Ο περιπατητής της Πανεπιστημίου ή ο βιαστικός περαστικός σπανίως αναρωτιέται τι μπορεί να υπάρχει κάτω από το εμβληματικό κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος. Σπανίως, επίσης, μπορεί να φανταστεί τον τρόπο με τον οποίον είχε αρθρωθεί η πόλη της Αθήνας εντός και εκτός των τειχών της, που μόνο τα εμφανή σε σημεία της απομεινάρια λειτουργούν ως υπενθύμιση μιας καθημερινότητας που παραμένει αιωνίως γοητευτική και μυστηριώδης.
Μεγάλη μερίδα των Αθηναίων αγνοεί ότι το κεντρικό, ιστορικό κτίριο της οδού Πανεπιστημίου 21 στο πολύβουο κέντρο της Αθήνας, που εγκαινιάστηκε στις 4 Απριλίου 1938, θεμελιώθηκε εκεί όπου ξεκινούσε η πορεία των κατοίκων της πόλης προς το επέκεινα και πως στα σπλάχνα του εντοπίστηκαν το 1932 τάφοι του βορειοανατολικού νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας, που βρισκόταν εκτός των τειχών του άστεως.
Σε μια έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «Εκ Θεμελίων», η συγγραφέας και δρ. Αρχαιολογίας Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου εξετάζει αφενός το αρχαιολογικό παρελθόν του οικοδομικού τετραγώνου που καταλαμβάνει η Τράπεζα, όπως αποτυπώνεται σε 43 αρχαία αντικείμενα που βρέθηκαν κατά την εκσκαφή των θεμελίων του κεντρικού κτιρίου της, αφετέρου το χωροταξικό περιβάλλον του, αξιοποιώντας αρχαιολογικές δημοσιεύσεις, παλαιούς χάρτες των Αθηνών, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, πίνακες ζωγραφικής και φωτογραφικά πανοράματα, και σε 400 σελίδες μάς παρουσιάζει μια περισπούδαστη μελέτη μέσα στην οποία ισορροπούν οι ιστορίες του αρχαίου και του σύγχρονου κόσμου και φανερώνεται το πλούσιο αρχαιολογικά υπέδαφος της Αθήνας και η ιστορία της γοργής ανάπτυξής της.
Ο πόνος της απώλειας του προσφιλούς προσώπου, η ελπίδα της μετά θάνατον ζωής και η λαχτάρα για αιώνια μνήμη αποτυπώνονται σε επιτύμβια σήματα και πλούσιες προσφορές αλλά και σε ταπεινούς τάφους που με μεγάλη φροντίδα οι οικείοι φροντίζουν, υπακούοντας σε ηθικούς κανόνες, αλλά και φοβούμενοι τη Νέμεση, αφού η μη πλήρωση των ταφικών υποχρεώσεων αποτελούσε ύβρη.
Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη αρχαίων τάφων και στην εύρεση κεραμικής στο οικόπεδο της Τράπεζας έγινε το 1938, στον επετειακό τόμο για τα εγκαίνια του κεντρικού καταστήματος, όταν ο τμηματάρχης της τράπεζας και πρώτος σχεδιαστής τραπεζογραμματίων Μιχαήλ Αξελός έδειξε το πρώτο αγγείο που βρέθηκε στον διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Γεώργιο Οικονόμο. Η Τράπεζα ζήτησε την άδεια συγκρότησης μικρής συλλογής και τα 43 ανευρεθέντα αρχαία αντικείμενα βρήκαν τη θέση τους «εις ειδικήν προς τούτον προθήκην» στα γραφεία της διοίκησης.
Τα ευρήματα είναι τυχαία και δεν αποτελούν προϊόντα αρχαιολογικής ανασκαφής. Εκτός από τον τόπο και τον χρόνο εύρεσής τους, δεν είναι γνωστά άλλα, σημαντικά για την έρευνα στοιχεία, όπως ο αριθμός και ο τύπος των τάφων, η στρωματογραφία και γενικώς τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα που θα επέτρεπαν τη διάκριση των ταφικών συνόλων ή θα πρόσφεραν πληροφορίες για την οργάνωση της νεκρόπολης, που διαμορφώθηκε κατά τη γεωμετρική και κλασική εποχή στη βορειοανατολική πλευρά της πόλης, και την αδιάλειπτη λειτουργία της επί δώδεκα αιώνες.
