Κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, σαλόνι, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα.
Ήταν σίγουρη, είχε κατάθλιψη.
Τελικά, δεν γλίτωσε.
Ανέκαθεν, της την έσπαγαν όσοι χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη με ευκολία.
-Τι έχεις;
- Έχω κατάθλιψη.
Μια αόριστη απάντηση που τα εμπεριέχει όλα.
- Άντε και γαμήσου, εσύ και οι αοριστολογίες σου.
Τώρα, όμως, ήταν μια από αυτούς.
Περπατούσε ξυπόλητη, έκλαιγε, απέφευγε τους καθρέφτες.
Ήταν η εβδομάδα που έτρωγε μόνο σορμπέ παγωτό φράουλας με κομμάτια τρούφας. Τη διασκέδαζε η ιδέα, κάθε Πέμπτη, να επιλέγει το γεύμα όλης της υπόλοιπης εβδομάδας.
«Από αύριο μόνο μέλι, που είναι και δυναμωτικό», έκανε πλάκα με τα χάλια της.
Κουραζόταν εύκολα, κοιμόταν δύσκολα.
Αργούσε να ξημερώσει, άλλο πάλι και τούτο.
Στα χείλη της ένιωθε να καίει το φιλί του ή σε αντρική μετάφραση ήθελε να κάνει σεξ μέχρι θανάτου, με τον οποιονδήποτε.
Όπου και να γύριζε το βλέμμα της ένιωθε μια αδιόρατη παρουσία να την εποπτεύει. Εχθές, στο αντικαθρέφτισμα του απογευματινού ήλιου, στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας, κατάφερε να την εντοπίσει.
Αντίκρισε το είδωλο μιας σκοτεινής μαυροφορεμένης γυναίκας.
Ήταν η νεκρή γιαγιά της.
«Ξετσίπωτες σαν του λόγου σου, μένουν μόνες. Δεν έμαθες να κρατάς κλειστό το στόμα σου. Είδες τώρα τι έπαθες!», τσίριξε η γυναικεία σκιά, με μια φωνή πολύ πιο δυνατή και τρομακτική από όσο θα επέτρεπε η φιγούρα της.
«Άντε γαμήσου, μαλακισμένη», απάντησε η Sunshine.
Πριν «φύγει» αυτός, ζούσαν μαζί.
Είχαν κήπο, λουλούδια, πηγάδι, ποτάμι, λόφους και ένα κουνέλι. Που και που περνούσαν και μέλισσες.
Τώρα έχει μπαλκόνι, καλαμωτή, αιώρα και ένα κουνέλι.
Δεν του το είχε πει αλλά θα ήθελε να έχει και άλλα χόμπι, εκτός του να κουρεύει το γκαζόν, να ποτίζει τα λουλούδια και να γυαλίζει το ουράνιο τόξο, το οποίο άλλοτε ξεκινούσε, άλλοτε τελείωνε στην αυλή τους.
Πού και που πήγαινε μυστικές βόλτες μέχρι το δάσος, έπρεπε και αυτή να κάνει κάτι, όσο αυτός έλειπε. Και αυτός έλειπε πολύ.
Λίγες εβδομάδες πριν.
Την κούραζε η τόση απομόνωση αλλά του είχε ζητήσει η ίδια να κρυφτούν από όλους και από όλα. Ποτέ δεν του είπε γιατί.
Σταδιακά εκείνη ξέχασε πως ήταν ο κόσμος μακριά από το κουκλόσπιτό της. Μια μέρα, όμως, η περιέργεια την έκανε και ξεστράτισε και άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος, ακολουθώντας μία στην αρχή, πολλές αργότερα μέλισσες.
Κάτι παράξενο συνέβαινε αλλά η βλάστηση γινόταν τόσο πυκνή που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια, για να μη χαθεί.
Πήγε και την επόμενη μέρα, εξοπλισμένη με το ξίφος του, αυτή τη φορά, για να ανοίγει δρόμο μέσα από τα φύλλα.
«Που στα αλήθεια πάνε αυτές οι μέλισσες;», αναρωτήθηκε ενώ συνέχιζε να μετρά σιωπηλά από μέσα της τα βήματα που έκανε για να μην χαθεί.
Μετά από 3.456 βήματα, η σκιά του δάσους αραίωσε.
«Ξέφωτο», σκέφτηκε.
Ήταν χιλιάδες, πολύχρωμες και ξεδιάντροπες.
Έμεινε να τις κοιτά εκστασιασμένη αν και λαχανιασμένη.
«Μεταφέρουν ήχους, φωνές, μυστικά από τον κόσμο των ανθρώπων, αυτό κάνουν!», μουρμούρισε έντρομη λίγες στιγμές αργότερα.
Άκουγε το παροξυσμικό βουητό των μελισσών και ζωντάνευαν στο μυαλό της, εικόνες της πραγματικής ζωής που η ίδια είχε απαρνηθεί.
Είχε πρόσβαση στον θόρυβο, τα γέλια, τους ψίθυρους του κόσμου.
Παρέμεινε κρυμμένη.
Ξαναπήγε την επόμενη.
Και πάλι, μέχρι που μια μέρα την κατάλαβαν.
(Έτσι συμβαίνει στα άλλα παραμύθια, είπα να μην πρωτοτυπήσω).
Οι μέλισσες εξοργίστηκαν!
«Δεν σεβάστηκες την ιδιωτικότητα των εκπεφρασμένων ψυχών. Θα μας λες κάθε φορά από ένα σου μυστικό και εμείς θα σου επιτρέπουμε να μας επισκέπτεσαι, μέχρι να χάσεις την λαλιά σου», της διαμήνυσαν.
«Μα τι ακριβώς κάνετε;», τις ρώτησε για να δείξει πως δεν είχε καταλάβει και καλά τίποτα.
