ΛΑΥΡΙΟ, 1η ΜΑΙΟΥ 1940: τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα επιτάσσουν το εργοστάσιο και τα μεταλλεία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου. Οι εργαζόμενοι έχουν πλέον δύο επιλογές, να συνεχίσουν να εργάζονται με πενιχρούς μισθούς ή να πάρουν τον δρόμο για τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένας Ιταλός συνταγματάρχης, χημικός μηχανικός, συνοδευόμενος από επτά καραμπινιέρους, αναλαμβάνει να διοικήσει την εταιρεία.
Ο εικοσιοκτάχρονος αρχιμηχανικός Κωνσταντίνος Κονοφάγος σπεύδει να συναντηθεί με τον γενικό διευθυντή, Maurice Bremmer. Ο βελγικής καταγωγής μεταλλειολόγος μηχανικός συναινεί στην τολμηρή του πρόταση να μη δηλώσει στους Ιταλούς την ύπαρξη αργύρου στους σωρούς τριπλού κράματος αργύρου-μολύβδου-ψευδαργύρου, που η εταιρεία έστελνε κατ’ αποκλειστικότητα στη Γαλλία, καθώς στην Ελλάδα παρείχε μόνο μόλυβδο και τα υποπροϊόντα του. Καλύπτουν, στη συνέχεια, με σκουριά τους σωρούς και κατά τη διάρκεια της καταγραφής που διενεργούν οι κατακτητές πείθονται ότι πρόκειται για υλικό χωρίς καμιά αξία.
Τους επόμενους μήνες οι Έλληνες φτωχοποιούνται ταχύτατα και ενάμιση χρόνο μετά ο σκληρός χειμώνας του ’41-’42 θα συνοδευτεί από τον μεγάλο λιμό που θα χτυπήσει αμείλικτα το Λαύριο, το οποίο θα χάσει από ασιτία τουλάχιστον το 15% των κατοίκων του.
Λιγνίτης, θαλασσινό αλάτι και σόδα ήταν ό,τι υπήρχε διαθέσιμο και ο νεαρός μεταλλουργός μηχανικός προσπαθεί να πετύχει τον στόχο του με χημικό τρόπο. Για τεσσερισήμισι μήνες πειραματίζεται αδιάκοπα, έχοντας δίπλα του τέσσερις εργάτες που εμπιστεύεται – δύο από αυτούς θα ξεψυχήσουν από την πείνα πριν η προσπάθεια στεφθεί με επιτυχία.
Ο Κονοφάγος αναζητά σωτηρία στο κρυμμένο ασήμι: πρέπει να βρει τρόπο να παραγάγει καθαρό άργυρο, εγχείρημα που, εκτός από εξαιρετικά επικίνδυνο κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, έμοιαζε και ανέφικτο, καθώς λόγω του πολέμου και της έλλειψης ενέργειας δεν υπήρχε η δυνατότητα απόσταξης με τον κλασικό τρόπο, τις υψηλές θερμοκρασίες.
Λιγνίτης, θαλασσινό αλάτι και σόδα ήταν ό,τι υπήρχε διαθέσιμο και ο νεαρός μεταλλουργός μηχανικός προσπαθεί να πετύχει τον στόχο του με χημικό τρόπο. Για τεσσερισήμισι μήνες πειραματίζεται αδιάκοπα, έχοντας δίπλα του τέσσερις εργάτες που εμπιστεύεται – δύο από αυτούς θα ξεψυχήσουν από την πείνα πριν η προσπάθεια στεφθεί με επιτυχία.
Αρχές Απρίλη του 1942 θα καταφέρει να καθαρίσει το τριπλό κράμα από τον ψευδάργυρο και χρησιμοποιώντας τον ασημόφουρνο της εταιρείας επιτυγχάνει −για πρώτη φορά στο Λαύριο μετά την αρχαιότητα− την παραγωγή αργύρου καθαρότητας 98,4%, η οποία είναι επαρκής ώστε να είναι εμπορεύσιμος.