Αυτή η λειτουργία διακόπτεται τον έκτο μ.Χ. αιώνα και η περιοχή θα δεχτεί την επέμβαση των ανθρώπων με την ίδρυση ναϊκών οικοδομημάτων μεταξύ του δέκατου και δωδέκατου αιώνα, όχι όμως και οικιστική διάθεση έως τον δέκατο ένατο αιώνα, όπως διαπιστώνεται από τις εικονογραφήσεις και χαρτογραφήσεις της πόλης που κατέλιπαν οι περιηγητές ήδη από τον δέκατο έβδομο αιώνα και μας δείχνουν ότι η περιοχή ήταν χέρσοι αγροί. Ο χώρος αποτυπώθηκε ως «τετράγωνο 15» για πρώτη φορά το 1836, δύο χρόνια αφότου η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Έκτοτε ξεκινά όχι μόνο η σύνδεσή του με τον αστικό ιστό αλλά και η ραγδαία πολεοδομική του εξέλιξη.
Στα κτερίσματα που διασώθηκαν κατά τις εκσκαφές των θεμελίων του κεντρικού καταστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος σε αρχαίους τάφους μεταξύ της λεωφόρου Πανεπιστημίου, Ομήρου και Εδουάρδου Λω, κεντρική θέση κατέχει μια εξαίσια δημιουργία του αθηναϊκού εργαστηρίου του ένατου αιώνα, ένας γεωμετρικός αμφορέας στον οποίο φυλασσόταν η τέφρα κάποιας γυναίκας της ελίτ κοινωνίας των Αθηνών.
Τα υπόλοιπα προϊόντα της επιχώριας ή, σπανιότερα, εισηγμένης κεραμικής χρονολογούνται από τον πέμπτο αιώνα π.Χ. έως τον πρώτο-δεύτερο αιώνα μ.Χ. και πρόκειται για κτερίσματα ή αντικείμενα συνδεόμενα με τις ταφικές τελετουργίες που επιτρέπουν να γίνει αντιληπτή η υψηλή αισθητική των Αθηναίων της εποχής: λήκυθοι διακοσμημένες με ανθέμια, με θαλλό κισσού, με έφιππες αμαζόνες, με σκηνές γυναικωνίτη και προετοιμασίας για τη επίσκεψη στον τάφο. Η συγγραφέας του τόμου αναγνώρισε τον Ζωγράφο της Μέγαιρας, τον Ζωγράφο του Αχιλλέως και τον Ζωγράφο του Beth Pelet. Όμως, δίπλα σε έργα όπως ο κρατήρας του Ζωγράφου των Αθηνών, στον οποίον εκτυλίσσονται σκηνές του γάμου του Διονύσου, υπάρχουν και τα ταπεινά κτερίσματα, αληθινά κομψοτεχνήματα, έργα πολύτιμα γι' αυτούς που έφυγαν από τη ζωή και τους συνόδευαν στο χωρίς επιστροφή, τελευταίο ταξίδι τους.
Οι συνήθειες και οι πρακτικές για τη φροντίδα του νεκρού αποτελούν ένα μέρος του εθιμικού δικαίου που περνά από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά για χιλιάδες χρόνια. Ο πόνος της απώλειας του προσφιλούς προσώπου, η ελπίδα της μετά θάνατον ζωής και η λαχτάρα για αιώνια μνήμη αποτυπώνονται σε επιτύμβια σήματα και πλούσιες προσφορές αλλά και σε ταπεινούς τάφους που με μεγάλη φροντίδα οι οικείοι φροντίζουν, υπακούοντας σε ηθικούς κανόνες, αλλά και φοβούμενοι τη Νέμεση, αφού η μη πλήρωση των ταφικών υποχρεώσεων αποτελούσε ύβρη. Ο νεκρός συνοδευόταν από κτερίσματα: όπλα, κοσμήματα και νομίσματα, τρόφιμα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αγγεία και παιχνίδια, ομοιώματα επίπλων και ειδώλια προστατευτικού χαρακτήρα και πλήθος φθαρτών προσφορών που δεν σώζονται.