«Καλά κουφή είσαι; Συλλέγουμε ήχους, μυστικά, ψέματα, αλήθειες και τα μεταφέρουμε στο δάσος μας, για να αφήσουμε χώρο στο καινούριο να υπάρξει. Με το υλικό που συγκεντρώνουμε φτιάχνουμε τη σιωπή. Είναι αρκετά απαιτητική μα απαραίτητη διαδικασία».
«Μα τη σιωπή, μόνο ο θεός μπορεί να τη φτιάξει», τόνισε με δασκαλίστικη βεβαιότητα.
Οι μέλισσες γέλασαν σαν συγχρονισμένη χορωδία με την αφέλειά της.
«Ποιος θεός κορίτσι μου, αυτός που είναι σαν άνθρωπος με μούσια;», την ειρωνεύτηκαν κρατώντας τις κοιλιές τους από τα γέλια.
«Πολλά ξέρεις ομορφούλα, είσαι και τούμπανο, πανάθεμά σε», της είπε λάγνα ο Κηφήνας που βγήκε από την τρύπα του σηκώνοντας βιαστικά το φερμουάρ ρου παντελονιού του. Έτριψε με το δάκτυλό του τα ρουθούνια του, για να τα καθαρίσει από την γύρη που μόλις είχε σνιφάρει.
«Ο Κηφήνας», ούρλιαξαν σαν ρουβίτσες, οι εργάτριες γνέφοντάς του λάγνα. Αυτός ανταπέδωσε με χειρονομίες, που προφανώς και είχε ξεπατικώσει, από τον Κώστα Χατζηχρήστο.
«Τι γίνεται εκεί έξω;» ακούστηκε η σοπράνο φωνή της Βασίλισσας. Οι εργάτριες πάγωσαν περιμένοντας την αντίδρασή της.
Σε λίγα λεπτά της εξήγησαν.
«Well, ας αρκεστούμε σε αυτά. Από αύριο θα κομίζεις τα μυστικά σου», διέταξε η κιτρινόμαυρη θεά, προσπαθώντας να δείχνει αξιοπρεπής και ήρεμη, αν και δεν ήταν.
«Όλα τα τσόκαρα στις δουλειές σας», είπε μέσα από τα χείλη της αλλά η επιρροή της στο μελίσσι ήταν τέτοια που και ένα ψίθυρος αρκούσε για να κάνει τα έντρομα έντομα να στάξουν μέλι.
«Με εσένα Κηφήνα θα τα πούμε μετά», του ζουζούνισε βράζοντας οργισμένα. Εκείνος, μολονότι παραπάτησε από την ταραχή του γέλασε τρομαγμένα και αποσύρθηκε στην φωλιά για να κάνει ότι συνήθως, τίποτα!
Η Sunshine μαγεμένη από τη δυνατότητα να ακούει τους ήχους, τα μυστικά, τις φωνές, τις ιστορίες του κόσμου, πήγαινε κάθε πρωί, κομίζοντας ένα δικό της μυστικό.
Τους έλεγε για το πόσο είχε κουραστεί να ζει στο περιθώριο της πραγματικότητας, για το ποια ήταν πριν τον γνωρίσει.
Είχε αναλάβει τον ρόλο τους.
Μια μέρα, που ήταν Σάββατο, άπλωσε το χέρι της ξυπνώντας και ένιωσε το σώμα του να μην είναι εκεί. Είδε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, τον καφέ του στο τραπέζι ανέγγιχτο, το κουνέλι να κοιτά απορημένο το μισάνοικτο παράθυρο.
Βγήκε στο μπαλκόνι να αφουγκραστεί την παράξενη μέρα.
Ένα γνώριμο βουητό την αναστάτωσε.
Προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή του ήχου.
Έμεινε ακίνητη για να έχει τις κεραίες της, σε πλήρη λειτουργία.
Το επόμενο δευτερόλεπτο είδε μια σκιά να περνά πετώντας μπροστά από τα μάτια της.
Λίγες στιγμές αργότερα και άλλη...
και άλλη.
Πολλές.
Και μετά σκοτείνιασε.
Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. Ένα μαύρο, πολύβουο σύννεφο από μέλισσες βρισκόταν πάνω από το κεφάλι της. Γύρισε το βλέμμα της, να τις ακολουθήσει και εκείνο έπεσε πάνω σε μια, υπό διαμόρφωση κυψέλη, στον τοίχο του μπαλκονιού της.
Ο ήχος της φωνής της γινόταν όλο και πιο δυνατός αν και εκείνη είχε το στόμα της κλειστό. Και όμως ακουγόταν όλο και πιο δυνατά, σαν δυο δάκτυλα να στρέφουν βασανιστικά το κουμπί της έντασης.
Η φωνή της πλημμύριζε πια την ατμόσφαιρα. Επαναλαμβανόταν σε διαφορετικούς τονισμούς, σε κάθε μήκος και πλάτος. Τα μυστικά της πετούσαν παντού. Έψαξε να βρει Aeroxol για να τις διώξει.
«Είναι δυστυχισμένη»
«Σε βαρέθηκε»
«Ποτέ δεν σε ερωτεύτηκε»
«Σε θεωρεί λίγο για αυτήν»
Σκυθρώπιασε, χλόμιασε, μαράθηκε.
Έτρεξε στην άκρη του μπαλκονιού και....
βρήκε το έκπτωτο σώμα του στον κήπο.
"Out beyond ideas of wrongdoing and rightdoing there is a field.
I'll meet you there. When the soul lies down in that grass
the world is too full to talk about."
Δεν ξαναμίλησε.
Ούτε και οι μέλισσες ξανασχολήθηκαν με εκείνη.
σχόλια