγγενών και φίλων, όχι οι γάτες αλλά οι ίδιοι.
Θυμήθηκε και κάποιες στιγμές γέλιων.
Τον θάνατο του μωρού τους. Της Μαρίας.
Και κάποια γέλια ακόμα.
Την θυμάται να προσπαθεί να βγάλει μια αγκίδα που είχε μπει στην πατούσα της, σε ένα κάμπινγκ της Κατερίνης.
Όλες οι υπόλοιπες μνήμες ήταν πολύ πρόσφατες.
Εκείνη είχε πια ξεχάσει πολλές από αυτές τις λεπτομέρειες, θυμόταν όμως άλλες, δικές της.
Τους τελευταίους τέσσερεις μήνες είναι άρρωστη.
Η καρδιά του χτυπά από αγωνία κάθε φορά που ξυπνά μέχρι να επιβεβαιώσει πως χτυπά και η δικιά της. Ζει για να την βλέπει να ξημερώνει στα μάτια της άλλη μια μέρα και τρέμει σαν μωρό όταν την βλέπει να τα κλείνει κάθε βράδυ.
Τώρα πια και καλά να γινόταν εκείνη, αυτός είχε αποκτήσει τη φοβία του θανάτου της.
Ξυπνούν πρωί αλλά το Σάββατο ακόμα πιο πρωί.
Τα Σάββατα, λοιπόν, την παίρνει από το χέρι και περπατούν μαζί ως το κομμωτήριο. Εκείνη το έχει πάρει απόφαση πως θα πεθάνει νέα, θα φύγει όμορφη σαν ηρωίδα του Ελύτη.
Αυτή η σκέψη κάποτε την καθησύχαζε, όχι όμως πια. Ανησυχεί για το πώς θα ζήσει αυτός χωρίς εκείνη. Είναι βέβαιη πως το τέλος του θα είναι σύντομο αλλά εκείνος δεν θα έχει κάποιον να τον φροντίζει, όπως έχει αυτή. Της ανοίγει την πόρτα. Την βάζει στην καρέκλα. Σκύβει, και της τοποθετεί τα πόδια στην ξύλινη βάση. Πρώτα το ένα, μετά το άλλο, σαν να είναι πορσελάνινη. Τώρα πια δεν του διαμαρτύρεται. Την έμαθε εκείνος να είναι πιο στοργική. Εκείνη θεωρούσε τον δυναμισμό, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που έπρεπε να έχει ένας άνθρωπος. Έτσι κάνουν κάποιες γυναίκες. Παίζουν επιθετική άμυνα.
Εκείνος φεύγει.
Οι πελάτισσες που δεν είναι ενημερωμένες, ξεσπούν σε γέλια όταν αποχωρεί. «Καλέ τι του έχεις κάνει και σε φροντίζει έτσι», την ρωτούν με χάχανα. Αυτές που ξέρουν παγώνουν από την συγκίνηση αλλά δεν μιλούν. Εκείνη τους απαντά με κάποιο αστείο, κατόπιν απορροφιέται από την υπνωτική δύναμη του καθρέφτη και χορογραφεί τους στίχους του μοναδικού ποιήματος που έγραψε ποτέ αυτός για εκείνη:
«Ο έρωτας σε 149 επαναλαμβανόμενες λέξεις
όταν ξυπνώ και κοιτάζω το τραπέζι του καθρέφτη σου, τον σωρό με τα μισοτελειωμένα, χρησιμοποιημένα καλλυντικά σου, με καθησυχάζει η σκέψη ότι ξοδεύτηκαν πάνω σου, ότι συνέτειναν στην ομορφιά σου. Πόσο πιο ήπια μου φέρεται ο ίδιος ο καθρέφτης τώρα που έχει εμποτιστεί πια από την μορφή σου!
Όταν μετά το σεξ απομακρύνεσαι στο διάδρομο σαν νεαρή λέαινα, ήρεμη, νωχελική και χορτασμένη δεν σταματώ να παρατηρώ τα χνάρια που αφήνουν τα πόδια σου στο δάπεδο. Χνάρια που εξαφανίζονται κάθε που η φιλόστοργη ζέστη των πελμάτων σου απαρνιέται το έδαφος, σαν να θες να σβήνεται κάθε φορά η ελπίδα της επιστροφής σου.
