Υπάρχουν ορισμένες κατοικίες στην Αθήνα, οι οποίες, αν και παραδομένες στη φθορά του χρόνου, συναπαρτίζουν ένα ανεκτίμητο κτιριακό απόθεμα που συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Πολυάριθμα σπουδαία δείγματα αρχιτεκτονικής της πόλης προσφέρουν ένα μοναδικό ταξίδι στην ιστορία. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η οικία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, η οποία ανεγέρθηκε τη δεκαετία του 1870. Στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, στην περιοχή των Εξαρχείων, εξακολουθεί να αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Γεωργίου Α’.
Αυτές τις μέρες το για χρόνια ερειπωμένο αρχοντικό αποκτά δειλά δειλά και πάλι ζωή, αφού έχουν ξεκινήσει ήδη οι διαδικασίες συντήρησης και αναπαλαίωσης. Για πολλές δεκαετίες αποτελούσε έναν σωρό από πέτρες με μια μισογκρεμισμένη σκεπή, ξεφτισμένους σοβάδες, διαλυμένα παράθυρα και κάποιες χαραμάδες που έκαναν εμφανή τα σημάδια από τις λεηλασίες, τις καταλήψεις και την πολυετή παραμέληση.
Το σπίτι στα Εξάρχεια ήταν ο χώρος όπου βίωσε πολλά από τα γεγονότα της πολυτάραχης ζωής του. Εκεί επέλεξε να αυτοκτονήσει με ένα από τα όπλα του πατέρα του τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου του 1944.
Όλο αυτό το διάστημα μια πράσινη λινάτσα σκεπάζει την πρόσοψη επί της οδού Οικονόμου, ενώ στο εσωτερικό του σπιτιού έχουν πλέον τοποθετηθεί σκαλωσιές προκειμένου να προχωρήσουν γοργά οι εργασίες αποκατάστασης, αναπαλαίωσης και αναστήλωσης. Τις αναστηλωτικές επεμβάσεις στο συγκεκριμένο ακίνητο έχουν αναλάβει ιδιώτες. Καθημερινά εκτελούνται εργασίες και γίνεται ακριβής και προσεκτική διαλογή υλικών, αφού το συγκεκριμένο κτίριο έχει ανακηρυχθεί από το 1984 διατηρητέο ιστορικό και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων από το υπουργείο Πολιτισμού.
Ο αντισυμβατικός ποιητής έζησε στο σπίτι αυτό για περισσότερο από σαράντα χρόνια κι έγραψε εκεί το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου. Μια θρυλική προσωπικότητα της λυρικής ποίησης του Μεσοπολέμου που ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τα πάθη και τις φοβίες, την ερωτική αγωνία και την αδιαμόρφωτη επιθυμία.
Γεννήθηκε τη νύχτα της 30ής προς 31η Οκτωβρίου του 1888 σε ένα σπίτι στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων, από την πλευρά της Ευριπίδου, στο κέντρο της Αθήνας. Γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, μαθηματικού και ανώτατου στρατιωτικού, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής τη διετία 1903-1905 και υπουργός Στρατιωτικών το 1909, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη, έζησε έναν θυελλώδη βίο. Από το 1942, οπότε είχε χάσει πλέον και δυο του γονείς, ο «καταραμένος» ποιητής έμεινε μόνος του στο διώροφο νεοκλασικό, χωρίς ποτέ να καταφέρει να αποκτήσει τη δυνατότητα να βιοποριστεί.
Καταγράφηκε ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής, εμφανώς επηρεασμένος βαθιά από τον Όσκαρ Ουάιλντ. Αντικομφορμιστής, ευαίσθητος και βαθιά διανοούμενος, τον χαρακτήριζαν οι προκλητικές και εκκεντρικές εμφανίσεις, οι τολμηροί στίχοι, οι νυχτερινές ηδονικές εξορμήσεις, ήταν εθισμένος στις ναρκωτικές ουσίες και δηλωμένος ομοφυλόφιλος, στάση που τα ήθη της εποχής δεν ευνοούσαν.
