ΓΝΩΣΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑ και για τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει με σεβασμό τόσο τις πρωτογενείς και τις δευτερεύουσες πηγές όσο και τις μυθολογικές αναφορές, η καθηγήτρια και γνωστή μεταφράστρια περίοπτων αρχαίων κειμένων, Ντανιέλ Ζουανά, μας προσφέρει μια εμπεριστατωμένη μελέτη για τους Έλληνες στον κάτω κόσμο ‒ Από τον Όμηρο στον Επίκουρο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας σε φροντισμένη μετάφραση από τον Χαράλαμπο Μαγουλά και επιστημονική-φιλολογική επιμέλεια του Σωτήρη Μετεβελή.
Πρόκειται για ένα απολαυστικό στην ανάγνωσή του έργο με εμβριθή αξιοποίηση κάθε είδους κειμενικής αναφοράς από την αρχαία αλλά και την ύστερη γραμματεία, καθώς και των υλικών κατάλοιπων που έχει στη διάθεσή της η ερευνήτρια και συγγραφέας, ώστε να καταθέσει μια πλήρη εικόνα για το τι ακριβώς θεωρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ότι συμβαίνει στη μετά θάνατον ζωή, τι πίστευαν για τον κόσμο των νεκρών και ποια ήταν η θέση τους για την ανθρώπινη ψυχή, τη μετεμψύχωση και άλλου είδους δοξασίες.
Αν στον Όμηρο η αθανασία ταυτιζόταν με την αριστεία και τη γενναιότητα, στον Πλάτωνα, στον οποίο η Ζουανά αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, αφορά το καλό, που παραπέμπει στην ευδαιμονία και την αρετή.
Το μεγάλο ερώτημα για το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο φαίνεται να απασχολεί πολύ πρώιμα τους Αρχαίους ήδη από τον 8ο και τον 7ο αι. π.Χ., τόσο στον Ησίοδο, στο κορυφαίο εκείνο απόσπασμα της Θεογονίας του, όσο και στον Όμηρο, με την περιγραφή του τρομακτικού κάτω κόσμου με τις τεράστιες θύρες, μοιρασμένου ανάμεσα στο Έρεβος, όπου πήγαιναν οι κοινές ψυχές, και τον Τάρταρο, για τον οποίο προορίζονταν οι εγκληματίες. Οι αρχαίοι ποιητές, πριν από τους Ίωνες φιλοσόφους, μιλούν έτσι τόσο για έναν ζοφερό κόσμο, που ταυτίζεται κυρίως με τον Άδη, όσο και για ένα ωκεάνιο σύμπαν που αναφέρεται στη Νήσο των Μακάρων.
Και αν στον Όμηρο η αθανασία ταυτιζόταν με την αριστεία και τη γενναιότητα, στον Πλάτωνα, στον οποίο η Ζουανά αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, αφορά το καλό, που παραπέμπει στην ευδαιμονία και την αρετή. Ενδιάμεσα, βέβαια, παρεμβάλλονται οι άπειρες φιλοσοφικές δοξασίες, τόσο των πυθαγορείων όσο και των ορφικών, οι οποίοι συνέδεαν την κατάληξη της ψυχής με την ικανότητα των μυημένων να εξασφαλίζουν, μέσω των τελετουργιών, τα κλειδιά του παραδείσου.
Το σημαντικό είναι ότι η συγγραφέας, μεταφράστρια η ίδια του Ομήρου και των αρχαίων κλασικών, δεν αξιοποιεί μόνο τις πρωτογενείς πηγές αλλά και κάθε είδους ευρήματα, ακόμα και ελάσματα ‒κάτι σπάνιο για τους μελετητές‒, υποστηρίζοντας ότι «τα ελάσματα αυτά εκφράζουν τον πόθο για γνώση μιας άλλης ζωής», πολύ διαφορετικής από αυτής των ομηρικών ειδώλων.
Πιστοποιούν σε κάθε περίπτωση ότι ο νεκρός ήταν το υποκείμενο μύησης, η οποία έπρεπε να περιλαμβάνει τη διδασκαλία μιας κοσμογονίας (ενδεχομένως σχετικά απλοποιημένης), ενός τρόπου ζωής και κάποιων τελετουργικών, πράγμα που τον οδηγεί στο να μπορεί να παρουσιάζεται ως μέλος μιας ομάδας που αποτελείται από «μύστες» και «βάκχους», τους οποίους ελπίζει να ξαναβρεί στην άλλη ζωή.
Η αναφορά στις θεότητες αυτές δεν είναι διόλου τυχαία, αφού η Ζουανά τους τοποθετεί σε σχέση με την ατελείωτη σκηνογραφία των θεών και των θεοτήτων του κάτω κόσμου: επαναπροσδιορίζει τον ρόλο και τον συμβολισμό τους, επιμένοντας, για παράδειγμα, ότι ο Διόνυσος στην αρχή περισσότερο συνδεόταν με τον ορφισμό παρά με τον θρακικό διονυσιασμό, παραπέμποντας άμεσα σε μετέπειτα ερμηνείες του Θεόφραστου.
Ανάλογα, πάλι, σκηνοθετεί εκ νέου τη γεωγραφία του κάτω κόσμου, τα χωροχρονικά της όρια, ακόμα και τα τερατόμορφα είδη που τον χαρακτηρίζουν, όπως ο Κέρβερος, αλλά και φυτά, όπως οι ασφόδελοι, ενώ αναλύει την άμεση σχέση των διαφόρων ερμηνειών για τη ζωή μετά θάνατον σε σχέση με την πολιτική αναταραχή στη Μεγάλη Ελλάδα, την Αθήνα και άλλες ιωνικές πόλεις, οι οποίες επηρέασαν τις ερμηνείες των Ιώνων φιλοσόφων και τους έκαναν να φτάσουν ακόμα και στον Σκεπτικισμό, ειδικά όσον αφορά τη μετά θάνατον ζωή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια