Αμέσως μετά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν δήλωσε ότι «Οι Ιάπωνες ξεκίνησαν τον πόλεμο από τον αέρα στο Περλ Χάρμπορ. Το πλήρωσαν πολλαπλά»· και μετά το Ναγκασάκι στις 9 Αυγούστου, «Τη χρησιμοποιήσαμε [την ατομική βόμβα] για να συντομεύσουμε την οδύνη του πολέμου, για να σώσουμε τις ζωές χιλιάδων και χιλιάδων νεαρών Αμερικανών».
Απαλείφοντας την αναξιοπρεπή για πολιτισμένη χώρα εκδίκηση που ενυπάρχει στην πρώτη δήλωση, η δικαιολογητική βάση της χρήσης της βόμβας είχε προσδιοριστεί: η ρίψη της βόμβας επέσπευσε το τέλος του πολέμου, και απέτρεψε εκατόμβες θυμάτων μεταξύ και των δύο εμπολέμων στην περίπτωση αμερικανικής εισβολής στην Ιαπωνία. Έκτοτε, θα αποτελεί, εκτός και προπαντός εντός των ΗΠΑ, το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν πως καλώς βομβαρδίστηκαν οι δύο πόλεις.
Το εύληπτο αυτό αφήγημα είναι ταυτόχρονα ηθικά καθησυχαστικό για τους πολίτες, όχι όμως και ακλόνητο. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν υπήρχε εφικτή εναλλακτική δυνατότητα για τη συνθηκολόγηση των Ιαπώνων δίχως τη χρήση της ατομικής βόμβας πριν από την 1η Νοεμβρίου — ημέρα της σχεδιαζόμενης απόβασης των Αμερικανών στη νήσο Κιούσου σύμφωνα με το σχέδιο Olympic. Επιπλέον, έστω και αν συμφωνηθεί ότι η χρήση της βόμβας ήταν μονόδρομος προκειμένου να επισπευστεί το τέλος του πολέμου, η χρήση της θα ήταν δικαιολογημένη; Το πρώτο ερώτημα πρέπει να απαντηθεί βάσει ιστορικών στοιχείων, το δεύτερο είναι ηθικής τάξεως, αλλά αμφότερα συνυφάνθηκαν στη λήψη των αποφάσεων.
Σήμερα, 79 χρόνια μετά, ουδείς νοήμων άνθρωπος αμφισβητεί ότι η Χιροσίμα υπήρξε γεγονός τεράστιας σημασίας για την ανθρωπότητα, και ότι αναδείχθηκε σε σύμβολο του βιβλικών διαστάσεων ολέθρου. Ο καθαγιασμός της βοήθησε να αναδυθεί το ταμπού του διαχωρισμού των όπλων σε συμβατικά και μη συμβατικά, συνεπώς να εδραιωθεί η πολιτική της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής, χάρη στα οποία δεν ζήσαμε μέχρι σήμερα το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού: τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν υπήρχε εφικτή εναλλακτική δυνατότητα για τη συνθηκολόγηση των Ιαπώνων δίχως τη χρήση της ατομικής βόμβας πριν από την 1η Νοεμβρίου — ημέρα της σχεδιαζόμενης απόβασης των Αμερικανών στη νήσο Κιούσου σύμφωνα με το σχέδιο Olympic.
Οτιδήποτε ενισχύει αυτές τις παραδοχές, σφυρηλατεί την άμυνά μας απέναντι στην προοπτική μιας καθολικής ή τοπικής πυρηνικής σύρραξης. «Στον έρωτα και τον πόλεμο όλα επιτρέπονται», λέει μια ρήση, εννοώντας ότι στον μεν πρώτο επιτρέπεται κάθε ψέμα, στον δε πόλεμο κάθε φρικαλεότητα. Η λογική αυτή, όμως, αναδίδει νιχιλισμό και διανοητική νωθρότητα. Αν όλα επιτρέπονται, ουδείς ευθύνεται για οτιδήποτε. Ένας πόλεμος πρέπει να διέπεται από αρχές, και θα τις αποκτήσει μόνο αν καταφέρουμε να διακρίνουμε ηθικές και πολιτικές διαφορές σε όλες τις καταστάσεις του, ούτως ώστε να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τα λεπτά, επιτρεπόμενα όρια των πολεμικών ενεργειών, και να κατανοούμε ποιοι, πώς και γιατί καθορίζουν το καλό και το κακό σε περιόδους κρίσεων.
1.