Οι εργασίες της μικρής ομάδας γίνονται νύχτα, με απόλυτη μυστικότητα, και στη συνέχεια ο ίδιος ο Maurice Bremmer −μέλος της γαλλικής Αντίστασης, όπως αποδείχθηκε μετά το τέλος του πολέμου− μεταφέρει τα χωρίς ενδείξεις μικρά πλακίδια στην ελβετική πρεσβεία, όπου είχε την έδρα του ο Ερυθρός Σταυρός. Δέκα λίρες το κιλό θα πουληθεί σε μαυραγορίτη κοσμηματοπώλη η παραγωγή της χρονιάς (611 κιλά), εξασφαλίζοντας, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, την προμήθεια του εργοστασίου με τρόφιμα.
Τα πρώτα συσσίτια, που οργανώθηκαν τον Απρίλη του 1942, αφορούσαν τους εργαζόμενους της εταιρείας, για να επεκταθούν σύντομα στους πρώην εργαζόμενους αλλά και στους κατοίκους του Λαυρίου, μια εξέλιξη που αποτυπώνεται στη ραγδαία μείωση των θανάτων από έλλειψη τροφής στην περιοχή.
Μετά τον πόλεμο, και αφού το 1946 θα διατελέσει για λίγους μήνες δήμαρχος Λαυρίου, ο Κονοφάγος ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα. Σήμερα θεωρείται θεμελιωτής της μεταλλουργίας στην Ελλάδα, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η μέθοδος παραγωγής αργύρου που επινόησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνέχισε να εφαρμόζεται μέχρι και το κλείσιμο των μεταλλείων στο Λαύριο, το 1977.
Τον Σεπτέμβριο του 1973 ορίζεται −έχοντας προηγουμένως πάρει σε μυστική ψηφοφορία τις 24 από τις 26 ψήφους των παρόντων καθηγητών− πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και σε αυτήν τη θέση θα τον βρει η εξέγερση της 17ης Νοέμβρη. Η υπεράσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου και η άρνησή του να επιτρέψει την είσοδο των οργάνων της δικτατορίας στο ΕΜΠ θα οδηγήσουν στη σύλληψη και την κράτησή του για τρεις μέρες στην ΕΣΑ, απ’ όπου θα αφεθεί ελεύθερος ύστερα από διεθνείς αντιδράσεις.
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τού προτείνει μια θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, εκείνος όμως επιλέγει να κατέβει υποψήφιος στην εκλογική περιφέρεια της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Πρέβεζας. Στις 17 Νοεμβρίου 1974 θα εκλεγεί πρώτος βουλευτής με 14.349 ψήφους και για τρία χρόνια θα υπηρετήσει ως υπουργός Βιομηχανίας. Θα ιδρύσει τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ) και τον Ελληνικό Οργανισμό Τυποποίησης (ΕΛΟΤ), δεν θα καταφέρει ωστόσο να επανεκλεγεί.
Ο Κωνσταντίνος Κονοφάγος −που υπήρξε και ποιητής με το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Λότρης− θα πεθάνει στις 16 Ιουλίου 1989 και, σύμφωνα με την επιθυμία του, θα ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου στο Θορικό της Λαυρεωτικής, εκεί που το 1942 είχε ταφεί ο πρώτος από τους έμπιστούς του εργάτες, που πέθανε ενόσω κυνηγούσαν −μάλλον− μια χίμαιρα, παλεύοντας με τον χρόνο, τον φόβο και την πείνα.
Τον τάφο του πρώην πρύτανη φιλοτέχνησε ο γλύπτης και καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Γεώργιος Καρακαλλάς, χρησιμοποιώντας χοντρή σκουριά της δεκαετίας του 1940, προερχόμενη από την Καμινεία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου. Στο Λαύριο έχει ανεγερθεί από τους κατοίκους της περιοχής ο ανδριάντας του, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης.