Ελάχιστοι άνθρωποι της εποχής της είχαν τόσο στενή επαφή με έναν από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της ιστορίας όσο η Μπρουνχίλντε Πόμζελ. Ήταν στενοδακτυλογράφος και γραμματέας στην υπηρεσία του Γιόζεφ Γκέμπελς στο Υπουργείο Προπαγάνδας. Λίγο καιρό αφότου ανέλαβε την εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ, η Πόμζελ έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικου Κόμματος ώστε να διασφαλίσει μια θέση εργασίας στη Ραδιοφωνία του Ράιχ. Το 1942 πήρε μετάθεση στο Υπουργείο Λαϊκού Διαφωτισμού και Προπαγάνδας και έως την κατάληψη του Βερολίνου το 1945 παρέμεινε στον προθάλαμο του γραφείου του υπουργού Προπαγάνδας και ανάμεσα στην ηγετική ελίτ του εθνικοσοσιαλισμού. Ακόμα και τις τελευταίες μέρες του πολέμου, όταν πλέον τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονταν στους δρόμους του Βερολίνου, δακτυλογραφούσε επίσημα έγγραφα στο μπούνκερ και έραψε τη σημαία της επίσημης συνθηκολόγησης της πόλης, αντί να εκμεταλλευτεί κάποια ευκαιρία να διαφύγει. Πάνω από εβδομήντα χρόνια η Πόμζελ τηρούσε σιγήν ιχθύος.
Λίγο πριν από τη βέβαιη πτώση η Μπρουνχίλντε Πόμζελ παίρνει μια μοιραία απόφαση, η οποία την υποχρεώνει να παράμείνει τις τελευταίες μέρες με τους τελευταίους πιστούς του καθεστώτος στο αντιαεροπορικό καταφύγιο του Υπουργείου Προπαγάνδας δίπλα στο μπούνκερ του Χίτλερ. Από τα εναπομείναντα μέλη της ακολουθίας των ναζί μαθαίνει σποραδικά τι διαδραματίζεται στο μπούνκερ. Ανάμεσά τους ήταν ο Χανς Φρίτσε και ο υπασπιστής του Γκέμπελς, ο Γκίντερ Σβέγκερμαν, ο οποίος στο τέλος έκαψε τα πτώματα της Μάγκντα και του Γιόζεφ Γκέμπελς. Αφότου ο Γκέμπελς αρνήθηκε τη συνθηκολόγηση, ο Χανς Φρίτσε, ένας από τους ανώτερους υπαλλήλους του Υπουργείου του Γκέμπελς και γνωστός σχολιαστής του ραδιόφωνου, αποφασίζει να πάρει την πρωτοβουλία και να κάνει πρόταση συνθηκολόγησης. Προτού ο Φρίτσε με δύο υφισταμένους του περάσει στη σοβιετική πλευρά, η Μπρουνχίλντε Πόμζελ ράβει τη λευκή σημαία της συνθηκολόγησης. Ύστερα από σύντομες διαπραγματεύσεις, ο Φρίτσε ανακοινώνει εκ μέρους της γερμανικής κυβέρνησης ότι η σοβιετική πλευρά έχει αποδεχτεί τη συνθηκολόγηση. Το βράδυ της 1ης Μαΐου 1945 ο στρατηγός Βάιντλινγκ, επικεφαλής στη μάχη του Βερολίνου, ζητάει από τους άντρες του να σταματήσουν τις εχθροπραξίες.
Θυμάμαι ακόμη το αντιαεροπορικό καταφύγιο στο Υπουργείο Προπαγάνδας. Και ο δόκτωρ Νάουμαν ήταν απέναντι με τον Φύρερ στο μπούνκερ. Κατά κάποιον τρόπο έχω μια αμυδρή ανάμνηση ότι σε ένα σημείο υπήρχε μια σιδερένια πλάκα ή κάτι τέτοιο. Ήταν προς τα τέλη του πολέμου. Όταν τα αεροπλάνα πετούσαν πλέον μέρα πάνω από την πόλη. Έγινε μια πρωινή επίθεση. Όχι μεγάλη, αλλά τα αεροπλάνα πετούσαν με τέτοιο τρόπο που τα έβλεπες. Και ήταν εχθρικά αεροπλάνα. Ο δόκτωρ Νάουμαν καθόταν σε ένα γραφείο, μου υπαγόρευε και εγώ έγραφα, αλλά δεν μπορούσα να συνεχίσω, τόσο τρομοκρατημένη ήμουν.
Ύστερα ο Σβέγκερμαν ξανάρθε και μας είπε: «Αυτοκτόνησε ο Γκέμπελς. Και η γυναίκα του». «Μάλιστα. Και τα παιδιά;» «Και τα παιδιά!» Είχαν μείνει όλοι άφωνοι.