Στις 12 Απριλίου του 1945, ο Χάρι Τρούμαν κλήθηκε εσπευσμένα στον Λευκό Οίκο. Όταν η Έλενορ Ρούσβελτ τον ενημέρωσε ότι ο πρόεδρος πέθανε, λέγεται πως τη ρώτησε αν θα μπορούσε να κάνει κάτι, κι αυτή του απάντησε πως εσύ είσαι αυτός που έχει σκοτούρες. Ο Ρούσβελτ τον είχε κρατήσει σκόπιμα στο σκοτάδι, όσον αφορά τα συμφωνηθέντα στη Γιάλτα και το Πρόγραμμα Μανχάταν για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. Ενεργώντας συνετά, κράτησε όλον τον μηχανισμό του Ρούσβελτ, διορίζοντας μόνον τον φίλο του Τζέιμς Μπερν ως νέο υπουργό Εξωτερικών — επιλογή που θα αποδειχτεί κρίσιμης σημασίας στο επόμενο τετράμηνο. Πολλοί υποστηρίζουν, και μάλλον έχουν δίκιο, ότι ο Τρούμαν ήταν άπειρος και παρορμητικός, αλλά είναι σφάλμα να εξηγηθεί η στρατηγική που ακολούθησε με ψυχολογικούς όρους.
Βεβαίως, τα δύσκολα είχαν περάσει. Η Γερμανία μετρούσε μέρες μέχρι την άνευ όρων συνθηκολόγησή της, η δε Ιαπωνία είχε ουσιαστικά ηττηθεί και είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της παράδοσής της. Επιπλέον, ο Στάλιν αποφάσισε να μην ανανεώσει την πενταετή Συμφωνία Ουδετερότητας (1941-46) με την Ιαπωνία. Η απόφασή του επιβεβαίωνε τη δέσμευσή του στη Γιάλτα ότι, μετά την παράδοση της Γερμανίας, θα κήρυττε τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας εντός τριών μηνών. Οι Ιάπωνες εξεπλάγησαν από την άρση αυτής της «παράξενης ουδετερότητας», αλλά οι μετριοπαθείς είχαν τυπικά έναν ακόμη χρόνο στη διάθεσή τους προκειμένου να πετύχουν μιαν αποδεκτή συνθηκολόγηση. Φρούδες ελπίδες, όπως θα αποδειχτεί σύντομα. Το βέβαιο είναι ότι η Σοβιετική Ένωση υπεισέρχετο πλέον ως βαρύνουσα παράμετρος στις σχετικές με το γεωπολιτικό μέλλον της Άπω Ανατολής αποφάσεις της αμερικανικής διοίκησης.
Η απόφαση ότι η ατομική βόμβα θα χρησιμοποιούνταν εναντίον της Ιαπωνίας είχε ληφθεί το προηγούμενο έτος. Η κατασκευή της είχε αποφασιστεί για να προλάβουν οι σύμμαχοι τους Γερμανούς που προπορεύονταν. Ο λόγος αυτός εξέλιπε, όταν έγινε γνωστό πως οι Γερμανοί θα υπέκυπταν πριν καταφέρουν να αποκτήσουν ατομική βόμβα. Στη Συμφωνία του Χάιντ Παρκ, τον Σεπτέμβριο του 1944, Ρούσβελτ και Τσώρτσιλ χρησιμοποιούν τη σαφή μεν, αλλά προσεκτική διατύπωση ότι η βόμβα «θα μπορούσε ίσως, μετά από ώριμη σκέψη, να χρησιμοποιηθεί εναντίον των Ιαπώνων». Τον ίδιο μήνα, μάλιστα, ο επικεφαλής του προγράμματος Μανχάταν, στρατηγός Λέσλι Γκροβς, οργάνωσε μια ειδική ομάδα αεροπόρων με σκοπό να εξασκηθούν στην ατομική βόμβα. Την Άνοιξη του 1945, διετάχθη να κάνει έναν κατάλογο στόχων, και στα τέλη Μαΐου ορίστηκαν οι πόλεις-στόχοι.
