Μάνο μου,
κάθομαι και σου γράφω το ξημέρωμα της 31ης Μαΐου του 2013, μόνο και μόνο για να σου πω ουσιαστικά πως ορθώς έπραξες και μας άφησες νωρίς. Έτσι, για να γλιτώσεις, να μείνεις αλώβητος απ' την κατάντια. Ποτέ δεν έφυγες άλλωστε, διότι αν είχες φύγει, δεν θα υπήρχε και λόγος να σου γράφω τούτη την ώρα...
Τό'ξερες ότι θα έφευγες απ' όταν βγήκες σώος απ' την εγχείρηση καρδιάς στις ΗΠΑ και οι γιατροί σου είπαν να κόψεις το κάπνισμα, να μην κάνεις πρόβες με τους μουσικούς και να κάτσεις σπίτι σου. ''Δηλαδή μου λέτε να πεθάνω'' τους απάντησες και, πράγματι, λίγο καιρό μετά ταξίδεψες για τον Σείριο του Lorca και του Γκάτσου.
Τον φασίστα, καλά τό'χες πει κι αυτό, Μάνο μου, τον γνωρίζει ο καθένας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, από τον παπά μέχρι τον ελεγκτή του εισιτηρίου στα λεωφορεία.
Τότε, Μάνο μου, ήταν 1994, η Ελλάδα ευημερούσε και το κωστοπουλαίικο life style έχυνε το δηλητήριο του δεξιά κι αριστερά. Υπήρξες ο πρώτος που μίλησες για τη θέα στο πρόσωπο του Τέρατος που πάμε να συνηθίσουμε κι ως φαίνεται το συνηθίσαμε πια οι δύστυχοι. Από τα τέλη του 1970 το είπες αυτό και λίγο αργότερα, στα μέσα του ΄80, όταν μίλησες στη ''Ρωμαϊκή Αγορά'' σου για τον Φλόκα που τον έβλεπες να γίνεται στέκι των νεοφασιστών της ΕΠΕΝ.
Ποια ανάγκη, προφητική και δυσοίωνη, σε ώθησε άραγε να στήσεις εκείνη τη συναυλία με την Ορχήστρα των Χρωμάτων κατά του νεοναζισμού; Μικρό παιδί ήμουν κι ακόμη θυμάμαι τον θρυλικό πίνακα της Κέτε Κόλβιτζ που διάλεξες να κάνεις αφίσα.
Διαβάζω ξανά και ξανά τα Σχόλια του Τρίτου σου, τον Καθρέφτη και το Μαχαίρι, τις Μυθολογίες σου, και νιώθω την ανάγκη να σου πω πως υπήρξες πολύ πιο αναρχικός απ' άλλους σκληροπυρηνικούς δηλωμένους αναρχικούς. Ή μάλλον αριστερός, διότι αναρχικός ήσουν σίγουρα, αυτό ειν' αδιαπραγμάτευτο. Κι ας μην έβγαλες ποτέ την ποίηση στα στάδια και στα γήπεδα, την έβαλες μια και καλή στις ψυχές όλων όσοι σε διαβάζουμε και σε ακούμε.
Γνώρισα κι εκείνη τη γυναίκα, Μάνο μου, την παχουλή, την Πειραιώτισσα, που ένα βράδυ μπήκες στο ταβερνείο της χωρίς διάθεση να σε αναγνωρίσουν κι αυτή το μόνο που έκανε ήταν να σε πλησιάσει, να χαμογελάσει και να σου προσφέρει ένα λουλούδι. ''Να για ποιους έκανα μουσική όλα αυτά τα χρόνια'' γύρισες κι είπες του γιού σου.
Τι θα έλεγες άραγε αν ήσουν ακόμη εδώ, αν ζούσες στο κέντρο;
Θα θυμόσουν με φρίκη τις μέρες που όντας έφηβος έβαζες χαλίκια μεσ' στα παπούτσια σου για να κρύψεις τη θηλυπρέπεια σου.
Τότε που μού'λεγε τις προάλλες ο φίλος σου ο Κούνδουρος πως καλούσες τον αστυνόμο, μεσ' στη νεανική σου αθωότητα, να σε προστατέψει από τα περιπαικτικά ''ψιτ, εσύ καλέ'' που άκουγες καμιά φορά στο δρόμο. Τότε, επίσης, που πηγαίνατε παρέα ν' απολαύσετε τον Βαμβακάρη και σαν ένα βράδυ κάποιος σε πείραξε πάλι, ο Μάρκος πήγε να του πετάξει καρέκλα, μετά σε φώναξε κοντά του και σού'πε το φοβερό ''Εσύ, νεαρέ, θα κάθεσαι πάντα δίπλα μου''.
Τον φασίστα, καλά τό'χες πει κι αυτό, Μάνο μου, τον γνωρίζει ο καθένας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, από τον παπά μέχρι τον ελεγκτή του εισιτηρίου στα λεωφορεία. Και πόσο δίκιο είχες όταν κατακεραύνωνες ένα σύστημα κρατικής παιδείας μιαρό σαν παρατημένος τάφος.
Πήρες χαμπάρι τι έγινε χθες, σε ενημέρωσε κανείς; Χαρακτήρισαν τον ''Κεμάλ'' σου αντεθνικό τραγούδι οι οπαδοί του τσάμικου και της απλυσιάς, όπως τους έλεγες.
Και δεν είμαστε στο 1980, Μάνο μου, να έπαιρνες τηλέφωνο τον Υπουργό και να τού'λεγες ''Είσαι βλαξ'', όπως τότε που χαρακτήρισαν ''κομμουνιστική'' τη ''Λιλιπούπολη''.
Και ξέρεις γιατί; Γιατί ζούμε στο 2013 και δεν υπάρχει ούτε ο ζαχαρένιος ψευδοσοσιαλιστικός κόσμος της ''Λιλιπούπολης'', ούτε φυσικά κανένας Υπουργός που θα καταδεχόσουν εσύ να συνομιλήσεις μαζί του. Και γιατί ακόμη, Μάνο μου, γνωρίζοντας πόσο σοβαρή θεωρούσες την πολιτική, πρώτος εσύ θα ανατρίχιαζες με το επίπεδο της κακιάς υποστάθμης των πολιτικών μας.
Πολλά είπα, όμως, σε κούρασα και να με συγχωρείς.
Θα σου πω μόνο, έτσι για το τέλος, πως θεωρούσα έως και μπανάλ τον επίλογο του μέντορα σου: Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ...
Κατάλαβες, με είχε κουράσει κάπου και μένα όλη αυτή η λαϊκή επιδοκιμασία που την εχθρεύτηκες σ' όλη σου τη ζωή κι εσύ. Πως τόλμησα εγώ ο ασήμαντος να αναζητήσω την κοινοτοπία σε στίχο του Γκάτσου; Θα πέσει φωτιά να μας κάψει.
Τελικά, πράγματι αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.
Και οι άνθρωποι αντί να διδάσκονται από την ιστορία πάντα θα φροντίζουν να επαναλαμβάνουν τα μελανότερα σημεία της.
Καλό ξημέρωμα, Μάνο μου.
Κολληθείη η γλώττα τω λαρυγγί μου
εάν μη σου μνησθώ
και νεκρωθήτωσαν αι συνάψεις των νευρώνων μου
αν σ' απολησμονήσω
σχόλια