Μάλιστα, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός πολλές φορές πυροδοτούσε αντιδράσεις εναντίον των ιδεών και του τρόπου ζωής που είχε επιλέξει. Ο ίδιος, άλλωστε, θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως μια φυσιολογική, αν όχι ανώτερη, πιο εξελιγμένη μορφή σεξουαλικότητας.
Από το ημερολόγιό του διαβάζουμε: «Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμία στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ’ απεναντίας, αυτή την ιδιότητά μου τη θεώρησα πάντα όχι σαν αδυναμία αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη και ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος! Κ’ άλλοι ας νομίζουν ό,τι θέλουν!».
Ο Λαπαθιώτης σπούδασε νομικά, αν και δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία. Το σπίτι στα Εξάρχεια ήταν ο χώρος όπου βίωσε πολλά από τα γεγονότα της πολυτάραχης ζωής του.
Εκεί επέλεξε να αυτοκτονήσει με ένα από τα όπλα του πατέρα του τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου του 1944. Ζούσε σε απόλυτη ένδεια, εξαντλημένος από τις στερήσεις της Κατοχής, είχε ήδη πουλήσει τα έπιπλα του σπιτιού, το πιάνο αλλά και την τεράστια βιβλιοθήκη με τα σπάνια βιβλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τα έξοδα της κηδείας του χρειάστηκε να κάνουν έρανο οι φίλοι του.
Για τη συγκεκριμένη κατοικία έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου στο περιοδικό «Λέξη»: «Είναι σπίτι δίπατο, με ισόγειο από τη μεριά της οδού Οικονόμου. Είναι τεράστιο, έχει στέγη με αέτωμα και στην από πίσω μεριά κήπο. Στο τζαμικιάνι, όπου καταλήγει η σκάλα, σώζονται ακόμη μικρά χρωματιστά τζάμια που τόσο συνηθίζονταν τότε στα αρχοντικά. Η είσοδος είναι από την Κουντουριώτου, αλλά η πρόσοψη με το μπαλκόνι από την Οικονόμου. Τα πάντα ξεφτισμένα και ο σοβάς πεσμένος ολότελα και περίεργα. Εντούτοις, το σπίτι δεν μοιάζει για ετοιμόρροπο. Κάτω από τον σοβά υπήρχαν χοντροί τοίχοι φτιαγμένοι με μεγάλες πέτρες, που τώρα προβάλλουν».
Ο καθηγητής της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ και υπεύθυνος προγράμματος του Μεταπτυχιακού Τμήματος Αναστηλώσεων Μνημείων, Μάνος Μπίρης, συγγραφέας του βιβλίου «Αθηναϊκή αρχιτεκτονική», θυμάται ότι είχε επισκεφθεί τη συγκεκριμένη κατοικία στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Και σήμερα θα μου πει:
«Το διώροφο νεοκλασικό κτίριο με υπερυψωμένο υπόγειο κάτω από τον λόφο του Στρέφη αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα παραδοσιακού τύπου κατοικίας με επίσημη όψη επί του μετώπου της οδού, διαμορφωμένη σύμφωνα με τις αρχές του κλασικισμού. Η κλασική τριμερής διάρθρωση της πρόσοψης, με το αέτωμα και τον μεγάλο εξώστη με τα μαρμάρινα φουρούσια, και τα “τραβηχτά” διακοσμητικά στοιχεία επάνω από τα ανοίγματα συνδυάζονται με μια παραδοσιακότερη εσωτερική συγκρότηση με αυλή, εξωτερική κλίμακα και χαγιάτι. Χαίρομαι που το οίκημα αυτό αναπαλαιώνεται και αξίζει να σημειώσουμε ότι η καλύτερη λύση για τη διάσωσή του είναι να μετατραπεί και πάλι σε κατοικήσιμη οικία».
Η τελευταία φορά που στο σπίτι υπήρξε κινητικότητα ήταν κατά τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων «Καρδιά με κόκκαλα - Bίος και πολιτεία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη» που παρουσίαζε σε 100 λεπτά η ομάδα «Όχι παίζουμε» στην εγκαταλελειμμένη αυλή.