Λίγοι γνώριζαν την ύπαρξη του προγράμματος, αλλά δεν τους απασχολούσε ιδιαίτερα η χρήση της βόμβας: τάσσονταν μεν υπέρ της χρήσης της, άφηναν όμως τις επιμέρους αποφάσεις για το μέλλον όταν και αν θα ήταν διαθέσιμη. Πράγματι, μέχρι τον Απρίλιο δεν υπήρξε προβληματισμός, και τα πράγματα ακολουθούσαν μια γραφειοκρατική λογική. Όταν ετέθη επί τάπητος η προοπτική χρήσης της αναπτύσσεται προβληματισμός, και ανακύπτουν διαφωνίες και διαμάχες. Διάφορα κίνητρα επηρεάζουν τη στάση των εμπλεκομένων προσώπων. Ωστόσο, θα πρέπει να διαχωριστούν τα ήσσονος σημασίας από τα σημαντικά. Επί παραδείγματι, ορισμένοι (π.χ. ο Λέσλι Γκροβς), ανησυχούσαν επειδή, σε περίπτωση αποτυχίας, θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για τα δύο δισεκατομμύρια δολάρια που θα είχαν δαπανηθεί άσκοπα στην κατασκευή της ατομικής βόμβας. Ωστόσο, οι δαπάνες δεν απασχολούσαν καθόλου τον Τρούμαν, διότι δεν είχε καμιά συμμετοχή στις αποφάσεις του Σχεδίου Μανχάταν.
O πόλεμος είχε αποσαθρώσει τους ηθικούς κώδικες που εξαιρούσαν τους αμάχους από τους στρατιωτικούς στόχους. Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους Άγγλους, και του Τόκιο από τους Αμερικανούς που προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον 80.000 αμάχων, σηματοδοτούσαν τη νέα ηθική.
Δύο λόγοι ευνοούσαν τη χρήση της βόμβας. Πρώτον, ο πόλεμος είχε αποσαθρώσει τους ηθικούς κώδικες που εξαιρούσαν τους αμάχους από τους στρατιωτικούς στόχους. Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους Άγγλους, και του Τόκιο από τους Αμερικανούς που προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον 80.000 αμάχων, σηματοδοτούσαν τη νέα ηθική. Δεύτερον, οι στρατιωτικοί είχαν αίσθηση από τις ενημερώσεις ότι επρόκειτο για όπλο πρωτοφανούς ισχύος. Ωστόσο, δεν έπαυε να είναι ένα ακόμη όπλο στη διάθεσή τους. Η διάκριση ανάμεσα σε συμβατικά και μη συμβατικά όπλα θα έρθει αργότερα, μετά τη λήξη του πολέμου. Βάσει αυτών των λόγων, θεωρούσαν αυτονόητη την ανάλυση κόστους-οφέλους των ανθρώπινων ζωών που βρισκόταν στον πυρήνα του επίσημου αφηγήματος.
Η επιλογή της Χιροσίμα είναι παραδειγματική. Οι προτάσεις για το αν θα έπρεπε να γίνει επίδειξη της ισχύος της βόμβας παρουσία Ιαπώνων, να επιλεγεί ερημική τοποθεσία ή να υπάρξει προειδοποίηση απορρίφθηκαν γρήγορα. Δεδομένου ότι έπρεπε να φανεί ξεκάθαρα η καταστροφική δύναμη της βόμβας, η Χιροσίμα ήταν ιδανική επιλογή, διότι δεν είχε υποστεί καταστροφές από βομβαρδισμούς. Το επιχείρημα ότι στην πόλη βρίσκονταν μάχιμοι είναι ασθενές, διότι η πλειονότητα ήταν άμαχοι, και ηθικά διάτρητο.
«Για τους ανθρώπους η επιλογή να σκοτώσεις έναν αθώο ως μέσο για τους σκοπούς τους είναι πάντοτε δολοφονία, και η δολοφονία είναι μια από τις χειρότερες πράξεις», θα γράψει η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ στο Mr. Truman's Degree, στο οποίο εξηγούσε γιατί διαμαρτυρήθηκε όταν, το 1956, ο Τρούμαν προτάθηκε να αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο σκεπτικό της, ως αθώος δεν νοείται ο ηθικά άμεμπτος, αλλά ο άμαχος, αυτός που δεν προξενεί κακό· γίνεται δε σαφής διάκριση ανάμεσα στην εμπρόθετη αφαίρεση της ζωής και την απρόθετη αλλά προβλέψιμη ως ενδεχόμενο (παράπλευρη απώλεια): η πρώτη είναι απολύτως καταδικαστέα, η δεύτερη καταρχήν όχι. Η ρίψη της βόμβας προκάλεσε τη δολοφονία δεκάδων χιλιάδων αθώων, και υπ’ αυτή την έννοια μπορεί να χαρακτηριστεί «μαζική δολοφονία». Στον βαρύ αυτόν χαρακτηρισμό, θα πρέπει να προστεθεί και ο εξίσου βαρύς ότι επρόκειτο για «πράξη τρομοκρατίας» — «η ατομική βόμβα ήταν περισσότερο από ένα όπλο φοβερής καταστροφής· ήταν ένα ψυχολογικό όπλο», σύμφωνα με την κομψή διατύπωση του υπουργού Πολέμου Χένρυ Λιούις Στίμσον σε ένα πολυδιαβασμένο άρθρο του.