και πάντα μετά καθώς επιστρέφεις, ξαπλώνεις παράμερα, στη φωτεινή πλευρά του κρεβατιού, γυρνάς, με κοιτάς με μάτια πιστά και χείλη μισάνοικτα και μου ζητάς να φροντίσω τις πληγές που άφησε ο έρωτας στο σώμα σου. ''Φρόντισε τα παιδία όσο θα κοιμάμαι'', ψιθυρίζεις και χαϊδεύεις ασυναίσθητα την κοιλιά σου.»
Εκείνος επιστρέφει πάντα μετά από τρία τέταρτα. Την παίρνει και περπατάνε στους καινούριους δρόμους. Πηγαίνουν για φαγητό Το έκαναν για τελευταία φόρα και προχθές. Συνήθως απλά δοκίμαζε. Αυτή τη φορά έφαγε τα πάντα. Τα πάντα!
Του ζήτησε να γυρίσει ξυπόλητη.
Εχθές εισήχθη εκ νέου στο νοσοκομείο. Οι γιατροί του είπαν πως θα φύγει χωρίς να υποφέρει και αυτό θα γινόταν άμεσα.
Λίγο πριν ξημερώσει, η Αριάδνη, ξύπνησε για τελευταία φορά. Ξυπνούσε άλλωστε από παιδί, πολλές φορές μέσα στη νύχτα.
Ο άντρας της κοιμότανε. Δεν θέλησε να τον ξυπνήσει. Τι να του έλεγε άλλωστε; Όλα είχαν ειπωθεί χιλιάδες φορές.
Ψέματα! Φοβήθηκε να το κάνει.
Περπάτησε αθόρυβα ως τον καθρέφτη. Κοιτάχτηκε για να την χορτάσει. «Τελικά μόνο μέσω του καθρέφτη καταφέρνει κάποιος να αντιληφθεί την εικόνα του;», αναρωτήθηκε.
Εντυπωσιάστηκε που προέβη σε μια τόσο απλή σκέψη, τόσο αργά. «Γιατί το μυαλό να αναζητά καινούριες ιδέες προ της αυλαίας; Tέλος πάντων!»
Φόρεσε λίγο κόκκινο κραγιόν γιατί ίσως να την φιλούσε εκείνος ερήμην της, τουλάχιστον αυτό ήλπιζε, και έγραψε με το υπόλοιπο το όνομα του και ακριβώς από κάτω το δικό της με το επίθετο του. Σε μια παρένθεση προσέθεσε την ημερομηνία της γέννησής της αλλά και της μέρας που ξημέρωνε. Το έκλεισε και το άφησε στον πάγκο. Επιστρέφοντας στο κρεβάτι απέφυγε να τον αγγίξει και εκείνη ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της, αλλά θα μπορούσε να τη διαχειριστεί για τα μερικά λεπτά που ένιωθε πως της απέμεναν. Και όντως τα κατάφερε να μην τον χαιρετήσει.
Έφυγε όμως κλαίγοντας.
Ούτε την πρώτη φορά που βρέθηκαν τον είχε χαιρετήσει. Έτσι έκανε εκείνη.
Δυο ώρες αργότερα εκείνος ξύπνησε. Είδε τις πατούσες της ξεσκέπαστες και γεμάτες άμμο λες και είχε βγει να περπατήσει σε κάποια παραλία.
Την άγγιξε και αυτομάτως έστρεψε έντρομος την ματιά του στον καρδιογράφο.
Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Σε λίγο θα ξημέρωνε.
Ψιχάλιζε.
Ίσως πάλι και να έκλαιγε τόσο πολύ που να του φάνηκε. Παρακολούθησε το παιχνίδι των φαναριών. Κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί και πάλι κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί. Σε ένα από αυτά ένα νεαρό ζευγάρι.
Γύριζαν από ξενύχτι.
Ήταν ξυπόλητη.
Εκείνος έτρεχε ξοπίσω της.
Ίσως ο πρώτος τους καυγάς;
Ίσως.
σχόλια