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σαχίνης, στη συζήτησή μας, επισημαίνει: «Ήταν το 2006 όταν αποφασίσαμε να δώσουμε στους θεατές τη δυνατότητα να ακούσουν τον λόγο του Λαπαθιώτη μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ένα άγνωστο αρχιτεκτονικό και ιστορικό μνημείο στο κέντρο της Αθήνας. Είχαμε πάρει την άδεια από τον ιδιοκτήτη του, κ. Παύλο Φωκά-Κοσμετάτο. Μάλιστα, δεν θα ξεχάσω ότι υπήρχε 24ωρη παρουσία εκεί, ενώ το ενδιαφέρον των πολιτών ήταν αμείωτο, με αποτέλεσμα εκείνη την περίοδο σε όποιο βιβλιοπωλείο και να πήγαινες να βλέπεις στα ράφια βιβλία σχετικά με το έργο και τη ζωή του.
Η παράσταση ήταν ένα οδοιπορικό στην τραγική μοίρα του “καταραμένου” λογοτέχνη. Δυο “πιόνια-ηθοποιοί”, ο Ναπολέων και ο Αννίβας (όνομα με το οποίο παραλίγο να βαφτιστεί ο ποιητής), έκαναν ένα αγώνα ανάβασης των 28 σκαλοπατιών της σκάλας στην όψη του σπιτιού, καθένα από τα οποία αντιστοιχούσε σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής του. Οι θεατές επηρέαζαν από την αυλή τη δράση, τραβώντας χαρτιά τράπουλας και στοιχηματίζοντας πάνω στους δύο ήρωες της παράστασης. Κάθε παράσταση ήταν διαφορετική, ανάλογα με τη ροή της τράπουλας. Η δράση κατέληγε στο εσωτερικό του σπιτιού, στον χώρο όπου ο Λαπαθιώτης αυτοπυροβολήθηκε».
Επιστρέφοντας στο παρελθόν, για το γεγονός αυτό είχε γράψει στο περιοδικό «Λέξη» ο Γιώργος Ιωάννου: «Ο ποιητής είχε αυτοκτονήσει στο πρώτο πάτωμα, μπαίνοντας. Οι φορατζήδες ήταν εκεί, καθώς και ο αρρενωπός φίλος του ποιητή. Ήταν ένα κρεβάτι μπαίνοντας δεξιά, το στρώμα χωρίς σεντόνι. Το στρώμα με λεκέδες, ίσως αίματα. Πίσω από την πόρτα πολλές κουρελιασμένες γραβάτες, κρεμασμένες. Στο βάθος απέναντι ένας μικρός νιπτήρας. Αριστερά μια πόρτα, απ’ όπου περνούσες σ’ έναν μεγάλο χώρο. Όμως όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία. Ήταν τόσο πολλά τα βιβλία, ώστε υπήρχαν και βιβλιοθήκες κάθετες προς το χώρο των δωματίων, σαν χωρίσματα στη μέση. Τα βιβλία ήταν εκλεκτά και ακριβά, σε γαλλική κυρίως γλώσσα. Μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, βαριές καλλιτεχνικές εκδόσεις. Και ήταν διαβασμένα βιβλία, χρησιμοποιημένα βιβλία – ζεστά. Γεμάτα σκόνη, βέβαια».
Να θυμίσουμε ότι μετά την αυτοκτονία του ποιητή το σπίτι είχε περάσει στα χέρια του Κ. Χριστοδούλου, φίλου του ποιητή∙ εκείνος τον είχε βρει νεκρό. Σήμερα κάποιοι από τους γείτονες γνωρίζουν την ιστορία αυτού του εμβληματικού σπιτιού. Ωστόσο η σκιά του αυτόχειρα ποιητή παραμένει. Ο ίδιος είχε γράψει για το σπίτι αυτό όταν η μητέρα του πέθανε:
Το σπίτι μου δεν έχει πια καρδιά·
το σπίτι μου με τυραννεί σαν ξένο·
το σπίτι μου μια πλάκα είναι βαριά,
που με πνίγει – και μόλις ανασαίνω.
Την ίδια μέρα που έφυγες Εσύ,
κι αυτό, με μιας, μου πήρε τη στοργή του:
Μητέρα, αν ήξερες πώς με μισεί,
γιατί μ’ άφησες μόνο στην οργή του;