2.
Ήταν αναγκαίο κακό η καταστροφή της Χιροσίμα; Η λέξη «αναγκαιότητα» εμπεριέχει τις έννοιες απαραίτητο και αναπόφευκτο. Πιστεύω πως ούτε απαραίτητη ήταν ούτε αναπόφευκτη.
Δεν ήταν απαραίτητη, και σε αυτό συνηγορούν, σύμφωνα με την καταγραφή του Γκαρ Αλπέροβιτς, η πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών, τα συμπεράσματα της Επισκόπησης Στρατηγικού Βομβαρδισμού (Strategic Bombing Survey, 1945) και σχετικής μελέτης του War Department Military Intelligence Division (1946), η αντίθεση κορυφαίων στρατιωτικών (οι στρατηγοί Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, Ντάγκλας Μακάρθουρ, οι ναύαρχοι Γουίλιαμ Λήχυ, Έρνστ Κινγκ και Τσέστερ Νίμιτς, ο διοικητής της αεροπορίας Χένρυ Άρνολντ, κ.ά.), καθώς και δημοσιογράφοι της εποχής με στενούς δεσμούς με στρατιωτικούς ηγέτες της εποχής.
Η ρίψη της βόμβας προκάλεσε τη δολοφονία δεκάδων χιλιάδων αθώων, και υπ' αυτή την έννοια μπορεί να χαρακτηριστεί «μαζική δολοφονία». Στον βαρύ αυτόν χαρακτηρισμό, θα πρέπει να προστεθεί και ο εξίσου βαρύς ότι επρόκειτο για «πράξη τρομοκρατίας» — «η ατομική βόμβα ήταν περισσότερο από ένα όπλο φοβερής καταστροφής· ήταν ένα ψυχολογικό όπλο», σύμφωνα με την κομψή διατύπωση του υπουργού Πολέμου Χένρυ Λιούις Στίμσον
Όχι μόνον ήταν βέβαιη η συνθηκολόγηση, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα συνέβαινε πριν από την 1η Νοεμβρίου, συμπεραίνει η Επισκόπηση Στρατηγικού Βομβαρδισμού:
«Βασισμένη στη διεξοδική εξέταση όλων των γεγονότων, και υποστηριζόμενη από τις μαρτυρίες των εμπλεκόμενων Ιαπώνων ηγετών, η άποψη της Επισκόπησης είναι ότι σίγουρα πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1945, και κατά πιθανότητα πριν από την 1η Νοεμβρίου 1945, η Ιαπωνία θα συνθηκολογούσε έστω και αν δεν έπεφτε η ατομική βόμβα, έστω και αν η Ρωσία δεν εισέρχονταν στον πόλεμο, και έστω και αν εισβολή δεν είχε προγραμματιστεί ή δεν ήταν υπό σκέψη».
Δίχως να παραγνωρίζω την επίδραση των δύο βομβών, η είσοδος των σοβιετικών στον πόλεμο της Άπω Ανατολής, πιστεύω, μέτρησε περισσότερο στην απόφαση της συνθηκολόγησης. Η Ιαπωνία δεν θα μπορούσε να αντισταθεί συγχρόνως στους σοβιετικούς, στον ναυτικό αποκλεισμό της (ο εμπορικός της στόλος είχε πρακτικά καταστραφεί), και στους συμβατικούς βομβαρδισμούς. Άλλωστε, η περίφημη στρατηγική Ketsu-go της μάχης μέχρις εσχάτων για την υπεράσπιση του εθνικού εδάφους από την αμερικανική απόβαση προϋπέθετε τη σοβιετική ουδετερότητα. Η απόφαση των σοβιετικών αιφνιδίασε τη στρατιωτική ηγεσία, και εξαέρωσε τη λογική της άμυνας μέχρις εσχάτων — το ρεφρέν των φανατικών στρατοκρατών.
Επιπλέον, οι Ιάπωνες δικαίως φοβόντουσαν ότι οι σοβιετικοί θα μπορούσαν, εκτός από τη Ματζουρία, την Κορέα, τη Σαχαλίνη και τις Κουρίλες νήσους, να κατακτήσουν ιαπωνικό έδαφος, ιδίως τη δεύτερη μεγαλύτερη νήσο Χοκάιντο. Ακόμη κι αν δεν συνέβαινε αυτό, οι σοβιετικοί θα έπρεπε να ανταμειφθούν με κάποιο τρόπο, και μια μοιρασιά του Χοκάιντο με τους Αμερικανούς θα ήταν λίαν πιθανή, όπως επιθυμούσε ο Στάλιν.