Εκείνος έσκασε στα γέλια. «Για όνομα του θεού, αν είναι να κινδυνεύσουμε θα σας το πω!» έκανε. Τελικά, σηκώθηκε ήρεμα από τη θέση του και είπε: «Ελάτε μαζί μου». Περάσαμε μαζί από εκείνο το σημείο και πήγαμε σε μια πόρτα. Νομίζω ότι τα αεροπλάνα δεν φαίνονταν πια στον ουρανό. Νομίζω όπ είχαν φύγει. Ξαφνικά είδα μια σκάλα που οδηγούσε κάτω. Όμως ύστερα με άφησε κι έφυγε, με παρέδωσε σε έναν άντρα των SS και εκείνος με πήγε πίσω στο Υπουργείο. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό. Έμαθα υΓ αυτό αργότερα, όταν ξαναβρέθηκα ανάμεσα σε κόσμο. Κάτω από τη Βίλχελμ Πλατς υπήρχε μπούν- κερ του Φύρερ. Δεν το είχα ξανακούσει.
ΘΥΜΑΜΑΙ πολύ καλά ότι στον πόλεμο με έπιανε απίστευτος τρόμος όταν κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών μερικές γυναίκες, κυρίως διάφορες υστερικές, άρχιζαν να λένε: «Αχ, μακάρι να μας πετύχει επιτέλους κι εμάς μια βόμβα και να τελειώσουν όλα!». Όταν τις άκουγα, θα μπορούσα κάλλιστα να αρχίσω να ουρλιάζω: «Όχι, όχι, πρέπει να ζήσουμε! θέλω να ζάσω! Δεν θέλω να πάω από βόμβα!». Είχα απίστευτη θέληση για ζωή. Δεν ήθελα να πεθάνω στον πόλεμο.
Προς το τέλος του πολέμου καθόμασταν σε εκείνο το σκατοϋπόγειο του Υπουργείου Προπαγάνδας και πιστεύαμε ακόμη τις ανοησίες για τη Στρατιά Βενκ, που υποτίθεται ότι θα κινούνταν πίσω από τα νώτα των Ρώσων που προέλαυναν και θα επιτίθετο στους Ρώσους, κι αυτή θα ήταν η αποφασιστική κίνηση με την οποία θα κερδίζαμε τον πόλεμο. Όταν κατεβήκαμε στο υπόγειο τον Απρίλιο, μια μέρα μετά τα γενέθλια του Χίτλερ, το πίστευα ακόμη. Δεν το συζητούσαμε πια, αλλά τα πιστεύαμε όλα αυτά και νιώθαμε σιγουριά. Και μαθαίναμε κάποια πράγματα σχετικά με το τι συνέβαινε στο μπούνκερ του Φύρερ. Όλο και κάποιος εμφανιζόταν και μας ενημέρωνε. Μια φορά ήρθε ο κύριος Νάουμαν, το θυμάμαι πολύ καλά. Ήρθε να δει αν είχαμε να φάμε, θυμάμαι ότι εκείνες τις μέρες έτρωγα συνέχεια σπαράγγια. Ωμά, κατευθείαν από την κονσέρβα. Επίσης, έρχονταν κάποιοι που έχω ξεχάσει πια τα όνοματά τους. Αλλά εμφανίστηκε κι ο υπασπιστής του Γκέμπελς, ο κύριος Σβέγκερμαν -ωραίος άνθρωπος, ευγενέστατος-, που μας είπε κάποια πράγματα για να μας ενημερώσει.
Μας είπε ότι ο Γκέμπελς είχε φέρει την οικογένειά του στο μπούνκερ. Και τα παιδιά; Ναι, και τα παιδιά, όλη η οικογένεια είχε μεταφερθεί στο μπούνκερ. Τελικά μας φάνηκε λογικό, αφού ήταν πολύ επικίνδυνο να μένουν στο όμορφο διαμέρισμα κοντά στην Πύλη του Βραδεμβούργου. Και στο μεταξύ οι Ρώσοι δεν έριχναν μόνο από τον ουρανό, αλλά και με πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων. ΓΓ αυτό ο Γκέμπελς είχε κατεβάσει την οικογένειά του στο μπούνκερ.
Τις πρώτες μέρες στο μπούνκερ λειτουργούσε ακόμη ένα τηλέφωνο, θυμάμαι ότι κάποια στιγμή τηλεφωνήσαμε στο Αμβούργο. Και πιάναμε ακόμη γραμμή στο Βερολίνο. Στη συνέχεια τα πάντα ήταν νεκρά! Τώρα απλώς καθόμασταν και κοιτούσαμε αν υπήρχε τίποτε άλλο σε κάποιο υπόγειο. Είχαμε αρκετό κρασί, αλλά έπρεπε να τρώμε και κάτι. Βρήκαμε κονσέρβες και τις καταναλώσαμε όλες. Δεν μπορούσαμε να βγούμε για να φέρουμε πράγματα, δεν μπορούσαμε καν να βγάλουμε το κεφάλι μας έξω από το υπόγειο.