Το αρχαιότερο αγγείο που βρέθηκε κατά τη θεμελίωση του κτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ο γεωμετρικός αμφορέας, προϊόν αθηναϊκού εργαστηρίου του ένατου π.Χ. αιώνα, χρησιμοποιούνταν στα αθηναϊκά νεκροταφεία, αποκλειστικά ως τεφροδόχος γυναικείων ταφών και η καλλιτεχνική και κατασκευαστική του ποιότητα μάς δείχνει ότι απευθυνόταν σε εύπορες Αθηναίες.
Από τα υπόλοιπα αντικείμενα της συλλογής, που τα περισσότερα ανήκουν στους κλασικούς χρόνους, ξεχωρίζουν είκοσι ένα μυροδόχα αγγεία, κατασκευασμένα ειδικά για τη φύλαξη των πολύτιμων ελαίων που σχετίζονταν με τις ταφικές τελετουργίες.
Οι λήκυθοι κατά τον πέμπτο π.Χ. αιώνα αποτελούν το συχνότερο εύρημα στα ταφικά σύνολα των νεκροταφείων της Αττικής αλλά και όλων των περιοχών του ελλαδικού χώρου. Εννέα λήκυθοι που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Τράπεζας προέρχονται από το παραγωγικό εργαστήριο του Ζωγράφου της Μέγαιρας, που έκανε εξαγωγές σε κάθε άκρη του τότε γνωστού ελληνικού κόσμου, ενώ ήταν ένας από τους τελευταίους που χρησιμοποίησαν τη μελανόμορφη τεχνική για να αποδώσει τα γραμμικά και τα φυτικά του μοτίβα, ανθέμια και κλαδιά καρποφόρων δέντρων, αλλά και μάχες με πρωταγωνίστριες τις Αμαζόνες.
Σε άλλες δύο ληκύθους απεικονίζεται η θεά Νίκη, αγαπητό θέμα της αττικής αγγειογραφίας, και μια δημοφιλής σκηνή γυναικωνίτη. Οι λευκές λήκυθοι είναι από τα πιο εκλεπτυσμένα αγγεία που κατασκευάστηκαν ποτέ στον αττικό Κεραμεικό. Η υψηλής ποιότητας τέχνη αποτελεί απόηχο της μεγάλης ζωγραφικής, τέχνης χαμένης για εμάς σήμερα. Η «υβριδική» λευκή λήκυθος της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί έργο του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Αχιλλέως, του σημαντικότερου ζωγράφου που εργάστηκε με αυτή την τεχνική. Ένα ακόμα σημαντικό αντικείμενο είναι ο εντυπωσιακός ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας, αγγείο συμποσίου, με τον νεαρό κισσοστεφανωμένο θεό Διόνυσο να νυμφεύεται την κόρη το βασιλιά Μίνωα, Αριάδνη. Ο φτερωτός θεός Έρωτας ανάμεσά τους κρατά τη γαμήλια προσφορά, το αλάβαστρο.
Τη συλλογή συμπληρώνουν κομψές πυξίδες, μέσα στις οποίες οι Αθηναίες φύλασσαν ψιμύθια και κοσμήματα, λύχνοι, απαραίτητοι για τη συνοδεία των νεκρών μέσα στους αιώνια σκοτεινούς τάφους, ένα πήλινο ειδώλιο γυναικείας μορφής και μια κεφαλή ειδωλίου νεαρού αγοριού, ίχνη που μας κληροδοτούν πολύτιμες μαρτυρίες για την αδιάλειπτη και εις το διηνεκές σχέση μας με την ιστορία, τα ήθη, τη ζωή, τη δημιουργία και τον θάνατο.
σχόλια