Εν πάση περιπτώσει, λίγοι σήμερα αναπαράγουν τον μύθο ότι εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες θα έχαναν τη ζωή τους σε περίπτωση απόβασης. Είναι, επίσης, αστήρικτος ο ισχυρισμός ότι οι ατομικές βόμβες θα προκαλούσαν λιγότερους θανάτους από τους συμβατικούς βομβαρδισμούς. Στα τέλη Ιουλίου εκδόθηκε διαταγή που έθετε σε τέταρτη προτεραιότητα τον βομβαρδισμό αστικών κέντρων, μετά από το σιδηροδρομικό δίκτυο, την παραγωγή αεροσκαφών και τις αποθήκες εξοπλισμού.
3.
Δεν ήταν, επίσης, αναπόφευκτη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται οι απόψεις ως συμπαγείς και μη εξελισσόμενες. Από την ορκωμοσία του Τρούμαν μέχρι τη Χιροσίμα υπήρξαν διαμάχες τόσο στην αμερικανική διοίκηση όσο και στην ιαπωνική, ιδίως στους «Έξι Μεγάλους» — το εξαμελές ανώτατο πολεμικό σώμα που συγκροτήθηκε στις Μαΐου. Ο υφυπουργός των Εξωτερικών και πρώην πρεσβευτής στην Ιαπωνία επί εννέα έτη, Τζόζεφ Γκριού, και ο υπουργός Εξωτερικών της Ιαπωνίας, Σιγκενόρι Τόγκο, αγωνίστηκαν με συνέπεια υπέρ της υπό όρους συνθηκολόγησης, εν μέσω σκληρών αντιδράσεων.
Όλες οι διαμάχες πέριξ της άνευ όρων συνθηκολόγησης τελικώς συρρικνώθηκαν στο κατά πόσον ο αυτοκράτορας θα διατηρούσε τον θρόνο του. Ο αυτοκράτορας εθεωρείτο ιερό πρόσωπο, ένας ζων Θεός, από τον οποίο εκπορεύονταν η νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία — το περίφημο και ασαφές kokutai (εθνικό πολίτευμα) που στο μυαλό ακραίων στρατοκρατών είχε μυστικιστικές διαστάσεις. Ως τέτοιος, ενσάρκωνε την πολιτική και πολιτισμική ουσία του έθνους, την ιαπωνική εθνική ταυτότητα. Παρά ταύτα, το σύστημα λειτουργούσε βάσει της (αμφισβητούμενης) αρχής της μη ευθύνης, δηλαδή ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να ανατρέψει κυβερνητικές αποφάσεις που ελήφθησαν εν ονόματι του: ήταν πρακτικά διακοσμητικό πρόσωπο.
Το ρήγμα με αυτή την παράδοση επήλθε όταν ο Χιροχίτο αποφάσισε, προκειμένου να διασώσει τον εαυτό του και το αυτοκρατορικό αξίωμα, να αναμειχθεί ενεργά στην απόφαση της συνθηκολόγησης. Είναι ενδιαφέρουσα η εξιστόρηση του Τσουγιόσι Χασεγκάουα πώς η προσθαφαίρεση λέξεων στο κείμενο της παράδοσης, προκειμένου να αρθούν οι αντιρρήσεις των φανατικών στρατιωτικών, συνέβαλε στην αποδιάρθρωση του kokutai.
Ο Χασεγκάουα περιγράφει, επίσης, την περιπέτεια μιας φράσης που τεκμηριώνει τις αντιπαλότητες στην αμερικανική διοίκηση. Στα τέλη Μαΐου, ο υφυπουργός Εξωτερικών, Τζόζεφ Γκριού, παρέλαβε το προσχέδιο που είχε ζητήσει, προκειμένου να διευκρινιστεί η έννοια της άνευ όρων συνθηκολόγησης της Ιαπωνίας, την οποία ο Τρούμαν είχε αναγγείλει στο ραδιοφωνικό μήνυμα της 8ης Μαΐου, όταν ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη.
