Είναι αρκετά πρωτότυπο να λες σε μία εφημερίδα ότι μια άλλη εφημερίδα δεν παρουσίασε το βιβλίο σου ή να απορρίπτεις δημοσίως μια κακή κριτική υπονοώντας ότι γράφτηκε εξαιτίας της αρχικής σου γκρίνιας, - και στην περίπτωση του νέου μυθιστορήματος του Βαγγέλη Ραπτόπουλου έγιναν, στο περίπου, αυτά τα δύο πράγματα.
Στο Facebook του ο συγγραφέας προειδοποίησε εμμέσως όσους διαβάσουν την κριτική της Καθημερινής να μην την πάρουν και πολύ στα σοβαρά, εκτός των άλλων επειδή δεν γράφτηκε νωρίτερα, κάτι που συσχετίζεται με τη συνέντευξή του στην Αυγή αλλά και την αριστερή οπτική του μυθιστορήματος.
Κι έτσι, ο Β. Ραπτόπουλος (για το καλό, κατά τη γνώμη, βιβλίο του οποίου έγραψε μια καλή και ενδιαφέρουσα κριτική ο Κωστής Παπαγιώργης στη LIFO, αλλά και άλλοι πολλοί) αναβάθμισε την απλώς αρνητική κριτική της Τ. Δημητρούλια σε μία που αξίζει -λόγω του θορύβου που δημιούργησε- να μπει στη στήλη των Πολύ Κακών Κριτικών...
Κρυφές και φανερές πληγές
Tης Τιτικας Δημητρουλια
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η πιο κρυφή πληγή
εκδ. Ικαρος
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τα «Κομματάκια», το 1979, που τα ακολούθησαν ώς το 1985 τα «Διόδια» και τα «Τζιτζίκια», ο Ραπτόπουλος είναι πάντα ποικιλοτρόπως παρών και δραστήριος στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Κυρίως με τα κείμενά του που συχνά, όπως και ο ίδιος συνηθίζει να λέει, διχάζουν τους αναγνώστες του, αλλά και τους κριτικούς. Αδιαμφισβήτητα καλός αφηγητής, τόσο στα μυθοπλασιακά όσο και στα μη μυθοπλασιακά του έργα, χωρίς στερεότυπα και ταμπού στην προσέγγισή του της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικότητας (θυμίζω το πολύ ενδιαφέρον «Η δική μου Αμερική»), λόγιος και λάτρης του Καζαντζάκη από τη μια και της ποπ κουλτούρας από την άλλη, οπαδός της εριστικής στη δημόσια σφαίρα, σχολίασε πριν από λίγο καιρό με την «Υψηλή τέχνη της αποτυχίας» την κρίση δοκιμιακά και ημερολογιακά.
Σήμερα, επανέρχεται σ’ αυτήν λογοτεχνικά. «Η πιο κρυφή πληγή» είναι μια ερωτική ιστορία με δίπτυχο φόντο: τα Δεκεμβριανά και τη σημερινή κρίση. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για τρίπτυχο, αφού η δεκαετία του ’70 μοιάζει να σφραγίζει κι αυτή το κείμενο. Στο μυθιστόρημα όμως αυτό της Νίκης και του Μιχάλη από τη μια υπάρχουν οι στιγμές που είναι πληγές κι από την άλλη η ροή που κατευνάζει, ακόμη κι όταν δεν γιατρεύει. Ετσι, η αρχή της μεταπολίτευσης είναι διπλή στιγμή-πληγή, αφού τότε γεννιέται ο έρωτας του Μιχάλη για τη Νίκη αλλά και ξεκινά μια νέα πορεία για τη χώρα, που καταλήγει στα σημερινά αδιέξοδα. Τα Δεκεμβριανά είναι ακόμη περισσότερο μια στιγμή-πληγή, κρυφή πληγή αφού, για τον Ραπτόπουλο, οι δυναμικοί διχασμοί της νεοελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκαν τότε απωθήθηκαν αλλά συνέχισαν να λειτουργούν. Αυτοί ακριβώς που προσπάθησε να γιατρέψει, ανεπιτυχώς, η μεταπολίτευση.
Με βάση μια ερωτική ιστορία που περνά από σαράντα κύματα και δεν καταλήγει κι αυτή, σαν την Ελλάδα, πουθενά, ο Ραπτόπουλος γράφει ένα από τα πιο φιλόδοξα μυθιστορήματά του: ο Μιχάλης είναι ηθοποιός και διασκευάζει την «Εξαφάνιση» του Αριστοτέλη Νικολαΐδη για το θέατρο, ασκείται στη χωλότητα για να παίξει Οιδίποδα, διαβάζει μανιωδώς για τα Δεκεμβριανά, όπως τον είχε προστάξει παιδί ακόμη η Νίκη, είναι ένας από τους Αγανακτισμένους και περιμένει πότε θα γυρίσει και πάλι σ’ αυτόν η αγαπημένη του. Μανιώδης αναγνώστης όπως και συγγραφέας, ο Ραπτόπουλος κλείνει το μάτι στον αναγνώστη παραθέτοντας και κρύβοντας ονόματα, όπως του Κουμανταρέα λόγου χάρη, για να θέσει ζητήματα σχετικά με την ίδια τη λειτουργία της λογοτεχνίας στον κόσμο: μια καλή φανταστική ιστορία μπορεί να συνοψίζει το πνεύμα μιας εποχής πολύ καλύτερα από πολλές αληθινές, λέει λόγου χάρη. Κι αυτήν ακριβώς την ιστορία, πολύπτυχη με έντονο το δοκιμιακό στοιχείο, προσπαθεί να στήσει στο βιβλίο του, για να αποκρυπτογραφήσει εκείνα τα γεγονότα και τις συνάψεις τους που οδηγούν στις προσωπικές (έντονο το στοιχείο της ψυχανάλυσης με το όνομα του πατέρα σε πρώτο πλάνο) και τις συλλογικές αποτυχίες.
Το κείμενό του όμως έχει δύο φανερές πληγές: πρώτον, η σχέση ανάμεσα στην Ιστορία και τη μυθοπλασία είναι βιασμένη και αναποτελεσματική, όπως και σε άλλα μυθιστορήματα με φιλοδοξίες ερμηνείας της κρίσης αυτή την περίοδο· δεύτερον, ο συγγραφέας χάνει στην πορεία κάθε αίσθηση αφηγηματικής οικονομίας, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να αποσυντονίζεται και να χάνει το ενδιαφέρον του. Υπερβολικά πολλά προσωπεία, επίπεδα λόγου και αφηγηματικά τερτίπια που συσκοτίζουν το νόημα, χαρακτήρες επί ξύλου κρεμάμενοι, ξεκρέμαστες ιστορικές αφηγήσεις. Το μυθιστόρημα διαβάζεται τελικά όντως αντιστικτικά προς την «Υψηλή τέχνη της αποτυχίας», ως η πραγμάτωση της αποτυχίας αυτής στο πεδίο του μυθιστορήματος, από έναν συγγραφέα που όντως αποτυγχάνει με στυλ. Αλλά αυτό δεν φτάνει.
σχόλια