Έπειτα μας έφεραν στο υπόγειο τραυματίες από τους δρόμους, ανθρώπους που είχαν χτυπηθεί από τους Ρώσους σε οδομαχίες. Ήμασταν απλώς μια μικρή ομάδα που περιμέναμε. Γιατί σιγά σιγά αντιλαμβανόμασταν ότι η εντύπωση που είχαμε πως η Στρατιά Βενκ θα μας απελευθέρωνε δεν ήταν και τόσο σωστή.
Υπήρχαν δύο μεγάλοι χώροι και σε ένα τμήμα του καθενός είχαν στηθεί ράντζα. Κοιμόμασταν τέσσερις ώρες και μετά έπρεπε να σηκωθούμε για να ξαπλώσει κάποιος άλλος. Αυτό τράβηξε σίγουρα μια εβδομάδα.
Και ξαφνικά καταλάβαμε τι συνέβαινε, όταν εμφανίστηκαν τραυματιοφορείς και έφεραν ξανά τραυματίες. Τώρα είχαμε πιο πολύ θόρυβο και φασαρία. Κλείναμε τις πόρτες, κλειστήκαμε στο καβούκι μας. Τι άλλο να κάναμε.
Αχ, θεέ μου... Φυτοζωούσαμε. Ξέραμε ότι τώρα κάτι θα συνέβαινε. Πότε πότε ερχόταν κάποιος από το μπούνκερ απέναντι. Γιατί εκεί ήταν ο Νάουμαν, και στρατιώτες των SS. Μας πληροφορούσαν τι συνέβαινε στο μπούνκερ.
Βρισκόμουν λοιπόν σε εκείνο το υπόγειο, όταν μια μέρα ήρθε ο Σβέγκερμαν και μας είπε: «Ο Χίτλερ αυτοκτόνησε».
Πρώτη φορά νιώσαμε γυμνοί, ανήμποροι. Κανείς δεν μιλούσε, ο καθένας σκεφτόταν από τη δική του σκοπιά.Ύστερα ο Σβέγκερμαν εξαφανίστηκε. Ήθελε απλώς να μας ενημερώσει, γιατί ήξερε ότι δεν είχαμε ιδέα τι συνέβαινε στο μπούνκερ. Ήταν το πρώτο πράγμα που μάθαμε. Κι όλοι ξέραμε τι σήμαινε. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και τον είχαμε χάσει. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ήταν σαφές.
Δεν θυμάμαι πια πώς βίωσε την κατάσταση ο καθένας μας ξεχωριστά. Νομίζω... θυμάμαι αμυδρά ότι πέρασε μία μέρα και μία νύχτα, πάντως πολλές ώρες, τουλάχιστον μία μέρα και μία νύχτα.Ύστερα ο Σβέγκερμαν ξανάρθε και μας είπε: «Αυτοκτόνησε ο Γκέμπελς. Και η γυναίκα του». «Μάλιστα. Και τα παιδιά;» «Και τα παιδιά!» Είχαν μείνει όλοι άφωνοι.
Αχ, θεέ μου, ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα. Η έγνοια μας ήταν να μην ξεμείνουμε από αλκοόλ. Το χρειαζόμασταν επειγόντως. Ίσως όχι όλοι, πάντως γενικά του δώσαμε και κατάλαβε. Έπρεπε να ναρκωθούμε. Δεν είχαμε πια δουλειά. Όσο για τη διάθεση, σίγουρα νιώθαμε φόβο, αλλά είχαμε σαφώς και μια αίσθηση πως ό,τι και να κάναμε δεν θα άλλαζε τίποτα. Ήταν κατά κάποιον τρόπο μια αίσθηση αδιαφορίας. Είχε φτάσει η ώρα. Για τι πράγμα ακριβώς κανείς δεν ήξερε. Τα πάντα είχαν τελειώσει. Ούτε μία φορά δεν σκέφτηκα τώρα θα σε πυροβολήσουν ή τώρα θα σε βιάσουν οι Ρώσοι. Ήταν όλα τόσο ασήμαντα. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθα σαν να είχαν νεκρωθεί τα πάντα μέσα μου. Φόβο είχα νιώσει επανειλημμένως στη ζωή μου. Όμως τώρα είχα παγώσει, είχα μουδιάσει, θα έλεγα ότι όλα τα αισθήματα είχαν εξαφανιστεί. Ούτε ο φόβος δεν είχε θέση μέσα μου. Μόνο μία αίσθηση - ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Αυτό ήταν. Τέρμα. Τέλειωσαν όλα.
____________
BRUNHILDE POMSEL - THORE D. HANSEN
Δεν θέλαμε να ξέρουμε. Η γραμματέας του Γκέμπελς αποκαλύπτει
μτφρ.: Λένια Μαζαράκη
εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 261
σχόλια