Με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως τελεσίγραφο όταν θα τέλειωνε η μάχη της Οκινάβα, το προσχέδιο περιείχε την πρόταση: «Αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει μια συνταγματική μοναρχία υπό την παρούσα μοναρχία, εάν επιδειχτεί προς την πλήρη ικανοποίηση του κόσμου ότι μια τέτοια διακυβέρνηση ουδέποτε θα επιθυμούσε την επιθετικότητα». Το προσχέδιο αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα από στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών, σχετικά αδιάφορα από τον Τρούμαν, και μάλλον φιλικά από άλλους, οι οποίοι όμως συνέστησαν να παραμείνει στο συρτάρι μέχρι τη διάσκεψη του Πότσνταμ (17 Ιουλίου με 2 Αυγούστου).
Στις 2 Ιουλίου, ο Σίμπσον παρέδωσε στον Τρούμαν ένα μνημόνιο στο οποίο επισυνάπτετο το προσχέδιο του τελεσιγράφου για τη διάσκεψη του Πότσνταμ. Το προσχέδιο περιείχε την εν λόγω πρόταση, και το επιχείρημά του ήταν ότι οι πιθανότητες αποδοχής της συνθηκολόγησης αυξάνονταν κατά πολύ αν δεν αποκλείετο η συνταγματική μοναρχία υπό την παρούσα μοναρχία. Τελικά, στις 17 Ιουλίου, η Joint Strategic Survey Committee απαλείφει την πρόταση, κατά πάσα πιθανότητα ύστερα από την ενημέρωση του ναυάρχου Γουίλιαμ Λήχυ ότι ο Τρούμαν και ο Μπερνς προτίθεντο να απαλείψουν την υπόσχεση διατήρησης της συνταγματικής μοναρχίας. Η αποδοχή μιας τέτοιας συνθηκολόγησης από τους Ιάπωνες είχε καταστεί ουσιαστικά αδύνατη.
Σημειωτέον, οι Αμερικανοί γνωρίζουν από τις 12 Ιουλίου, χάρη στις λεγόμενες «μαγικές υποκλοπές», ότι ο Τόγκο ζήτησε από τον πρεσβευτή της Ιαπωνίας στη Μόσχα, Ναοτάκι Σάτο, τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ, μεταφέροντας τη βούληση του αυτοκράτορα για υπό όρους συνθηκολόγηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η πρώτη εμπλοκή του αυτοκράτορα πέρασε σχεδόν αδιάφορα. Την 21η Ιουλίου 1945, ο Τρούμαν μαθαίνει ότι η δοκιμή της βόμβας στο Αλαμογκόρντο υπήρξε επιτυχής, η δε ισχύς της πέραν πάσης προσδοκίας. Τελικώς, στις 26 Ιουλίου ανακοινώνεται η Διακήρυξη του Πότσνταμ που περιέχει το τελεσίγραφο της άνευ όρων συνθηκολόγησης, το οποίο απορρίπτεται. Οι ελπίδες των μετριοπαθών στην Ιαπωνία θα αναπτερωθούν, εξαιτίας της μη υπογραφής της Διακήρυξης από τον Στάλιν, αλλά θα εξαχνωθούν ύστερα από λίγες μέρες, όταν η ΕΣΣΔ θα κηρύξει τον πόλεμο στην Ιαπωνία στις 8 Αυγούστου.
Παρεμπιπτόντως, η Δοκιμή Τρίνιτυ αφορούσε τη βόμβα (στην πραγματικότητα επρόκειτο για μηχανισμό) Πλουτωνίου 239 που θα πέσει στο Ναγκασάκι. Απεναντίας, η βόμβα στη Χιροσίμα ήταν Ουρανίου 235, για την οποία, σύμφωνα με τον Σάμιουελ Ουώλκερ, ο Τρούμαν είχε ενημερωθεί από τις αρχές Απριλίου ότι δεν χρειαζόταν να δοκιμαστεί. Ο έκδηλος ενθουσιασμός και αυτοπεποίθηση του Τρούμαν την 21η Ιουλίου θα πρέπει εν μέρει να αποδοθεί στην ανάγκη πολιτικών και στρατιωτικών να έχουν απτές αποδείξεις της ισχύος της βόμβας. Πάντως, ένα μυστήριο παραμένει.
Ένα δεύτερο γεγονός αξίζει, επίσης, να σημειωθεί. Στις αρχές Ιουνίου, ο Τρούμαν ενημέρωσε τον Στίμσον ότι αποφάσισε να μετακινήσει τη συνάντηση των Τριών Μεγάλων για τις 15 Ιουλίου. Ο Τσώρτσιλ κατέβαλε επίμονες προσπάθειες να πραγματοποιηθεί η διάσκεψη εντός του Ιουνίου, αλλά ο Τρούμαν αρνήθηκε. Αυτό είναι σχετικό τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ: «Θεωρώ ότι η 15η Ιουλίου, επαναλαμβάνω Ιουλίου ο μήνας μετά τον Ιούνιο, είναι πολύ αργά για τα επείγοντα ζητήματα που απαιτούν την προσοχή μας... προτείναμε την 15η Ιουνίου, επαναλαμβάνω Ιουνίου ο μήνας πριν από τον Ιούλιο, αλλά αν αυτό δεν είναι δυνατό γιατί όχι την 1η, 2η, ή 3η;» Τα επείγοντα ζητήματα που αναφέρει ο Τσώρτσιλ αφορούσαν την ταχεία επιδείνωση της κατάστασης στην Πολωνία και τα Βαλκάνια εξαιτίας του σοβιετικού επεκτατισμού.
Εύλογα υποθετεί κανείς ότι ο Τρούμαν ήθελε να έχει στα χέρια του τα αποτελέσματα της Δοκιμής Τρίνιτυ στο Αλαμογκόρντο, που θα γινόταν στις 16 Ιουλίου — «θα έχουμε περισσότερα χαρτιά στα χέρια μας αργότερα παρά τώρα», είχε πει. Δεν είναι παράλογο, επίσης, να υποθέσουμε ότι είχε αναπτυχθεί μια δυναμική προς τη χρήση της βόμβας από τους Τρούμαν και Μπερνς που αποσκοπούσε αφενός να τρομοκρατήσει τους Ιάπωνες και, αφετέρου, να περιορίσει τις αξιώσεις των σοβιετικών σε Ευρώπη και Άπω Ανατολή.
Όλα αυτά δείχνουν ότι, παρά τις επιμέρους προσπάθειες, δεν υπήρχε διάθεση στην αμερικανική διοίκηση να συζητηθεί μια συμβιβαστική συνθηκολόγηση. Η άνευ όρων συνθηκολόγηση, εξ ορισμού τιμωρητική, επεβλήθη σωστά στο ναζιστικό καθεστώς λόγω της φύσεως του, αλλά δεν θα έπρεπε να γίνει το ίδιο με το στρατοκρατικό της Ιαπωνίας.
ANAMΦΙΒΟΛΑ, οι Ιάπωνες δεν υστέρησαν σε θηριωδίες: Βιασμός της Νανκίνγκ (1937), βιολογικά και ιατρικά πειράματα της Μονάδας 731, βάναυση μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου. Ωστόσο, η ιαπωνική ηγεσία ενεπλάκη σε μια «κλασική» στρατοκρατική επέκταση, και θα αρκούσε η ήττα της και η επιβολή περιορισμών στην στρατοκρατική της ισχύ, δίχως να απαιτηθεί η πλήρης ανατροπή των θεσμών της, οι οποίοι ούτως ή άλλως ανήκαν στην αρμοδιότητα του λαού της. Ανεξαρτήτως από το αν η στρατοκρατική τύφλωση της ιαπωνικής ηγεσίας απαιτούσε τη μάχη μέχρις εσχάτων, ο μάταιος θάνατος στρατιωτών δεν συνάδει με τις αρχές ενός δίκαιου πολέμου.
Απεναντίας, ο ναζισμός αντιπροσώπευε το βαθύτερο σκότος, τον αντίποδα του πολιτισμού. Το χιτλερικό καθεστώς απειλούσε τις πιο ουσιαστικές πολιτικές και ηθικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου, και αυτή η απειλή αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό του: δεν μπορείς να διαπραγματευθείς με όποιον επιδιώκει να αφανίσει μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Η άνευ όρων συνθηκολόγηση και η κονιορτοποίηση του ναζισμού ήταν απολύτως δικαιολογημένες.
Υπήρξαν ισχυρές ενδείξεις ότι ένα τμήμα, συμπεριλαμβανομένου του αυτοκράτορα, έβλεπε θετικά και πάσχιζε για μια υπό όρους συνθηκολόγηση. Οι συζητήσεις ενδέχεται να κατέληγαν σε αδιέξοδο. Πάντως, μια δημοκρατική χώρα το «όφειλε» στον ιαπωνικό λαό, και σίγουρα δεν γνώριζε εκ των προτέρων αν θα αποτύγχαναν οι διαπραγματεύσεις. Με τα λόγια του Μάικλ Γουόλτσερ: «Η χρήση της ατομικής βόμβας, η δολοφονία και τρομοκράτηση πολιτών, δίχως μάλιστα να προσπαθήσεις ένα τέτοιο πειραματισμό [διαπραγματεύσεις] ήταν διπλό έγκλημα».
Πιστεύω πως και ο εμπρηστικός βομβαρδισμός των ιαπωνικών πόλεων που ξεκίνησε την Άνοιξη του 1945 και ο μετέπειτα βομβαρδισμός της Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου υπήρξαν πάρα πολύ μεγάλα κακά, και σωστά αντιμετωπίζονται ως τέτοια
― Τζων Ρωλς
4.
Όπως φάνηκε από τα προηγούμενα, προσυπογράφω την άποψη ενός από τους σημαντικότερους (πολιτικούς) φιλοσόφους του 20ου αιώνα, του Τζων Ρωλς: «Πιστεύω πως και ο εμπρηστικός βομβαρδισμός των ιαπωνικών πόλεων που ξεκίνησε την Άνοιξη του 1945 και ο μετέπειτα βομβαρδισμός της Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου υπήρξαν πάρα πολύ μεγάλα κακά, και σωστά αντιμετωπίζονται ως τέτοια». Επειδή στις μέρες μας εύκολα κάποιοι θα τις χαρακτήριζαν εκ του ασφαλούς μεγαλοστομίες ενός άκαπνου φιλοσόφου, σημειώνω ότι ο Ρωλς υπηρέτησε ως πεζικάριος στον Ειρηνικό το διάστημα 1943-46, τιμήθηκε με το Μπρούτζινο Αστέρι για τις ανδραγαθίες του, και ουδέποτε επικαλέστηκε τη στρατιωτική του θητεία σε οποιαδήποτε περίσταση.
Εν πάση περιπτώσει, η ατομική βόμβα χρησιμοποιήθηκε, και αυτό δεν αλλάζει. Αλλάζουν, όμως, οι απόψεις όσον αφορά τη χρήση της. Το 1945, 85% των Αμερικανών ενέκριναν τη χρήση των δύο ατομικών βομβών· το 1991, 63% τις θεωρούσε δικαιολογημένο μέσο για τον τερματισμό του πολέμου, ποσοστό που πέφτει στο 56% το 2015. Το επίσημο αφήγημα δείχνει να αντέχει ακόμα, αλλά ήδη το 1995, ένα 50% δήλωσε υπέρ μιας εναλλακτικής λύσης αντί της ρίψης της βόμβας, δίχως όμως να κατηγορεί τον Τρούμαν για την απόφασή του.
Πάντως, διανύθηκε πολύς δρόμος από την κατάθεση στο Κογκρέσο, ως μέλος επίσημης αποστολής στη Χιροσίμα, του νεαρού φυσικού του πανεπιστημίου Κορνέλ, Φίλιπ Μόρισον, η οποία τάραξε τα νερά. Η κατάθεσή του, που την αναπαρήγαγαν ευρέως ο έντυπος τύπος και το ραδιόφωνο, θεωρείται η πρώτη διατύπωση μιας διαφορετικής προσέγγισης στη ρίψη της ατομικής βόμβας. Ήταν Δεκέμβριος του 1945, και η προσπάθεια επιβολής του επίσημου αφηγήματος είχε ξεκινήσει προ πολλού.
Την ίδια μέρα με το Ναγκασάκι, ο ταγματάρχης Πωλ Λαϊνμπάργκερ κυκλοφόρησε ένα υπηρεσιακό σημείωμα, ύστερα από αίτημα των επικεφαλής του Τμήματος Πολέμου. Το σημείωμα τόνιζε ότι όλες οι ανακοινώσεις σχετικά με την ατομική βόμβα θα πρέπει «να επαναβεβαιώνουν... τις από μακρού ισχύουσες γραμμές εντοπισμού των αμερικανικών αέριων επιθέσεων ως έχουσες επαρκή στρατιωτικό χαρακτήρα, ώστε να δικαιολογείται επίθεση με τους κανόνες του πολιτισμένου πολέμου». Και όσον αφορά την ατομική βόμβα, ο Λαϊνμπάργκερ διευκρίνησε πως «αυτό καθίσταται ιδιαιτέρως αναγκαίο, εξαιτίας της ηθικής ευαισθησίας με την οποία σχετίζεται η χρήση του νέου όπλου». Κάποιος μπορεί να τα διαβάσει ως ενοχή για μια αποτρόπαια πράξη· άλλος ως κυνική προσπάθεια δικαιολογίας· και άλλος ως συνδυασμό τους, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην πραγματική ζωή.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.8.2023